Κίκα Γεωργίου – εξερευνώντας την ψυχή μιας “άφωνης” σοπράνο
Περιμένοντας να συναντήσω σε γνωστό καφέ του κέντρου της Αθήνας, την Κίκα Γεωργίου, την πρωταγωνίστρια του «Silent» είχα στο νου μου την αυστηρή, σκληρή εικόνα της σοπράνο Διδούς που έχει χάσει τη φωνή της στην ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα και βρίσκεται παγιδευμένη στη σιωπή και το «πένθος». Η εικόνα της πρόσχαρης, χαμογελαστής κοπέλας που αντίκρυσα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Η κουβέντα μου μαζί της ήταν μια άλλη, ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη…
Είναι κυπριακό. Στην περιοχή της μητέρας μου υπήρχαν κάποτε πολλοί ιταλοί και το «τσίκα» (κορίτσι) ήταν μια πολύ διαδεδομένη λέξη. Και οι κύπριοι το έκαναν Κίκα. Το όνομα μου κανονικά είναι Κυριακή. Τώρα το πως τα συνδύασαν αυτά τα δύο οι γονείς μου, δεν ξέρω πραγματικά πως έγινε.
Ήταν τόσο δυνατό αυτό που έγινε μέσα μου με το ρόλο της Διδούς ώστε με το τέλος των γυρισμάτων έπρεπε να φύγω μακριά της. Όντως έφυγα από την Ελλάδα για αρκετό καιρό μετά από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, για να την ξεπεράσω.
Ο ρόλος σας στο «Silent» πέρα από το ότι είναι μια πρόκληση, πρέπει να σας δυσκόλεψε και πολύ. Μιλήστε μας για το τρόπο προσέγγισης του από την δική σας σκοπιά.
Θα σας μιλήσω περισσότερο για το τέλος. Ήταν τόσο δυνατό αυτό που έγινε μέσα μου, έχοντας μαζί μου για ένα σχεδόν ενάμιση χρόνο πριν ακόμη από την έναρξη των γυρισμάτων, τη Διδώ (ήμουν και στη συγγραφή του σεναρίου με τον Γιώργο Γκικαπέππα), ώστε με το τέλος των γυρισμάτων έπρεπε να φύγω μακριά της. Όντως έφυγα από την Ελλάδα για αρκετό καιρό μετά από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, για να την ξεπεράσω. Ήταν τόσο έντονο όλο αυτό που έζησα που υπό μια έννοια έπαθα κι εγώ κάτι αντίστοιχο. Ήμουν κλεισμένη σε αυτό το σπίτι της Μεσογείων όπου έγιναν τα γυρίσματα για ένα περίπου μήνα, έρχονταν φίλοι για παρέα κι εγώ δεν μιλούσα, χωρίς να το επιδιώκω. Μου έβγαινε έτσι.
Από τι πάσχει η Διδώ;
Η ασθένεια είναι η υστερική αφωνία. Πρόκειται για μία νόσο που πλήττει συχνά τις σοπράνο και σπάνια η φωνή τους επανέρχεται στο 100% μετά από μια τέτοια περιπέτεια. Ήταν βαθιά η λύπη μου για την κοπέλα αυτή, με συγκίνησε τόσο που ήθελα πραγματικά να την υποστηρίξω, να τη βοηθήσω, που μου βγήκε αυθόρμητα αυτή η στάση. Άσχετα αν στο τέλος εκείνη με βοήθησε πιο πολύ από ότι τη βοήθησα εγώ και μου έδειξε πράγματα σημαντικά.
Όπως;
Θέλω να πιστεύω ότι έμαθα την επιμονή της και την πίστη της σε ένα ανώτερο σκοπό. Η Διδώ είναι ένα πλάσμα που πάλευε κάθε μέρα για ένα σκοπό. Για να κάνει αυτό που πραγματικά αγαπούσε. Αυτό για μένα είναι ένα μεγάλο μάθημα ζωής.
Κουβαλάει όμως και μεγάλα τραύματα τα οποία προέρχονται κυρίως από την οικογένεια της. Πώς τα ξεπερνάει κανείς αυτά;
Εδώ θα γίνω λίγο σκληρή μαζί της. Με την έννοια πως πρέπει όλοι μας – κι όχι μόνο φυσικά η Διδώ- να αφήσουμε κάποια στιγμή πίσω μας όσα μας πλήγωσαν και να προχωρήσουμε. Είναι κάπως λυπηρό να βλέπεις μεγάλους ανθρώπους που έχουν διανύσει πολύ δρόμο στη ζωή τους να αναφέρονται ακόμη με πίκρα σε παλιά παιδικά τραύματα. Πολύ συχνά ακούω κάποιον να λέει για τα δύσκολα παιδικά χρόνια του ή να λένε φράσεις του τύπου «οι γονείς μου που μου έκαναν αυτό και με σημάδεψε». Μόνο αν ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση, γινόμαστε αληθινά ελεύθεροι.
