Ανταπόκριση 66ο Φεστιβάλ Βερολίνου: Ένας κινηματογράφος που μελετάει πλευρές της παγκόσμιας κοινωνικής κατάστασης
Μια γενική αποτίμιση της φετινής 66ης Μπερλινάλε που έριξε αυλαία και σκέψεις πάνω στις τάσεις του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Το στυλ
Το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Βερολίνο, μόλις ουσιαστικά τελείωσε. Ως γιορτή ξεκίνησε, ως γιορτή προχώρησε, ως γιορτή κλείνει. Βγαίνοντας από μια αίθουσα που μόλις είχα προλάβει να δω μια ακόμη προβολή, ακούω κρότους και χρώματα στον ουρανό. Πυροτεχνήματα. Πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες θεατές επισκέφτηκαν τις αίθουσες του. Να δούνε τα κόκκινα χαλιά, τις χιλιάδες αφίσες κολλημένες στους τοίχους, τις λιμουζίνες που παρκάρουν, φεύγουν, επανέρχονται μεταφέροντας διασημότητες προς την λάμψη του κεντρικού κτηρίου.
Η Potzdamer Platz, μια περιοχή που τριάντα χρόνια πριν είχε την τιμητική της φιλμική παρουσία ως ερημότοπος στα «Φτερά του έρωτα» του Wim Wenders, τώρα είναι ένα λαμπρό συνονθύλευμα αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, σχεδιασμένη έτσι ώστε να μιμηθεί την κινηματογραφική εικόνα ενός χολιγουντιανού μικρόκοσμου. Έτσι και η «Λεωφόρος των αστεριών» μια σαφέστατη αναφορά σε άλλα κριτήρια και άλλες ηθικές.
Κάπου είκοσι κινηματογραφικές αίθουσες σε απόσταση αναπνοής γέμιζαν από το πρωί και καθημερινά, φαγητό δρόμου προοριζόμενο για γρήγορη κατανάλωση ανάμεσα στις προβολές, εκατοντάδες φωτογράφοι και εικονολήπτες να μην αφήνουν οπτικά ανέγγιχτο τίποτε, εκατοντάδες δημοσιογράφοι να στέλνουν τα γραπτά τους κείμενα σε χιλιάδες μέσα του πλανήτη. Όλα συνηγορούν ότι το Φεστιβάλ πρέπει να καλυφθεί, να αποθεωθεί και να διαφημιστεί.
Ότι πλαισιώνει τις ταινίες είναι αντικείμενο ρεπορτάζ. «Είδες κανέναν διάσημο;» ακούω κάποιος να λέει πίσω μου. Φυσική απορία, μάλλον. Όμως αν ήταν αυτή η πραγματική εικόνα του διασημότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Ευρώπης – μετά τις Κάννες – τότε θα έλειπε η ουσία. Που όμως ευτυχώς παραμένει ισχυρή.
Η τέχνη
Το Φεστιβάλ στο πρόγραμμα του δεν προσεγγίζει τους μεγάλους δημιουργούς ούτε τους οσκαρικούς συντελεστές. Δίνει βάρος σε πρωτότυπες και νέες γραφές που προσπαθούν για μια σύγχρονη προσέγγιση του κόσμου και της κοινωνικής συγκυρίας. Όπως κάθε χρόνο υπάρχουν πάντα και οι ταινίες που έχουν μια πιο συμβατική οπτική, αλλά και δύναμη για να κόψουν εισιτήρια.
Ευχάριστη εντύπωση μου έκανε που στην προβολή του «Genius» στο Διαγωνιστικό τμήμα όπου στην έναρξη φιγούραραν οι εταιρίες παραγωγής, η μια με την άλλη, το κοινό άρχισε να γελάει εμπαικτικά. Έχει συνηθίσει μάλλον στις ανεξάρτητες παραγωγές δημιουργών που δεν βλέπουμε καμιά εταιρία και ξεκινάνε με το όνομα του δημιουργού, μα στην προκειμένη φιγούραρε η Αμερική.
Εδώ όμως, γιορτάζεται πετυχημένα ή μη, χρόνο με τον χρόνο, η ταινία τέχνης. Με πολλά τμήματα, και συνήθως πιο ενδιαφέροντα τα τμήματα του Πανοράματος και του Forum, βλέπουμε σε πρεμιέρες ταινίες που δεν θα έχουμε ξανά την ευκαιρία να απολαύσουμε, ταινίες από όλα τα μήκη και πλάτη της γης με την σφραγίδα και την πειραματική διάθεση του δημιουργού. Και είδα αρκετές. Ταινίες που είχαν στο προσκήνιο τον άνθρωπο σε μια κοινωνία που έχει καταστεί πλήρως απάνθρωπη.
