Η πινακοθήκη των ηρώων της «Όπερας της Πεντάρας»
Οι πρωταγωνιστές στην «Όπερα της Πεντάρας» που ανεβαίνει στο «Παλλάς» μάς συστήνουν τους πιο διάσημους ήρωες στο πιο διάσημο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Πέρασαν 88 χρόνια από την στιγμή που ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μεταμφίεσε τους αστούς και την κουρασμένη τους ηθική σε ένα μάτσο από ανθρώπους του υπόκοσμου που αναπαράγουν το πλούτο τους επενδύοντας στον πόνο και την απελπισία των φτωχών. Προαγωγοί, απατεώνες και δολοφόνοι, κυνικοί κι αδίστακτοι, ανέβηκαν κι έκτοτε παραμένουν στην σκηνή φωτογραφίζοντας το σύστημα της καπιταλιστικής αθλιότητας που ώριμο κατά έναν, σχεδόν, αιώνα, παραμένει ακμαίο.
Σε μια εποχή οριακά μετα-καπιταλιστική και σίγουρα μεταβατική για τον κόσμο του χρήματος, ο Μακ, ο Μαχαιροβγάλτης, ο κύριος και η κυρία Πίτσαμ, η Πόλυ, η Τζένυ και ο Τάιγκερ Μπράουν πάντα κάποιον θα μας θυμίζουν όσο ο τροχός της εκμετάλλευσης του ανθρώπου προς τον άνθρωπο επιμένει να γυρίζει.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της παράστασης σκιαγραφούν τα πορτραίτα των ηρώων που ερμηνεύουν:
Χρήστος Λούλης
Υποδύεται τον αρχηγό σπείρας απατεώνων, Μακχήθ
«Ρομαντικός και κυνικός μαζί. Οι επιθυμίες του είναι ο μόνος νόμος που υπακούει. Λάτρης της ωραίας και εύκολης ζωής και του ωραίου φύλου – Θα έλεγε κάποιος, δούλος τους. Δεν σταματάει να ονειρεύεται όχι το κοινό καλό, μα το δικό του καλό, τόσο έξυπνα όμως που αγγίζει τα όρια του αυτοσαρκασμού. Ίσως, ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος του μοντέρνου κόσμου. Το καθήκον του είναι να υπηρετεί εαυτόν, με τους φίλους του έχει κώδικα τιμής αλλά και τιμή στην αγάπη του. Δεν περιμένει τον κόσμο να γίνει καλύτερος, δεν προλαβαίνει. Δεν καταδέχεται να κλαφτεί για κανέναν και μπροστά σε κανέναν, ούτε την ύστατη στιγμή. Πάνω απ’ όλα, ζει με στυλ για το στυλ. Η εικόνα του είναι αυτός και αυτός είναι η εικόνα του. Η ζωή γι’ αυτόν είναι ένα παιχνίδι που έχει νόημα να παιχτεί μόνο στα άκρα και καθόλου αμυντικά. Και είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες. Όταν έρθει το τέλος θα πει: Έπαιξα με την ψυχή μου και πριν χάσω, κέρδιζα πολύ!».
Νίκος Καραθάνος
Υποδύεται τον αρχηγό της Αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν
«Τι κι αν είναι άνθρωπος του νόμου; Ο Μπράουν αποδεικνύει ότι δεν είναι απαγορευτικό για κάποιον που διατηρεί μια ισχυρή θέση να συνδιαλέγεται με το αντίθετο του. Εκείνο που δεν επιτρέπεται για τους άλλους, είναι για τον Μπράουν αυτό που του επιτρέπει να ζει. Και ζει ολόκληρος. Είναι ένας άνθρωπος που έχει έρωτα για τα πράγματα. Κοιτάζει τον άλλο στον μάτια κι όχι βάσει του συμφέροντος που εκπροσωπεί. Κι αυτό σημαίνει πως τελικά κάνει καλά και την δουλειά του».
Άγγελος Παπαδημητρίου
Υποδύεται τον επικεφαλής της επιχείρησης ζητιάνων, κύριο Πίτσαμ.
