Όλια Λαζαρίδου: «Μ’ έχει πιάσει μια πονεμένη αγάπη για την Ελλάδα»
Μοναχική μαζί και πολυπράγμων, η ηθοποιός και σκηνοθέτις επιστρέφει στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης και της νιότης της κι αναμετριέται με τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες της.Φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος
Μετά τους χαιρετισμούς με τους ηθοποιούς της και πριν καθίσουμε στα δροσερά μαρμάρινα σκαλιά του Υπογείου, ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα βιβλιαράκι – το δικό της. «Μην ξεχάσω να στο δώσω» μου λέει μ’ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο και περνάει στα χέρια μου τις γκοφρέ σελίδες του και τα ποιητικά του λόγια. Είναι «Η προσευχή του ελάχιστου» και μόλις έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Υποκείμενο». Λίγες ώρες αργότερα, που θα το ξεφυλλίζω μόνη μου σ’ ένα παγκάκι της πλατείας Συντάγματος, θα σταθώ σε κάτι στίχους του, έτσι από επιλογή: «Μετράω. Αυτούς που περνάνε το δρόμο διστακτικά, τους άφοβους, τις αγέρωχες. Μετράω».
Το γιατί δεν το ξέρω αλλά για, κάποιο λόγο, στις «αγέρωχες» συναντάω την Ολια Λαζαρίδου, την συγγραφέα του, την ηθοποιό, τη σκηνοθέτη, αυτή την γυναίκα που κάθεται οκλαδόν, δίπλα μου, ντυμένη στα λευκά και στα ανοιξιάτικα με την ξεγνοιασιά ενός κοριτσιού. «Είμαι sui generis. Ο,τι μπορεί να σημαίνει αυτό – με τα καλά και τα κακά του. Είμαι sui generis και το υπερασπίζομαι γιατί είναι ότι πιο αυθεντικό έχω κι με αυτό θα πάω παρακάτω» λέει με παρρησία, συνοψίζοντας εκεί μέσα την καλλιτεχνική της ποιότητα.
Ένα βαθύτατα ερωτικό έργο μέσα στις σελίδες της Αγίας Γραφής. Γιατί καταφεύγετε στο «Ασμα ασμάτων» και ειδικά στην απόδοση του Σεφέρη;
Γιατί αποτυπώνει τη λαχτάρα για το απόλυτο. Είτε θεωρήσεις πως είναι το πρώτο σκίρτημα του έρωτα την εποχή που ακόμα είσαι πολύ αγνός, είτε είναι το «αχ», το θρόισμα αυτής της μεταφυσικής δίψας που σε κάνει να λαχταράς το απόλυτο του ουρανού και του Σύμπαντος. Πάντως, το έργο μιλάει για την πρώτη επιθυμία που εγώ δεν ξεχωρίζω από την σωματική. Αυτό το θέλω που είναι η φλόγα της ζωής, η κινητήρια της δύναμη.
Υπήρξαν στιγμές που χάθηκε αυτή η φλόγα από τον ορίζοντα σας;
Ο,τι κι αν έχω κάνει στη ζωή μου, το έκανα με μέλημα να μην το χάσω – παρότι αλλάζει μορφές, πρόσωπα, τρόπους. Είναι ίσως το πιο πολύτιμο πράγμα που έχω κι έχει μέσα του ο καθένας μας. Κι όταν αυτή την λαχτάρα για τη ζωή παύουμε να την ακούμε είναι σαν να σβήνει το νόημα των πραγμάτων. Ναι, μου έχει συμβεί, όπως συμβαίνει και σε όλους. Μα όταν ξαναβρίσκω αυτή τη χαρά, αισθάνομαι σαν τρένο που ξαναμπαίνει στη ράγα του κι αρχίζει πάλι να τσουλάει.
