Εμπνευσμένο από το βιβλίο της Γαβριέλλας Ουσάκοβα, «Η ζωή μου», των εκδόσεων Κάκτος και από ήρωες των χρονογραφημάτων του Νίκου Τσιφόρου.
H ιστορία μιας αντισυμβατικής γυναίκας, ενός ελεύθερου πνεύματος που αφιερώθηκε στον έρωτα, έζησε στην Αθήνα του περασμένου αιώνα και πλάνεψε τους άντρες.
Η Γκάμπυ γεννήθηκε σε αριστοκρατική οικογένεια, μια εποχή που η ελευθερία και η ανεξαρτησία των γυναικών έμοιαζε παράλογη. Σε νεαρή ηλικία, κάνει μια «επιλογή ανεξαρτησίας»: μακριά από οικογένεια, από εργοδότες (έγινε η ίδια και «επιχειρηματίας» και «προϊόν») και από έρωτες που πληγώνουν, παίρνει έναν δρόμο που της δίνει όλα όσα θέλει και κρατά μακριά της όλα αυτά στα οποία έμαθε να αμύνεται. Τα χρόνια περνούν, γίνεται γνωστή σε πολλές γενιές ανδρών -είτε για τις ασύγκριτες υπηρεσίες της, ή για το μήνυμα του αυτόματου τηλεφωνητή της-, δεν κάνει διακρίσεις στην πελατεία της και δέχεται στο σπίτι της από βοσκούς μέχρι πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας. Είναι βαθιά θρησκευόμενη, βοηθά τα παιδιά της γειτονιάς της, καλύπτει τα ιατρικά έξοδα των άπορων γειτόνων της, ενώ κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, εκμεταλλεύεται τις επαφές της με τις ναζιστικές αρχές προκειμένου να αποκαλύπτει μυστικά σε μέλη της Αντίστασης. Κάπου στα μέσα της πολυτάραχης ζωής της, το 1960, ο εαυτός της σε μικρή ηλικία και ο εαυτός της σε μεγάλη ηλικία, φτάνουν στο σπίτι της, φέρνοντας μαζί τους τις αναμνήσεις μιας περασμένης ευτυχίας και το μέλλον μιας μονότονης ηρεμίας. Η Γκάμπυ, μια επαγγελματίας του έρωτα, κάνει μαζί τους την ανασκόπηση της ζωής της, μέχρι που μια νύχτα, βρίσκεται δολοφονημένη στο σπίτι της, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Αν είχε αφήσει ένα σημείωμα, πριν φύγει, αυτό θα έλεγε: «Μείνατε ευαίσθητοι».
Μια γυναίκα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στα όνειρα χιλιάδων ανδρών που την γνώρισαν και που απέδειξε με τη ζωή και τη δράση της, ανατρέποντας τα στερεότυπα, πως οι άνθρωποι δεν μπαίνουν σε κατηγορίες, αλλά μένουν στην Ιστορία για το ήθος, το πνεύμα, το πείσμα και την ηρωική, πολλές φορές, επαναδιατύπωση της ίδιας τους της ταυτότητας.
Στην παράσταση της Κίρκης Καραλή, η κεντρική ηρωίδα, χωρίζεται σε τρεις ηθοποιούς: τον δημοφιλή Χρήστο Σιμαρδάνη, την τάχιστα ανερχόμενη Λίλα Μπακλέση και την “Γκάμπυ”, μια ηθοποιό – έκπληξη, που φτάνει στη θεατρική αίθουσα και βλέπει τη ζωή της να παρουσιάζεται ως παράσταση. Ο χωρισμός του ρόλου σε τρεις ηθοποιούς δεν είναι μόνο ηλικιακός. Οι τρεις τους διατυπώνουν σκηνικά τις διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα της ηρωίδας. Η Μπακλέση αντιπροσωπεύει τη φιλοδοξία και το τσαγανό της νεαρής Γκάμπυ, ο Σιμαρδάνης μια λιγότερο γήινη και περισσότερο αλλόκοτη πλευρά της, ενώ η “Γκάμπυ”, σύμβολο μιας διαχρονικής θηλυκότητας, μοιάζει ανάμεσά τους σκοτεινή και ανεξιχνίαστη.
Η παράσταση διαπερνά την περίοδο 1930-1990, σκιαγραφώντας την κοινωνική φυσιογνωμία και την ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας, υπό το πρίσμα του λόγου και του βλέμματος μιας ιέρειας του έρωτα. Μια περίοδος ιστορικών ανατροπών και αισθητικών εξελίξεων, που αν και ανήκει στο κοντινό μας παρελθόν, μπήκε ήδη στο συλλογικό ασυνείδητο, συναρπάζοντάς μας και ωθώντας μας στη νοσταλγία εκείνων των καιρών που οι Αθηναίοι ακόμη επεξεργάζονταν τα όρια του έρωτα, ακόμη φλέρταραν, ακόμη ήλπιζαν σ’ ένα καλύτερο μέλλον.