Λένα Κιτσοπούλου: «Καταλήγω πως μου αρέσει να φοβάμαι»
Η πολυκαλλιτέχνις που δεν έχει καμία αναστολή να παίξει στην «εμπορική» σκηνή του «Μικρού Παλλάς», αποκαλύπτει τα «δώρα» του Γιώργου Λούκου, επαινεί τον πολιτισμό του Γιαν Φαμπρ και γίνεται «Λυσιστράτη» για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό παρότι δεν ονειρεύτηκε ποτέ την Επίδαυρο.Φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος
Συμβαίνουν πολλά τελευταία στη θεατρική ζωή σου
Στη Γερμανία επιζητούν την καθοδήγηση σε υπερβολικό βαθμό. Ειδικά για δουλειές καλλιτεχνικής φύσης είναι λίγο αφύσικο αυτό το σύστημα, μοιάζει σαν να έχεις πάει να δουλέψεις στην τράπεζα
Ποιο αναδείχθηκε το κοινό σας σημείο εκτός από το έργο;
Μια πολύ βασική διαφορά με τους Γερμανούς είναι πως έχουν μια τελείως διαφορετική νοοτροπία σαν λαός. Γι’ αυτό και είναι αυτοί που είναι κι εμείς αυτοί που είμαστε. Σαν τη μέρα με τη νύχτα. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν ελιγμό στη σκέψη ενώ εμείς έχουμε μάθει να τα κάνουμε όλα με πλάγιους τρόπους. Στη Γερμανία υπάρχει μόνο ο ευθύς δρόμος κι ο άλλος περιμένει να του πεις τι θα κάνει.
Εφόσον ζω σε μια γκρεμισμένη πόλη, σημαίνει ότι θα δουλέψω στα συντρίμμια
Και πρέπει να ήταν κάπως φοβερό για μια Ελληνίδα να τους λέει τι να κάνουν.
Θα τους “έστελνες” τελείως, αν έβαζες ρεμπέτικα στην «Εντα Γκάμπλερ» στο Ομπερχάουζεν;
Το υπουργείο Πολιτισμού έδειξε για άλλη μια φορά ένα πολύ μικρό πρόσωπο, έδειξαν πόσο ανύπαρκτοι είναι
Στο εξωτερικό έχεις το αποτύπωμα της εκκεντρικότητας όπως και στην Ελλάδα;
Σε όσα μέρη έχω ταξιδέψει αισθάνομαι το ίδιο πράγμα, ότι δημιουργείται το ίδιο κλίμα. Υπάρχει πάντα κάτι το αντιφατικό στο κοινό, κάποιοι ενθουσιάζονται, κάποιοι σιχαίνονται. Πάντως είναι ωραίο το άνοιγμα, το ταξίδι και η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Είσαι κι εσύ φρέσκος, πηγαίνεις με άλλη ενέργεια, χτυπάει λίγο πιο δυνατά η καρδιά – σαν να φοβάσαι λίγο – ξεφεύγεις από τα οικεία κι όλο αυτό έχει μια ομορφιά.
Αντίθετα στην Ελλάδα, αισθάνεσαι ότι περιορίζονται διαρκώς οι δυνατότητες;
Οι εξελίξεις στο Ελληνικό Φεστιβάλ ήταν μια κατάρρευση σε κάτι που είχε δομηθεί;
Ο Γιώργος Λούκος έκανε μια μεγάλη διαφορά στη διοργάνωση κι έδωσε πνοή με τις γνώσεις, με την ικανότητα, με την αγάπη του• έδωσε σε όλους όσους πίστευε το βήμα να κάνουν πράγματα σημαντικά και παράλληλα έφερνε παραστάσεις απ’ έξω. Την στιγμή που έφευγε άρχιζε, έτσι κι αλλιώς, μια οικονομική κατάρρευση που στερούσε πολλά από το Φεστιβάλ. Όμως ήταν ένα δώρο ο Λούκος όπως και η δεκαετία που προέδρευσε στο Φεστιβάλ – ευτυχώς που τη ζήσαμε κι αυτή. Από εκεί και πέρα, ο τρόπος διωγμού του ήταν χυδαίος, ήταν απαίσιος.