Με απασχολεί πάρα πολύ το ζήτημα της ελληνικότητας. Μέχρι που έλεγα ότι θέλω να κάνω μια παράσταση βασισμένη στον Εθνικό Ύμνο αλλά οι φίλοι μου, μου θύμισαν ότι θα έχω τη συνοδεία της Χρυσής Αυγής οπότε άλλαξα γνώμη! Κοίτα πως παρερμηνεύεται η αγάπη για τη χώρα σου πια…
Μια εμπειρία σας που να περιγράφει αυτό το «αχ»;
Τι άλλο σας εμπνέει στην συνεργασία με νεότερα παιδιά; Ανακαλείτε τον εαυτό σας στο ξεκίνημα σας;
Μπορείτε να απομονώσετε μια σκηνή από την εποχή της θεατρικής σας νιότης;
Θα έρθει κάποια στιγμή που θα τεντωθεί αυτή η ικανότητα μας για υπέρβαση, θα γίνει κάτι απροσδόκητο
Η παράσταση αυτή είναι κι ένας τρόπος να υπερασπιστείτε την ελληνικότητα;
Υπέρβαση είναι να ανοίξεις και να χωρέσεις τον διπλανό σου – και δεν εννοώ απλώς να προσφέρεις κάτι σε μια στιγμή συγκινησιακή
Πρέπει να επιστρέφουμε στο Σεφέρη για να συναντάμε κάτι γνήσια ελληνικό;
Που αλλού συναντάτε το αδιαπραγμάτευτα ελληνικό;
Στο αττικό φως, στα χρώματα του απογεύματος, στα σύννεφα του ουρανού, στο διάφανο του γαλάζιου. Στην ελληνική φύση όπου όλα μοιάζουν με παιχνίδια. Κι από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι – είτε είναι ζωντανοί είτε νεκροί – που συνομιλώ μαζί τους γιατί κάποια στιγμή έχουν υπερασπιστεί την ελληνικότητα και εξακολουθούν να με εμπνέουν. Μπορεί κάποια πράγματα και κάποιοι άνθρωποι να μην υπάρχουν γύρω μας αλλά η σχέση μαζί τους συνεχίζεται και μας τροφοδοτεί.
Θέλετε να μπείτε στον κύκλο των ανθρώπων που υπερασπίζονται αυτά τα πράγματα;
Δεν με ενδιαφέρει να μπω σε κάποιο πάνθεον.
Δεν θέλω να τελειώσω τη ζωή μου και να σκέφτομαι πως δοξάστηκα σαν ηθοποιός, θέλω όμως να έχω ελαφρύνει σαν άνθρωπος
Έχετε χάσει την πίστη σας στο αυτονόητο, στο λογικό να συμβεί;
Πιστεύω στην ανάγκη να διατηρούμε μέσα μας την πιθανότητα της υπέρβασης. Μπορεί να μην είναι τώρα αλλά θα έρθει κάποια στιγμή που θα τεντωθεί αυτή η ικανότητα μας για υπέρβαση, θα γίνει κάτι απροσδόκητο. Αλλιώς η ζωή είναι αμείλικτη, υφίσταται ο νόμος της βαρύτητας, όλα προς τα κάτω σε τραβάνε. Η ανθρώπινη φύση είναι πολύ μεγάλο βάσανο, πολύ μεγάλο…
Στο Θεό πιστεύετε, σωστά; Γιατί οι πιο πολλοί όταν ακούνε μια τέτοια παραδοχή, το διαχειρίζονται σαν κάτι εξωτικό;
Πλέον δεν με πειράζει καθόλου. Απλώς επειδή πολύ συχνά το κέντρο και η πηγή της έμπνευσης σου μπορεί να εκπέσει και να γίνει ιδεολόγημα, αποφεύγω να μιλώ γι’ αυτό. Η πίστη μου είναι οίστρος. Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως ακόμα κι αν το κύπελλο μέσα στο οποίο ζει η πίστη μου είναι βρώμικο, το νερό του θα μένει πάντα καθαρό.
Η πίστη είναι υπέρβαση;
Υπέρβαση είναι να ανοίξεις και να χωρέσεις τον διπλανό σου – και δεν εννοώ απλώς να προσφέρεις κάτι σε μια στιγμή συγκινησιακή. Τα συναισθηματικά εύκολα γεννιούνται κι εύκολα τελειώνουν. Όμως, το βήμα προς τον διπλανό μας είναι, μέχρι στιγμής, το πιο χαμένο στοίχημα της ανθρωπότητας.
