Aύγουστος. Παραμονή του Σωτήρος. Σε ένα απόμερο λιμανάκι κάποιας ελληνικής παραλίας, τρεις άνθρωποι κάνουν το απογευματινό μπάνιο τους περιμένοντας το φεγγάρι να ανατείλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Κι ενώ περιμένουν. συζητούν περί παντός επιστητού, όπως μάλλον θα συνέβαινε πάντα και με όλους όσους μπήκαν πριν από εκείνους στα νερά αυτά. Ο Σοφοκλής Ποθουλάκης και ο Ευριπίδης Περίανδρος με τη γυναίκα του Ευλαμπία, τρία κεφάλια πάνω απ’ το νερό, τρεις φευγαλέες αντανακλάσεις της ιστορίας στο φως του δειλινού, μιλούν, σχολιάζουν, υπερθεματίζουν, αγανακτούν, εύχονται για όλα όσα απασχολούν τη ζωή τους στον τόπο αυτό. Κι ενώ έχουν ήδη αρχίσει να έρχονται ένας ένας ο χορός των πανηγυριστών, το φεγγάρι ολόγιομο ξεπροβάλλει στον ορίζοντα.
Σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του έργου, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης είχε στο μυαλό του το Λευτέρη Βογιατζή και τη στιγμή που θα του το παρέδιδε να το διαβάσει. Αρχές Ιουλίου του 2011, ανέβηκε στην Αθήνα και άρχισε με το Λευτέρη Βογιατζή τις συζητήσεις και τις αναγνώσεις πάνω στο έργο. Οι αναγνώσεις τους κράτησαν ως τις αρχές Αυγούστου, όποτε και συμφωνήσανε ότι το έργο θα άρχιζε να δουλεύεται με τους ηθοποιούς από τα Χριστούγεννα, για να ανέβει στο θέατρό του την άνοιξη του 2012. Όμως το θέμα της υγείας του Λευτέρη από τον Αύγουστο εκείνο και έπειτα, αποφάσισε διαφορετικά. Σε κάθε περίπτωση, το Περί Φύσεως, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει στο επίμετρο της έκδοσης, «μεταφέρει τη μαγική αύρα του Λευτέρη πίσω από τις λέξεις κι αυτό είναι κάτι που με συγκινεί και θα του το χρωστάω για πάντα».
Σημείωμα Συγγραφέα
Το θεατρικό έργο Περί φύσεως γραφόταν σιγά – σιγά, σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο που ακολούθησε το ανέβασμα του προηγούμενου θεατρικού έργου μου στο θέατρο Κυκλάδων, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβαιναν παράλληλα ένα σωρό καινούρια πράγματα στη ζωή μου, η μεταφορά των θεατρικών μου δραστηριοτήτων από την Αθήνα στα Χανιά, η μόνιμη εγκατάστασή μου εκεί και η δημιουργία του θεάτρου Κυδωνία, για να μιλήσω μόνο για τα πλέον εμφανή. Ήταν το 2010 περίπου, που είπα μέσα μου, «άκου, μέχρι εδώ, το παράκανες, καιρός να πεις τέλος, και να ξεκινήσεις να γράφεις κάτι καινούριο».
Ακολουθώ κι εγώ, ξέρετε, αυτήν την αντίληψη για τη γραφή που λίγο πολύ εκφράζεται με τη φράση «γράφεις για να βρεις τι θέλεις να πεις» και ποτέ το αντίθετο. Έτσι ο λόγος στα έργα μου αναπηδά στις λευκές σελίδες, περισσότερο ως ποίηση παρά ως πεζός λόγος. Όμως τι κάνει έναν άνθρωπο να στριφογυρίζει γύρω από ένα άσπρο χαρτί προσπαθώντας να δώσει μια μορφή σε ένα πλάσμα που και ο ίδιος δεν ξέρει καλά καλά το λόγο της ύπαρξής του; Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Υποθετικά μιλώντας μπορώ να συμπεράνω πως κάπου πολύ βαθιά μέσα μας, οι μαλακοί ιστοί της καρδιάς μας, σπαργανωμένοι σφιχτά από το μαύρο σκοτάδι της ύπαρξής μας, εκκρίνουν καθημερινά και σε ομόκεντρα στρώματα, γύρω από ένα σκουπιδάκι που κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί, αφού τα ίχνη του χάνονται πάντα μέσα σε ένα χρόνο που υπήρξε πριν από τη γέννησή μας, κάποιου είδους μάργαρο, με σκοπό να το εξουδετερώσουν, να το απαλείψουν, να το εξαφανίσουν και καθώς αυτό το ενοχλητικό σκουπιδάκι περιβάλλεται διαρκώς με επάλληλα στρώματα που επικάθονται το ένα πάνω στο άλλο, μεταμορφώνεται κάποτε σε ένα ολοστρόγγυλο μαργαριτάρι.
Μιχάλης Βιρβιδάκης, Χανιά, 22 Ιανουαρίου 2016
Σημείωμα Σκηνοθέτη
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι είδε τον Σοφοκλή,τον Ευριπίδη και την Ευλαμπία να συζητούν στη θάλασσα. Κανείς δεν παίρνει όρκο ότι υπήρξε αυτή η θάλασσα ή εκείνο το φως του δειλινού. Η σκηνοθεσία θα προσπαθήσει να πει ψέμματα σαν αυτόπτης μάρτυς. Τα σκηνικά και η μουσική θα λειτουργούν σαν πειστήρια μιας μέρας που μπορεί και να μην υπήρξε. Το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θαυμαστή ψευδαίσθηση. Μια αντανάκλαση της ιστορίας πάνω στη σκηνή μιας παραλίας που ίσως κάποτε κολυμπήσαμε.
Γιάννης Σκουρλέτης