Η οικογένειας της Διδούς όμως είναι εκείνη που την ευνούχισε κατά κάποιο τρόπο και την οδήγησε σε αυτή το αδιέξοδο…
Κοιτάξτε. Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος κουβαλάει το δικό του σταυρό. Άλλος έχει να κάνει με την οικογένεια, άλλος με έναν έρωτα. Ή με κάποια απώλεια. Υπάρχουν πολλών ειδών και διαφορετικής φύσης τραύματα. Υπάρχουν δύο τρόποι για να ζήσουμε με αυτά. Είτε να τα δούμε κατάματα και να τα αντιμετωπίσουμε, είτε να αφεθούμε στην οδύνη τους και να τα αφήσουμε να μας οδηγήσουν αυτά στη ζωή. Τα πιο βαριά περιστατικά βέβαια (πχ περιπτώσεις βίας σωματικής κυρίως αλλά και ψυχικής) αλλά κι αυτό που αντιμετωπίζει η κακομοίρα η Διδώ, σχετίζονται με το ρόλο της οικογένειας. Τότε χρειάζεται πολύ δύναμη, μαζί με ειδική υποστήριξη, για να τα ξεπεράσει κανείς.
Η σχέση σας με τη μουσική ποια είναι;
Από παιδί ήθελα να τραγουδάω. Στη Λάρνακα που μεγάλωσα πάντα με θυμάμαι να τραγουδάω χωρίς να προέρχομαι από μουσική οικογένεια. Μόνο τον παππού μου θυμάμαι να τραγουδάει λίγο σε κάποια γλέντια, με αδυναμία στη «Σαμιώτισσα» (γέλια). Μεγαλώνοντας ήθελα να κάνω αυτό, να τραγουδάω δηλαδή και όταν τέλειωσα το σχολείο έφυγα για μουσικές σπουδές στο Σικάγο όπου και τις ολοκλήρωσα στα 21 μου.
Κι από τη μουσική πως προήλθε ο κινηματογράφος και η ηθοποιία;
Τελειώνοντας τις μουσικές σπουδές στο Σικάγο δεν ήθελα να επιστρέψω στην Κύπρο αλλά μου έλειπε η γλώσσα και ήθελα να την ξανακούσω. Με την Αθήνα είχα πάντα μια σχέση αγάπης-μίσους με την έννοια πως την βρίσκω τρομερά γοητευτική πόλη, με πολλές κρυμμένες ομορφιές αλλά ταυτόχρονα όχι τόσο φιλική προς τον κάτοικο της. Μου είχε λείψει όμως κι αποφάσισα να έρθω εδώ. Για ένα χρόνο προσπαθούσα να συνεχίσω στο μουσικό χώρο ψάχνοντας σε σχολές, πανεπιστήμια για ένα μάστερ πχ. αλλά δεν έβρισκα κάτι που να με ικανοποιεί. Το performance πάντως ήταν κάτι που με ενδιέφερε επίσης. Έτσι το ένα πράγμα έφερε το άλλο, με αποτέλεσμα να βρεθώ στη σχολή του Γιώργου Αρμένη. Από τη στιγμή που στο δεύτερο κιόλας έτος, εκεί γύρω στο 2003, βρέθηκα να έχω και δουλειές, όλα πήραν το δρόμο τους. Κάπως έτσι ερωτεύτηκα το θεάτρο και τον κινηματογράφο. Πάντως χάρηκα φέτος που έκανα την «Όπερα της πεντάρας» και ξαναθυμήθηκα το μουσικό παρελθόν μου.
Σας ξαφνιασε η φετινή υποψήφιότητα σας στα βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου;
Περισσότερο με είχε ξαφνιάσει η προηγούμενη φορά οπότε και είχα πάρει το βραβείο με την «Πόλη των παιδιών». Ήταν άλλωστε και η πρώτη μου ταινία, πάλι σε σκηνοθεσία Γιώργου Γκικαπέππα, που του οφείλω πολλά και τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσε. Και τις δύο φορές! Πλέον με τον Γιώργο έχουμε αποκτήσει χημεία και πολλές φορές δουλεύουμε χωρίς να χρειάζεται να λέμε πολλά.
Θέατρο ή κινηματογράφος;
Δεν ξέρω πλέον αν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου πέρα από αυτά ή και το γράψιμο που μου αρέσει ιδιαίτερα, καλύπτοντας μια άλλη ανάγκη έκφρασης μου. Πάντως ανάμεσα στα δύο διαλέγω τον κινηματογράφο. Είναι πραγματικά μεγαλειώδης.