Μα δε είναι υποκριτικό να διαχωρίζουμε τη θέση μας από τους άλλους, από τους πρόσφυγες για παράδειγμα;
Ένα «τσικ» μας χωρίζει από τους άλλους. Αυτό το κατάλαβα μια φορά όταν παλαιότερα δούλευα με την ομάδα των «18 και Ανω» με την οποία είχαμε πάει στις φυλακές Αυλώνα. Εκεί γνώρισα ένα παιδί ανήλικο που με βοηθούσε στα ηχητικά της παράστασης• ένα ξανθό αγόρι, με λευκό πουκάμισο με κάτι γυαλάκια, σαν αγγελούδι. Τότε σκέφτηκα «ποιος ξέρει τι παράβαση θα έχει κάνει αυτό το παιδί, κάτι μικρό». Αργότερα μου εξομολογήθηκε πως είχε κάνει ληστεία μετά φόνου και βρισκόταν στη φυλακή με ισόβια. Εκείνη τη στιγμή, είπα στον εαυτό μου πως μια τρίχα μας χωρίζει, είπα «μην κάνεις ποτέ το λάθος ότι εσύ βρίσκεσαι στην άλλη μεριά». Απ’ αυτή τη γνώση περνάει η συνείδηση για να δώσουμε χώρο μέσα μας και για τον διπλανό μας.
Τι σας έχει δώσει η συνεργασία με αποκλεισμένες ή παραγκωνισμένες κοινωνικές ομάδες;
Τη θεωρώ ανθρώπινο μου χρέος. Ξυπνάω κάθε μέρα και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη που έχω ακόμα τη δυνατότητα να κάνω ακόμα πράγματα που τα γουστάρει η ψυχή μου, που είμαι υγιής, που έχω να φάω και να πλυθώ – που ζω το όνειρο του μετανάστη όπως λέει κι ο φίλος μου. Οπότε το λιγότερο που μπορείς να κάνεις από αυτή τη θέση είναι αυτό.
Έχετε ζήσει διαψεύσεις μέσα στην τέχνη;
Πολλές φορές. Ναι, κάποτε, πιο μικρή, αναζητούσα πιο πολλά μέσα από το θέατρο. Ωστόσο ποτέ δεν ήμουν ταυτισμένη με την Τέχνη. Δεν ήμουν ποτέ ηθοποιός καριέρας. Για μένα η Τέχνη ήταν ένας τρόπος νοηματοδότησης – όχι το απόλυτο. Είναι η μελωδία για κελαηδάς το «αχ» σου για το απόλυτο. Με την Τέχνη μοιράζεσαι τη συγκίνηση αυτής της λαχτάρας και της απώλειας και σου θυμίζει τη σχετικότητα της ζωής. Δεν θέλω να τελειώσω τη ζωή μου και να σκέφτομαι πως δοξάστηκα σαν ηθοποιός, θέλω όμως να έχω ελαφρύνει σαν άνθρωπος. Αυτό ζητώ. Φυσικά, σ’ αυτή την αναζήτηση υπάρχει και ο παράγοντας της δημιουργικότητας, αλλά δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο αφιερώνω τη ζωή μου. Κάνω μεγάλες παύσεις, επιλέγω όχι με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια και κοιτάζω τι θα είναι αυτό που ξεκουράσει μέσα του τον θεατή.
Στόχους δεν έχετε;
Έχω. Καλλιτέχνης είμαι κι αυτό με τρώει. Ειδικά τώρα που έχω μεγαλώσει κι αισθάνομαι πως τα «μέσα» μου έχουν ωριμάσει θέλω να κάνω πράγματα για να ολοκληρώσω την ερμηνευτική μου διαδρομή.
Αυτό μεταφράζεται σε συγκεκριμένους ρόλους;
Δεν θέλω να πω, αλλά σίγουρα είναι ρόλοι που θέλω να παίξω μόνο κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες κι όχι ερήμην του κοινωνικού πλαισίου.
Γιατί δεν παίζετε συχνότερα;
Δεν είναι τόσο εύκολο. Έχω τραβήξει ένα δρόμο μοναχικό και δεν είναι αυτονόητο ότι θα βρω ένα χώρο να ενταχθώ. Δεν ανήκω 100% σε μια οικογένεια θεατρική. Αν σε αυτό προσθέσεις την τρομακτική μου δυσκολία να παίζω για μια ολόκληρη σεζόν, το πράγμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο. Δεν θα ήθελα να παίζω μόνο σε δικά μου project, θα ήθελα να παίζω με άλλους.