«Ο Πίτσαμ είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας. Στις μέρες μας θα μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας super – market. Στην εποχή του πάλι, έχει μια επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τους ζητιάνους, οργανώνει κάτω από ένα σύστημα την συμπόνια και τη μιζέρια και την μανατζάρει. Επιπλέον, δεν έχει καμία αιδώ. Πουλάει τις ψυχές των ανθρώπων όπως θα πουλούσε εφημερίδες. Ακόμα και την κόρη του θέλει να την ελέγχει προκειμένου να μην χάσει το μονοπώλιο της επιχείρησης του. Ο Πίτσαμ είναι η προσωποποίηση του πως σκέφτονται οι έμποροι και του πως – στην πορεία της εξέλιξης της ζωής – διαστρέφεται η φύση των ανθρώπων. Στο κέντρο του δικού του κόσμου εδρεύει το κακό. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει καμία ακτίδα φωτός, ούτε μια στάλα αγάπης. Ό,τι καλό, έζησε στο παρελθόν και ξεχάστηκε εκεί».
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Υποδύεται την κυρία Πίτσαμ
«Είναι μια αντάξια σύζυγος του Πίτσαμ – αδίστακτη, βίαιη, ωμή, που λειτουργεί εις βάρος των απελπισμένων σαν εργοδότης υπαλλήλων των 300 ευρώ. Μοναδικός της γνώμονας το συμφέρον, κανένα άλλο συναίσθημα δεν φωλιάζει στο στήθος της. Ακόμα και για το παιδί της δεν έχει καμία έγνοια• η ευτυχία της κόρης της, την αφήνει αδιάφορη αρκεί να μην την χάσει από “κράχτη” της εταιρίας που έχει συστήσει με τον άνδρα της. Ζει μέσα σε ένα συμβατικό γάμο, δυο πλάσματα που το ένα τρομάζει στην ύπαρξη του άλλου. Κι εκεί στο τραγούδι που κυνικά ερμηνεύει για την σεξουαλική σκλαβιά δεν φανερώνει τίποτα περισσότερο από την δική της στέρηση, την δική της δυστυχία. Το αλκοόλ είναι το τελευταίο της καταφύγιο, δεν έχει άλλη χαρά από το γεμάτο μπουκάλι. Είναι θα έλεγα μια τελειωμένη γυναίκα, σύμβολο της ηθικής των αστών, που έχει θυσιάσει τα πάντα στο βωμό του κέρδους».
Λυδία Φωτοπούλου
Υποδύεται την Τζέννυ, πόρνη και πρώην ερωμένη του Μακχήθ
«Η Τζέννυ είναι ένα πλάσμα μοιραίο. Δεν λέω “μοιραία” γιατί έχουμε μάθει να ταυτίζουμε την μοιραία γυναίκα με την ωραία γυναίκα, που κάνει τους άντρες υποχείρια της. Η Τζέννυ έχει καταστραφεί από τους άντρες κι έχει προδοθεί. Ζει μέσα στην κοινωνική αθλιότητα του Σόχο, όπου “θεός” είναι το χρήμα, μέσα σε ένα κλίμα κατάπτωσης όλων των αξιών. Το μόνο που δεν έχει χάσει ακόμη, είναι η ικανότητα της να αισθάνεται. Είναι το μόνο πρόσωπο στην “Οπερα της πεντάρας” που έχει ακόμη αυτήν την ικανότητα. Αγαπάει, έχει πάθος για κάποιον άλλον άνθρωπο. Και το πάθος είναι καταστροφικό όταν ο κόσμος είναι σάπιος. Ξεχωρίζω στο τραγούδι του Σολομώντα τη φράση “το πάθος δεν σε πάει ποτε μπροστά/ καλύτερα να είσαι απαθής”. Πολύ σκληρή φράση. Λίγο πριν το τέλος η Τζέννυ πηγαίνει στον Μακ ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα της σκηνοθεσίας».
Νάντια Κοντογιώργη
Υποδύεται την Πόλυ, κόρη του κυρίου και της κυρίας Πίτσαμ
«Η πορεία της Πόλυ στο έργο είναι η πορεία μιας γυναίκας από την εφηβική αντιμετώπιση του έρωτα, της οικογένειας και των σχέσεων, στην ενηλικίωση μέσα από τον πόνο του έρωτα και την ηδονή της εξουσίας. Από κόρη γίνεται ερωμένη, σύζυγος, επιθετική στα συμφέροντα των γονέων και υπερασπιστική στα συμφέροντα του συζύγου της, λυσσασμένη αντίζηλος της ερωμένης του συζύγου της και τελικά προδομένη και μόνη. Μόνη πλέον αναλαμβάνει τη διαχείριση της περιουσίας και της εγκληματικής οργάνωσης του έρωτα της και όταν πια έρχεται η στιγμή να τον βοηθήσει να σωθεί γίνεται εκδικητική και ακόμα σκληρότερα… αδιάφορη».