MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Η Όπερα των πρωταγωνιστών

Δυο ημέρες πριν την αναμενόμενη πρεμιέρα της στο «Παλλάς», η χρυσή ομάδα της «Όπερας της Πεντάρας» εξηγεί γιατί αυτή είναι μια κορυφαία θεατρική στιγμή.

author-image Στέλλα Χαραμή

Βλέποντας από αριστερά, ένα πληθωρικό κάδρο: Λυδία Φωτοπούλου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Λούλης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Νάντια Κοντογεώργη, Νίκος Καραθάνος, Κίκα Γεωργίου. Δεν έχει άδικο ο Γιάννης Χουβαρδάς που ως σκηνοθέτης της «Οπερας της Πεντάρας», καθισμένος στο κέντρο του πάνελ μιλάει για τον «πιο δυνατό θίασο της πόλης και τον πιο κατάλληλο γι’ αυτό το έργο».

Η αλήθεια είναι πως η συνθήκη μοιάζει σχεδόν ιδανική. Μια ισχυρή, 20μελής ομάδα πρωταγωνιστών, ένας κορυφαίος σκηνοθέτης, μια πλήρης ορχήστρα, μια καθόλα μεγάλη παραγωγή και ο Μπρεχτ στην καλύτερη – παρότι πρώιμη – στιγμή του.

Γιάννης Χουβαρδάς: Η Όπερα της Πεντάρας έχει στοιχεία αναρχικά, πεσιμιστικά, σκέψεις αριστερής φιλοσοφίας, άφθονη ειρωνεία. Και ένα έντονο ψυχαγωγικό στοιχείο, το οποίο θέλουμε να αναδείξουμε.

OPERA TIS PENTARAS 3

Δυο μέρες πριν την αναμενόμενη πρεμιέρα για την «Οπερα της Πεντάρας» που ανεβαίνει στο «Παλλάς» και εν μέσω γενικών δοκιμών, το σύνολο των συντελεστών της κάνει ένα διάλειμμα ώστε να προλογίσει ένα έργο εμβληματικό όσο και αντιφατικό.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς εξηγεί: «Είναι ένα έργο τον τίτλο του οποίου ξέρει ο καθένας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το έχει δει κιόλας στο θέατρο. Κι επιπλέον, ο ίδιος ο τίτλος του υπόσχεται μιαν αντίθεση: Από την μια η όπερα κι από την άλλη η πεντάρα. Τα δυο αντιφατικά νοήματα μπορούν να δημιουργήσουν προσδοκίες για το πώς ανεβαίνει αυτό το κείμενο». Ο ίδιος, αν και δεν δηλώνει οπαδός του Μπρεχτ, διακρίνει εμφατικά το κείμενο από την υπόλοιπη εργογραφία του. «Ανήκει σε μια περίοδο δημιουργίας όπου τα πάντα ήταν ανοιχτά για τον Μπρεχτ. Δεν εντάσσεται ούτε στο πολιτικό ούτε στο συνθετικό έργο του. Η “Οπερα” έχει στοιχεία αναρχικά, πεσιμιστικά, σκέψεις αριστερής φιλοσοφίας, άφθονη ειρωνεία. Και ένα έντονο ψυχαγωγικό στοιχείο, το οποίο θέλουμε να αναδείξουμε» παρατηρεί.

OPERA TIS PENTARAS 4

Για πρώτη φορά, το αριστούργημα του Μπρεχτ με την διάσημη μουσική του Κουρτ Βάιλ, ανεβαίνει έχοντας εξασφαλίσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Υπό τη μουσική διεύθυνση του Θοδωρή Οικονόμου με μια 12μελή ορχήστρα να παίζει 20 όργανα προκειμένου να ζωντανέψουν τα 21 τραγούδια που απαρτίζουν το soundtrack της, τραγούδια αυτόφωτα που έκαναν «καριέρα» και ανεξάρτητα από τα ανεβάσματα του έργου.

Ο Γιώργος Δεπάστας που ανέλαβε την μετάφραση του κειμένου ύστερα από πρόσκληση του Γιάννη Χουβαρδά, είχε αρνηθεί δύο φορές στο παρελθόν να το επιχειρήσει φοβούμενος ότι δεν μπορούσε να υπηρετήσει, «το ύφος, το χιούμορ του συγγραφέα, την ακρίβεια της ομοιοκαταληξίας των τραγουδιών».

OPERA TIS PENTARAS 2

Η πληθωρικότητα του έργου, η υφολογική του ποικιλία και φυσικά το τόλμημα να καταπιαστεί με την γοητεία του λονδρέζικου περιθωρίου – στο επίκεντρο βρίσκεται η μπίζνα μιας ομάδας συμμοριτών που απομυζούν ζητιάνους και φτωχοδιάβολους – εκτόξευσε την «Οπερα της Πεντάρας» (και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε το 1928 στο Βερολίνο) στον αστερισμό των πλέον επιτυχημένων θεατρικών της παγκόσμιας δραματουργίας. Δύο χρόνια μετά την επίσημη πρεμιέρα της είχε γνωρίσει κιόλας 200 σκηνοθεσίες μόνο στην Κεντρική Ευρώπη κερδίζοντας όχι μόνο το κοινό αλλά και την καρδιά των ηθοποιών που καλούνταν να την ζωντανέψουν.

Η ομολογία της Λυδίας Φωτοπούλου πως «υπάρχουν μερικά έργα με τα οποία αν ο ηθοποιός συναντηθεί ζει την απόλυτη ευτυχία» αποδεικνύει ότι τόσα χρόνια και τόσα ανεβάσματα αργότερα (πάνω από 10.000 σε όλο τον κόσμο) τίποτα δεν έχει αλλάξει.

OPERA TIS PENTARAS 5

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μυημένη περισσότερο από κάθε άλλο μέλος της πρωταγωνιστικής ομάδας στον Μπρεχτ – αφού παίζει για τρίτη φορά σε ανέβασμα της «Οπερας» – αναγνωρίζει την τραγική επικαιρότητα του έργου όπου «οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι σχέσεις συναλλαγής και καταλήγουν σε σχέσεις προδοσίας. Όλοι ψάχνουν για ένα εξιλαστήριο θύμα σ’ ένα βρώμικο κόσμο που χωρίζεται σε κουρασμένους εργαζόμενους και κουρασμένα αφεντικά».

Αυτός ο κόσμος διαφθοράς και αδικίας, μοιάζει στην, κατά Χουβαρδά, εκδοχή μ’ ένα σύμπαν από εκκεντρικές μαριονέτες και κούκλες που συμμετέχουν σ’ ένα παιχνίδι, το κυνήγι του χρήματος. Όπως υπογραμμίζει και ο Χρήστος Λούλης ως θρυλικός Μακίθ «μόνο όποιος έχει το χρήμα ζει καλά». Η μήπως όχι;

Περισσότερα από Art & Culture