Είναι περίεργο που δεν έχετε παίξει τόσο καιρό στο Εθνικό θέατρο…
Είναι.
Έχω μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπο του Λούκου κι ότι αγαπώ και πιστεύω, θέλω να το υπερασπίζομαι. Έτσι υπερασπίστηκα κι εκείνον, ακριβώς επειδή έβλεπα την ένδεια που θα έρθει μετά
Για κάποιους επίσης είστε ταυτισμένη με την εποχή Λούκου στο Ελληνικό Φεστιβάλ.
Με το Γιώργο Λούκο δεν γνωριζόμασταν από πριν, ούτε είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση, αλλά με ενέπνευσε. Μου ενέπνευσε την όρεξη να δημιουργήσω κι έτυχε να είναι ανοιχτός κι εκείνος προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι προέκυψε αυτή η σύζευξη. Έχω μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπο του κι ότι αγαπώ και πιστεύω, θέλω να το υπερασπίζομαι. Έτσι υπερασπίστηκα κι εκείνον, ακριβώς επειδή έβλεπα την ένδεια που θα έρθει μετά. Πίστευα ότι ήταν ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση και κατά την θητεία του άνθισε ο θεσμός. Αλλά ακόμα κι αν ο υπουργός ήθελε να αλλάξει την καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ θα μπορούσε να το είχε κάνει με πιο κομψό τρόπο και κυρίως προνοώντας για την επόμενη μέρα. Δυστυχώς, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο.
Πολλοί σας απέδωσαν λόγους προσωπικού συμφέροντος σ’ αυτή την υπεράσπιση.
Δεν υπάρχει κανένας τέτοιος λόγος. Απόδειξη πως πέρυσι αλλά και φέτος δεν είχα κάνει καμία πρόταση. Κι ενώ μου πρότειναν να δουλέψω τόσο αυτό όσο και το προηγούμενο καλοκαίρι είπα «όχι». Γιατί φανταστείτε να υπερασπιζόμουν όλα αυτά και μετά να έβγαινα να παίξω; Ναι τότε μάλλον θα τα έκανα από συμφέρον. Θεώρησα πως αυτό είναι το μίνιμουμ συνέπειας που μπορώ να έχω.
Ο Γιαν Φαμπρ θα μπορούσε να είναι υπό όρους διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ;
Με τον τρόπο που αντιμετώπισε το όλο πράγμα και στη συνέχεια με τις επιστολές του κατάλαβα ότι δεν ήταν ένας άνθρωπος συνδεδεμένος με το «ποιος είμαι, τι θέλω, που πάω». Ο Γιαν Φαμπρ ενδιαφέρθηκε μόνο για το δικό του όραμα. Ομως, δεν γίνεται έτσι ή αν γίνεται αφορά στο προσωπικό έργο του καθενός – όχι στην επιμελητεία ενός εγχώριου φεστιβάλ. Επομένως, υπό αυτές τις συνθήκες, όχι ο Γιαν Φαμπρ δεν θα μπορούσε να είναι καλλιτεχνικός επιμελητής. Και δεν έχει να κάνει καθόλου με το γεγονός ότι ήταν ξένος. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν φέρει ένα ξένο πρόθυμο ν’ ακούσει, να συνεργαστεί, να καταλάβει που βρίσκεται και ποιες είναι οι ανάγκες του φεστιβάλ.
Ποιο είναι το προσωπικό σας αίτημα για το Ελληνικό Φεστιβάλ;
Να υπάρξει ένας αναστοχασμός για το θεσμό και σοβαρές προτάσεις. Αναγκαστικά φέτος, θα γίνει η διαχείριση μιας μαύρης τρύπας. Από εκεί και πέρα χρειάζεται να ξεπηδήσει μια καινούργια ταυτότητα μετά το πέρας της θητείας Λούκου.
Πιστεύετε ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος θα θελήσει ν’ ακούσει τις προτάσεις;