Σουφραζέτες
Οι σουφραζέτες για πρώτη φορά γίνονται πρωταγωνίστριες στο σινεμά. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία των γυναικών που πάλεψαν σκληρά για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες…
Αγγλία 1912. Η Μοντ, μία νεαρή, παντρεμένη μητέρα δουλεύει ατελείωτες ώρες στο πλυσταριό του Μπέθναλ Γκριν, όταν ανακαλύπτει μια μέρα το κίνημα των σουφραζέτων. Αν και συμφωνεί απόλυτα με όσα καταγγέλουν οι οργισμένες αυτές γυναίκες, παραμένει διστακτική και φοβισμένη. Φοβάται να μπει στην ομάδα τους επειδή δεν θέλει να ρισκάρει τη δουλειά ή την ασφάλεια του σπιτιού της. Σιγά σιγά όμως βρίσκει τη δύναμη και το κίνητρο για να γίνει μέλος τους. Για τη Μοντ, όπως και για τις περισσότερες σουφραζέτες, αυτό σημαίνει τρομερές θυσίες στην προσωπική της ζωή.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά από την κορύφωση της δράσης του, το κίνημα των σουφραζέτων παραμένει μια άγνωστη εν πολλοίς – ακόμη και στην ίδια την Αγγλία- ιστορία γύρω από τον αγώνα που έδωσαν μερικές γυναίκες για τα αυτονόητα: το δικαίωμα ψήφου και τα ίσα, εργατικά κυρίως, δικαιώματα αντρών και γυναικών. Πολλοί τις θεωρούσαν γραφικές «γυναικούλες» με φανταχτερά καπέλα και πορείες συνοδεία… τσαγιού, που απλώς σκότωναν τον ελεύθερο χρόνο τους μην έχοντας κάτι σημαντικότερο να κάνουν στη ζωή τους. Η αλήθεια –πέρα από τα καπέλα- ήταν ακριβώς το αντίθετο και στην ταινία φαίνεται ξεκάθαρα. Οι σουφραζέτες (ο όρος χρησιμοποιήθηκε χλευαστικά από το Βρετανικό τύπο) ήταν δυναμικές ακτιβίστριες που διέκριναν πως ο ειρηνικός αγώνας τους δεν θα έχει τα αποτελέσματα που περίμεναν, οπότε ανέλαβαν ένοπλη ριζοσπαστική δράση και στράφηκαν στη βία ως μοναδική πλέον επιλογή για να γίνουν γνωστά τα αιτήματα τους. Στην αρχή βέβαια τα ΜΜΕ (σε ψιλά γράμματα τους αφιερώνει λίγο χώρο ο Τύπος της εποχής) και οι αρχές τις υποτιμούν. Λέει σε μια σκηνή ο αξιωματικός Brendan Gleeson: «Μην τις συλλαμβάνετε. Αφήστε τις έξω από τα σπίτια τους και θα τις περιποιηθούν οι άντρες τους!». Η συνέχεια αποτελεί την έναρξη ενός λυσσαλέου πολέμου. Με δολιοφθορές (δημιουργούσαν προβλήματα στις επικοινωνίες, έκοβαν τηλεγραφικά καλώδια, έσπαγαν ταχυδρομικά κουτιά) και ξύλο, σώμα με σώμα με τους αστυνομικούς, πέτυχαν σε πρώτη φάση να γίνουν πρωτοσέλιδα από εκεί που δεν τους έδινε κανείς σημασία. Όμως το τίμημα που πλήρωσαν ήταν μεγάλο. Συλλήψεις και φυλακές, άγρια βασανιστήρια και απεργίες πείνας, πέρα από το κόστος που πληρώνουν και στην προσωπική ζωή, ήταν πλέον ρουτίνα για τις σουφραζέτες που κινούνταν πια στο χώρο της παρανομίας.
Το στόρι είναι συγκλονιστικό από μόνο του και η σκηνοθεσία της Sarah Gavron απλώς το τονίζει όποτε κρίνει πως χρειάζεται (κάπως υπερβολικά μερικές φορές πάντως). Το καλογραμμένο σενάριο της Abi Morgan («Shame») ακολουθεί τη λογική της ιστορικής βιογραφίας με πυρήνα τη σταδιακή μεταμόρφωση της βασικής ηρωίδας. Η επιλογή της Carey Mulligan στο ρόλο της 24χρονης Μοντ (αντί ενός πραγματικού προσώπου από το κίνημα επιλέχτηκε ένας μυθοπλαστικός χαρακτήρας για να περιγράφει πιο αντικειμενικά τα γεγονότα της εποχής) είναι η ιδανική αφού αποδίδει όπως πρέπει το ψυχικό σθένος και ταυτόχρονα την ευαισθησία του χαρακτήρα της: πρόκειται για ένα δειλό αρχικά κορίτσι που «ψηλώνει» μέρα με τη μέρα παρότι χάνει όσα αγαπά. Οι σκηνές με τον άντρα της (Ben Whishaw) και το αγοράκι της είναι οι πιο συγκινητικές και δυνατές του έργου. Την αρχηγό των σουφραζετών, την εμβληματική Emmeline Pankhurst που το Time την συμπεριέλαβε στη λίστα με τις 100 σπουδαιότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, υποδύεται η Meryl Streep.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης