MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
24
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Λένα Κιτσοπούλου: «Καταλήγω πως μου αρέσει να φοβάμαι»

Η πολυκαλλιτέχνις που δεν έχει καμία αναστολή να παίξει στην «εμπορική» σκηνή του «Μικρού Παλλάς», αποκαλύπτει τα «δώρα» του Γιώργου Λούκου, επαινεί τον πολιτισμό του Γιαν Φαμπρ και γίνεται «Λυσιστράτη» για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό παρότι δεν ονειρεύτηκε ποτέ την Επίδαυρο.Φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος

author-image Στέλλα Χαραμή
Την παρακολουθώ καθώς πλησιάζει προς το μέρος μου από την άλλη άκρη της στοάς Σπυρομήλιου με βήμα σταθερό και γρήγορο. Μπλε εφαρμοστό φούτερ, μαύρη φούστα σκέιτερ, θεόρατες πλατφόρμες και το lunch break για πολλά από τα τραπέζια στην πιάτσα της Βουκουρεστίου έχει διακοπεί στο πέρασμα της Λένας Κιτσοπούλου. Δικαιολογημένα, σκέφτομαι όταν πια κάθεται στο τραπέζι που θα κάνουμε τη συνέντευξη, αγνοώντας παντελώς το πως κυριαρχούσε στο χώρο και στα βλέμματα μέχρι πριν από λίγα λεπτά, η Λένα συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος – αυτή τη φορά για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

Γιατί μόλις γύρισε από τη Γερμανία και έχει να σου διηγηθεί την σκηνοθετική εμπειρία της μ’ αυτό το λαίμαργο σαρκασμό που την περιγράφει, γιατί μόλις βγήκε από το «Μικρό Παλλάς» – όπου, οποία έκπληξη, ανεβάζει την παράσταση «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις» – γιατί σήμερα ξεκινάει τις πρόβες για την «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Η’ γιατί το δαχτυλίδι που φοράει στον αντίχειρα του δεξιού χεριού σε σχέδιο νεκροκεφαλής κρύβει μια χαριτωμένη ιστορία.

Η Λένα Κιτσοπούλου έχει έναν πολύ προσωπικό τρόπο να μιλάει για όλα αυτά και να σε κάνει να νιώθεις πως σε αφορούν εξίσου• ακριβώς γιατί με το ίδιο πάθος τα ζει, τα δημιουργεί και τα διεκδικεί ή με το ίδιο πάθος απ’ όλα χάνεται. Σε μια περίοδο που η παρουσία της είναι καλλιτεχνικά αισθητή, παίρνει αυτό το πάθος και το κάνει συνέντευξη.

LENA KITSOPOULOU 3

Συμβαίνουν πολλά τελευταία στη θεατρική ζωή σου

Προέκυψαν πολλά μαζί μα επέλεξα αυτά στα οποία είμαι πιο κοντά τη συγκεκριμένη στιγμή. Η πρόταση για την «Εντα Γκάμπλερ» βέβαια, είχε κατατεθεί ένα χρόνο πριν. Ήταν πολύ προκλητικό για μένα να δουλέψω σε μια άλλη γλώσσα, με ανθρώπους που δεν ήξερα, έξω από τις συνήθειες μου. Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία, έπρεπε να βρω νέους κώδικες επικοινωνίας. Στην Ελλάδα, ακόμα κι όταν δουλεύω με πρόσωπα που δεν έχω συνεργαστεί στο παρελθόν, κάτι κοινό γεννιέται μεταξύ μας – και μόνο λόγω της γλώσσας ένα αστείο μας φέρνει κοντά. Στη Γερμανία πάλι, με κοιτούσαν σαν να έλεγαν από μέσα τους «ποια είναι τώρα αυτή;» ή, ας πούμε, όταν έλεγα ένα αστείο, δεν αντιδρούσε κανείς.

Στη Γερμανία επιζητούν την καθοδήγηση σε υπερβολικό βαθμό. Ειδικά για δουλειές καλλιτεχνικής φύσης είναι λίγο αφύσικο αυτό το σύστημα, μοιάζει σαν να έχεις πάει να δουλέψεις στην τράπεζα

Ποιο αναδείχθηκε το κοινό σας σημείο εκτός από το έργο;

Αυτό που με έσωσε – πέρα από το να ασχολούμαι σοβαρά με το έργο που ήταν η μόνη μου σανίδα σωτηρίας γιατί στην αρχή δεν υπήρχε ούτε ελάχιστος χαβαλές – ήταν η δουλειά. Ένιωσα πως για να πω κάτι, έπρεπε να δουλέψω πολύ μόνη μου. Να προτείνω συνέχεια πράγματα. Ανακάλυψα πως το μόνο σημείο που μπορείς να ενωθείς με τον άλλο – αν αυτό συμβεί – είναι η ειλικρίνεια. Δεν ξέρω αν ακούγεται μελό αλλά ήμουν ο εαυτός μου. Ακόμα κι όταν κάτι δεν ήξερα, το ομολογούσα. Πιανόμουν από πράγματα αληθινά. Κι έτσι έβαλα και τον εγωισμό μου στην άκρη.