Βγήκαν διάφορα δημοσιεύματα και κατηγορούσαν κάποιους, όπως και εμένα, ως «παρεάκι» του Λούκου και κάτι τέτοιες ηλιθιότητες. Ο Γιώργος Λούκος δεν ήταν φίλος μου, ούτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο
Και για τον Γιαν Φαμπρ που τον διαδέχθηκε, τι έχεις να πεις;
Δεν θα εκφραζόμουν ποτέ εναντίον του. Σίγουρα είναι ένας επηρμένος και νάρκισσος καλλιτέχνης και εφόσον ο υπουργός Πολιτισμού τον κάλεσε όφειλε να γνωρίζει ποιος είναι, όπως επίσης όφειλε να τον ενημερώσει για την κατάσταση στο ελληνικό θέατρο πριν ανακοινώσει τον προγραμματισμό. Καταλήξαμε στο να ξεμπροστιαστεί μια άγνοια κι ένας τρομερός αντιεπαγγελματισμός που επικρατεί σε όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας. Είπαν στο Φαμπρ «έλα με όσα λεφτά θες και κάνε ότι θες». Του είπαν να παραιτηθεί και παραιτήθηκε. Μέσα σε όλα όμως, ο Φαμπρ δίδαξε πολιτισμό αφού κανένας Ελληνας δεν παραιτείται και τώρα βρίζει – και καλά κάνει. Κι εγώ μάλλον θα έβριζα αν με καλούσαν κάπου και την επόμενη μέρα με έδιωχναν, αποδίδοντας μου διάφορα. Κι έγινε όλο αυτό για να γυρίσουμε στο σημείο που θα ήμασταν ακόμα κι αν δεν είχε έρθει ο Φαμπρ. Το υπουργείο Πολιτισμού έδειξε για άλλη μια φορά ένα πολύ μικρό πρόσωπο, έδειξαν πόσο ανύπαρκτοι είναι.
Αισθάνεσαι παιδί του Φεστιβάλ;
Ο καθένας μας από το θέατρο αποζητά να ενωθεί με το ανεξήγητο, να συμφιλιωθεί με τον φονιά μέσα του, να μην ζει συμβατικά
Κι από το Φεστιβάλ και το ερευνητικό θέατρο πως περνάς τώρα σε μια αστική σκηνή όπως είναι το «Μικρό Παλλάς»;
Δεν ξέρω αν θα προέκυπτε με κάθε έργο μια τέτοια πρόταση. Από την στιγμή που δόθηκε η δυνατότητα να κάνω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, δεν μου ζητήθηκαν παραχωρήσεις κι επομένως δεν υπήρχε κάτι για να σκεφτώ. Επιπλέον, θεωρώ πως το συγκεκριμένο έργο μπορεί να φιλοξενηθεί από ένα θέατρο σαν το Μικρό Παλλάς. Είναι γραμμένο και για το κοινό αυτού του θεάτρου, αναφέρεται στον κάθε άνθρωπο του καναπέ.
Δεν σε προβληματίζει λοιπόν, αν στο κοινό σου βρεθούν κυρίες που δεν έχουν ιδέα για το θέατρο σου;
Καθόλου! Απεναντίας. Δεν είναι ένα ειδικό κείμενο ή με ταξικά χαρακτηριστικά. Είναι ένα έργο που μιλά για τον καλοβαλμένο κόσμο, που δεν ζει στη φτώχεια.
Έχει τελειώσει μέσα σου η συζήτηση για τους διαχωρισμούς ανάμεσα στο ποιοτικό και το εμπορικό θέατρο;
Χρησιμοποιώ κι εγώ αυτούς τους όρους για να συνεννοηθώ με τους άλλους. Όμως, πιστεύω ότι το θέατρο είναι ένα. Επίσης δεν θεωρώ πως το θέατρο που κάνω είναι πειραματικό• είναι κλασικό μέσα στην δική μου αντίληψη. Να, στην Γερμανία παρουσίασα την «Εντα Γκάμπλερ» ως γοργόνα θεωρώντας ότι ασφυκτιά στο περιβάλλον όπου ζει. Ωστόσο, δεν ήταν πειραματισμός αλλά η δική μου ερμηνεία απέναντι σε ένα έργο.
