Γίνε κι εσύ performer – μπορείς
Μουσείο Μπενάκη. Μια μαρτυρία από την μύηση στην πολυσυζητημένη μέθοδο Αμπράμοβιτς.
Έχεις βγάλει τα παπούτσια σου. Έχεις ανέβει όρθια στο κρεβάτι. Χοροπηδάς σαν ανέμελη παιδούλα, πάνω – κάτω. Απέναντι σου, εξίσου θαρραλέα, η ηθοποιός Γιώτα Αργυροπούλου που κάνει ακριβώς το ίδιο. Ανάμεσα σας ένα τζάμι. Χαμόγελα μιας ξεχασμένης ξεγνοιασιάς. Τα ανταλλάσσετε. Στην άλλη βιτρίνα, αριστερά σας, περίπου 15 θεατές σας φωτογραφίζουν με μηχανές και κινητά.
Είστε στο Μουσείο Μπενάκη. Είστε το θέαμα. Είστε η περφόρμανς. Είμαι. Μα, διάολε, τι (μου) συμβαίνει;
Αναρωτιέσαι τι σε κάνει να ξεπεράσεις την συστολή της έκθεσης. Την αμηχανία να κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια μέχρι να ανακαλύψεις και την τελευταία λεπτομέρεια στο πρόσωπο του. Τι σε κάνει να ξαπλώσεις σ’ ένα κρεβάτι, σαν να είναι το δικό σου, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεσαι στον δεύτερο όροφο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Τι σε οδηγεί να εστιάσεις μόνο σ’ αυτή τη σχέση με τον εαυτό σου και με τον άλλο απέναντι σου.
Δυο ώρες νωρίτερα, λίγα λεπτά μετά τις 12.00, ξεκινάει η μύηση σου στην μέθοδο Αμπράμοβιτς.
Η μητέρα της περφόρμανς, είναι εδώ στην Αθήνα, με τα “παιδιά” της: τις ασκήσεις ενθάρρυνσης, αυτό το βιωματικό εργαστήρι που σε αναγκάζει να δώσεις προσοχή στις αισθήσεις σου, να τις χάσεις (για λίγο), να τις ξανακερδίσεις. Να περπατήσεις με τα μάτια κλειστά μέχρι να χτυπήσεις τοίχο (όντως), να σφίξεις το χέρι ενός αγνώστου, να τον αφήσεις να ακουμπήσει την πλάτη σου (αφήνοντας για δώρο μια ευχάριστη ποσότητα θερμότητας να σε κατακλύσει), να φορέσεις ηχομονωτικά ακουστικά και να μην ακούς τίποτα (μα τίποτα), να περπατήσεις σε slow motion σαν να έχει παγώσει ο χρόνος του σώματος σου, να ξεχωρίσεις τους κόκκους της φακής από εκείνους του ρυζιού, να μείνεις μόνος με την φωνή σου σε ένα δωμάτιο (να την ακούς μέχρι να κόβεται).
Να καθίσεις σε μια καρέκλα κι ένα κορίτσι απέναντι σου, με μεγάλα γαλάζια μάτια, να σε κοιτάζει με μια ανεξήγητη σοβαρότητα• να παρατηρείς το θλιμμένο της βλέμμα, τις συσπάσεις του προσώπου της, τα βλέφαρα που τρεμοπαίζουν. Να κάθεστε κι οι δυο σας σιωπηρές και να αναρωτιέσαι τι να σκέφτεται άραγε την ώρα που σε κοιτάζει μ’ αυτό το παράπονο;
Κι ύστερα να βγαίνεις πάλι στο φως της Πειραιώς, να αντικρίζεις τους ανθρώπους με λίγο, ελάχιστο, μα πιο ξεκούραστο βλέμμα.
Και να σκέφτεσαι, εσύ ως παιδί της πόλης, που τρέχεις σε αστικές ταχύτητες, πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσες χρόνο στον εαυτό σου να βιώσει τα στοιχειώδη, ανάμεσα σε άλλους; Να φλερτάρει σε προσωπικό χρόνο με τον εαυτό του;
Ίσως, αν δεν είχες περάσει το στάδιο της γνωριμίας με την μέθοδο της Αμπράμοβιτς να αντιμετώπιζες τις, μακράς διαρκείας, περφόρμανς – που συμβαίνουν δύο ορόφους πιο πάνω – σαν αυτοαναφορικές προσπάθειες και αυτάρεσκες λύσεις τέχνης – χωρίς φυσικά, το ένα αποκλείει το άλλο. Αλλά την ίδια ώρα, αναγνωρίζεις κάτι υπερβατικό και γενναίο στην προσπάθεια της Βιργινίας Μαστρογιαννάκη που μετράει κάθε λεπτό της ώρας επί οκτώ ώρες κάθε μέρα – και που ενίοτε το διακόπτει με επιφωνήματα, «ωχ, Παναγιά μου» και γουλιές νερού να βρέχουν το λάρυγγα της. Τη Νάνσυ Σταματοπούλου που αναγκάζει εαυτόν σε μια βασανιστική συνθήκη εγκλεισμού και πειθαρχίας με μοναδική συντροφιά μια χελωνίτσα (και δυο φύλλα μαρούλι). Τον Γιάννη Παππά που με ένα κλειδί και δάχτυλα πληγωμένα από την προσπάθεια προκαλεί ρωγμές σε ξύλινες επιφάνειες, αναζητώντας μια έξοδο.
Έχει μια αλλόκοτα, υπνωτιστική ομορφιά όλο αυτό. Έχει εσένα και κάποιον άλλο σε καθαρή συνέργεια. Μόνος και μαζί.