Το φετινό φεστιβάλ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από την πολιτική κατάσταση του κόσμου. Ταινίες αποξένωσης, ταινίες καθαρά πολιτικές, ταινίες κοινωνικές ή υπαρξιακές, ταινίες επίκαιρες. Φτώχεια, προσφυγικό, πόλεμοι, πόνος. Είτε στο είδος του documentary, είτε στις ταινίες εποχής και τα κλασικά δράματα είτε ακόμη και σε ταινίες τρόμου, πάντα υπάρχει η μια και κυρίαρχη ιδέα. Η κοινωνική πίεση πέφτει στις πλάτες ενός χαρακτήρα. Όλες οι ιστορίες που ειπώθηκαν έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Δίχως να διαφαίνεται η τάση πως οι δημιουργοί σε παγκόσμιο επίπεδο είναι προετοιμασμένοι να βγουν με επιθετική διάθεση προς την υπέρβαση μιας γενικής μελαγχολίας, σίγουρα όμως την αισθάνονται.
«Kollektivet» του Thomas Vinterberg (Βραβείο ‘Α γυναικείου ρόλου στην Trine Dyrholm)
Οι ταινίες
Με την ποιητική ασπρόμαυρη ωδή στον άνθρωπο, “Cartas da Guerra” από την Πορτογαλία όπου βλέπουμε το άδικο του πολέμου μέσα από γράμματα ενός στρατιώτη στην γυναίκα του, στη ιδιόμορφη τρόμου “Creepy” του Kiyoshi Kurosawa, όπου στις καλοπροαίρετες ενέργειες ενός σκιώδη ανθρώπου υποβόσκει η εξουσιαστική δύναμη να κάνει τους πάντες υποχείρια του. Από το «Alone in Berlin» μια ταινία εποχής, σχεδόν εμπορικής διάθεσης, όπου βλέπουμε τον αγώνα ενός ζευγαριού στο Βερολίνο ενάντια στον Χίτλερ μα καταλήγει σε μια προσπάθεια αθώωσης – δεχόμενο και το γιουχάισμα – του γενικότερου φασισμού στην κοινωνία στο «Kollektivet» (Βραβείο ‘Α γυναικείου ρόλου) του πασίγνωστου Thomas Vinterberg όπου δεν αθωώνει τίποτε.
Η ταινία «Fuocoammare» του Giafranco Rosi κατέκτησε τη Χρυσή Άρκτο
Από το «La helada negra» εκ Αργεντινής όπου εν μέσω μιας πρωτότυπης και παγανιστικής αφηγηματικής βλέπουμε την ανημποριά της κοινωνίας να ανταπεξέλθει αν δεν στηρίζεται σε μια θειική υπερδύναμη στα δυο ντοκιμαντέρ «Zero Days» του Alex Gibney και το «Fuocoammare» (Χρυσή Άρκτος) του Giafranco Rosi όπου βλέπουν τους παγκόσμιους υπεύθυνους τις διεθνής κατάστασης είτε με αποδεικτικό τρόπο, είτε με πιο ποιητικό. Και από την αλλόκοτη οπτική του Spike Lee με το “Chi-Raq” που μοιάζει με μια αφελή απεικόνιση της κοινωνίας των μαύρων στην Αμερική στο τρομερά απέριττο, κινηματογραφικά υπέροχο και πολιτικά στοχευμένο του Βόσνιου Tanovic στο «Death In Sarajevo» (Βραβείο Επιτροπής και Βραβείο FIPRESCI).
Gerard Depardieu, «The End»
Και μέσα σε όλα είχαμε και τα μικρά σχόλια πρωτοποριακής γραφής που δίνουν νέα νότα στο κινηματογραφικό σύμπαν. Ταινίες όπως το «The End» με το βάρος μιας υπαρξιακής κρίσης στην κοινωνία να κάθεται στους ώμους του σπουδαίου Gerard Depardieu, το «Aloys» (βραβείο FIPRESCI) όπου το βιομηχανικό και μοντέρνο περιβάλλον των πόλεων κάνει τους ανθρώπους να επιλέγουν την αποξένωση με θλιβερό τρόπο, το «Shelley» από την Σουηδία που είναι μια σύγχρονη προσέγγιση του «Rosemary baby’s» με ισχυρές δραματικές μεταπτώσεις και το «I, Olga Hepnarova» ένα ασπρόμαυρο δράμα ενός κοριτσιού από την Τσεχία όπου απέναντι της έχει μια ολόκληρη κοινωνία που την εκτελεί μεταφορικά και μη.
Michael Moore
Και μέσα σε όλα αυτά είχαμε και την προσωπικότητα του Michael Moore. Σαν παλιός ταξιδευτής ψάχνει να βρει τον νέο κόσμο. Αλλά αυτή την φορά από την Αμερική στην Ευρώπη. Γιατί σιχαμένος από την οικονομική και κοινωνική πολιτική των ΗΠΑ, που την βάζει στο στόχαστρο σχεδόν εξευτελιστικά και δίχως ένα πλάνο γυρισμένο στα εδάφη της, προσπαθεί να βρει αυτό που λείπει από την χώρα του, στις πιο «ανθρώπινες» κοινωνίες της Ευρώπης. «Where to Invade next» τονίζει με το ειλικρινή χαρακτήρα του και την χιουμοριστική ιδιοσυγκρασία του αλλά το πολιτικό συμπέρασμα είναι δυστυχώς απογοητευτικό. Ένας εκθειασμός μιας κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη που αν δεν μοιάζει με φάρσα, σίγουρα δεν υπάρχει πλέον. Και αυτό το γνωρίζουν πλέον καλά όλοι, και ακόμα καλύτερα οι Έλληνες.