Πως προέκυψε και καταπιάνεσαι διαδοχικά με ηρωίδες εξεγερμένες;
Δεν υπάρχει έργο που οι ήρωες του δεν εξεγείρονται, δεν αντιστέκονται, δεν βρίσκονται στα όρια τους. Γι’ αυτό αξίζει να γραφτούν τα έργα, γι’ αυτό και οι ήρωες βρίσκονται πάντα σε στιγμές οριακές, σε αποφάσεις που πρέπει ή όχι να παρθούν. Κι εγώ διαλέγω ή γράφω τέτοια έργα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου. Να επείγεται και να κινδυνεύει. Τα έργα οφείλουν να φανερώσουν τα αφανέρωτα και τα καταπιεσμένα τέρατα της ανθρώπινης φύσης μας και αυτό αποζητάει ο καθένας μας από το θέατρο, είτε ως δημιουργός, είτε ως θεατής. Να ενωθεί με το ανεξήγητο, να συμφιλιωθεί με τον φονιά μέσα του, να μην ζει συμβατικά.
Ό, τι κάνω το κάνω πάνω από όλα για να ικανοποιηθώ εγώ. Δεν σκέφτομαι ποτέ να προκαλέσω τίποτα σε κανέναν
Είσαι ένας άνθρωπος οριακός;
Κι ούτε το κάνεις για να προκαλέσεις;
Όχι, δεν νομίζω. Ό, τι κάνω το κάνω πάνω από όλα για να ικανοποιηθώ εγώ. Δεν σκέφτομαι ποτέ να προκαλέσω τίποτα σε κανέναν.
Που σου είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις: Γράφοντας, παίζοντας, σκηνοθετώντας;
Σπρώχνω τον εαυτό μου προς το όριο, ναι. Δεν θα ισχυριστώ όμως πως είμαι επαναστάτρια, μην λέω και μαλακίες. Και φόβους έχω και συχνά δεν τολμάω
Τι σε οδήγησε στη «Λυσιστράτη»;
Η «Λυσιστράτη» ήταν συνολικά μια πολύ δελεαστική πρόταση από το Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ήρθε σε μια στιγμή που κι εγώ έκανα πολλά δικά μου πράγματα και το να βρεθώ σε μια παράσταση μόνο ως ηθοποιός και μάλιστα σε κάτι τόσο ενδιαφέρον, με έναν σκηνοθέτη που εκτιμώ για να αφεθώ λίγο στα χέρια του, μου φάνηκε ωραία. Με ξεκουράζει αυτή η συνθήκη και την ίδια ώρα με φοβίζει η σκέψη αν μπορώ να παίξω μόνο έναν ρόλο. Σκέφτομαι μήπως δεν μπορώ να λειτουργήσω μόνο ως ερμηνεύτρια. Καταλήγω όμως, πως μου αρέσει να φοβάμαι.
Έχεις την αυτοπεποίθηση της καλής ηθοποιού;
Όχι, δεν έχω την αυτοπεποίθηση να πω ότι θα παίξω οτιδήποτε. Έχω φύγει λίγο και από αυτή την νοοτροπία, δεν με αφορά. Και τώρα που θα κάνω τη Λυσιστράτη, μην φανταστείς πως θ’ ανοίξω το κείμενο για να δω τι ατάκες έχω. Δεν με “φτιάχνει” ως ηθοποιό να σκέφτομαι πως «να, αυτό μπορώ να το παίξω έτσι ή αλλιώς». Έχω μπει σε άλλη θέση, τα βλέπω όλα πιο συνολικά. Ειλικρινά έχω πολύ περιέργεια γι’ αυτή τη δουλειά και για το πώς μπορώ να παίξω αυτόν τον ρόλο.
Το να παίξω στην Επίδαυρο, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ποτέ ένα από τα μεγάλα μου όνειρα. Η «Λυσιστράτη» μπορεί να είναι η μια και μοναδική φορά, μπορεί να μην υπάρξει άλλη
Από ότι καταλαβαίνω δεν είναι ούτε ο ρόλος, μα ούτε η Επίδαυρος το ακριβές κίνητρο, είναι το όλον.