LENA KITSOPOULOU 7

Χωρίς χαβαλέ δεν μπορείς να δουλέψεις;

Μια πολύ βασική διαφορά με τους Γερμανούς είναι πως έχουν μια τελείως διαφορετική νοοτροπία σαν λαός. Γι’ αυτό και είναι αυτοί που είναι κι εμείς αυτοί που είμαστε. Σαν τη μέρα με τη νύχτα. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν ελιγμό στη σκέψη ενώ εμείς έχουμε μάθει να τα κάνουμε όλα με πλάγιους τρόπους. Στη Γερμανία υπάρχει μόνο ο ευθύς δρόμος κι ο άλλος περιμένει να του πεις τι θα κάνει.

Εφόσον ζω σε μια γκρεμισμένη πόλη, σημαίνει ότι θα δουλέψω στα συντρίμμια

Και πρέπει να ήταν κάπως φοβερό για μια Ελληνίδα να τους λέει τι να κάνουν.

Πόσω μάλλον για μια Ελληνίδα που δεν το ‘χει ως προς αυτό. Γιατί στην Ελλάδα ρίχνεις μια ιδέα, ο ηθοποιός τη δοκιμάζει ή απλώς αρπάζεται από αυτή. Έχουμε μια ελευθερία κι ένα χάος – το οποίο δυστυχώς ορίζει και το σύνολο των πραγμάτων. Αλλά αυτή η ευελιξία, αυτή η ανθρωπιά, η προτροπή του “έλα ρε συ, θα το κάνουμε παρέα” σου κάνει τη ζωή πιο ευχάριστη. Την ίδια ώρα, στη Γερμανία επιζητούν την καθοδήγηση σε υπερβολικό βαθμό. Ειδικά για δουλειές καλλιτεχνικής φύσης είναι λίγο αφύσικο αυτό το σύστημα, μοιάζει σαν να έχεις πάει να δουλέψεις στην τράπεζα. Κι αν τους προτείνεις έναν έμμεσο τρόπο για να γίνει κάτι, επιμένουν στο σύστημα. Σε κοιτούν σαν να λες το πιο κουφό πράγμα του κόσμου – το οποίο τελικά σε διαλύει και θέλεις να κλοτσήσεις τραπέζια από την τρέλα. Έκανα άσκηση με τον εαυτό μου.

Θα τους “έστελνες” τελείως, αν έβαζες ρεμπέτικα στην «Εντα Γκάμπλερ» στο Ομπερχάουζεν;

Απ’ την αρχή δεν το θέλησα γιατί δεν το σήκωνε η παράσταση. Όταν κατά τη διάρκεια μιας πρόβας στην Ελλάδα βάζουμε λαϊκά οι ηθοποιοί είναι στο “έλα, δώσε!”. Αυτό το αίσθημα που δημιουργείται κάπου οδηγεί. Όταν όμως το τραγούδι δεν προκαλεί τίποτα στον άλλο, δεν έχει νόημα να υπάρξει. Είναι σαν να θέλεις να πιεις τσίπουρο με λουκάνικο στη γερμανική μπυραρία.

Το υπουργείο Πολιτισμού έδειξε για άλλη μια φορά ένα πολύ μικρό πρόσωπο, έδειξαν πόσο ανύπαρκτοι είναι

Στο εξωτερικό έχεις το αποτύπωμα της εκκεντρικότητας όπως και στην Ελλάδα;

Σε όσα μέρη έχω ταξιδέψει αισθάνομαι το ίδιο πράγμα, ότι δημιουργείται το ίδιο κλίμα. Υπάρχει πάντα κάτι το αντιφατικό στο κοινό, κάποιοι ενθουσιάζονται, κάποιοι σιχαίνονται. Πάντως είναι ωραίο το άνοιγμα, το ταξίδι και η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Είσαι κι εσύ φρέσκος, πηγαίνεις με άλλη ενέργεια, χτυπάει λίγο πιο δυνατά η καρδιά – σαν να φοβάσαι λίγο – ξεφεύγεις από τα οικεία κι όλο αυτό έχει μια ομορφιά.

Αντίθετα στην Ελλάδα, αισθάνεσαι ότι περιορίζονται διαρκώς οι δυνατότητες;

Δεν μπορώ να το πω αυτό, γιατί λειτουργώ κάπως μόνη μου. Φυσικά και ξέρω τι γίνεται στην πιάτσα, οικονομικά υπάρχει μια καταστροφή και το πράγμα ολοένα στενεύει. Δουλεύεις χωρίς λεφτά ή σε πολύ λίγα μέρη μπορείς πλέον να πληρωθείς αλλά θεωρώ ότι αναλόγως με τις συνθήκες θα βρεις τον τρόπο. Δεν μου αρέσει ούτε να παραπονιέμαι, νιώθω ότι πάντα μπορώ να κάνω αυτό που θέλω, χωρίς να αγνοώ το τι γίνεται γύρω. Εφόσον ζω σε μια γκρεμισμένη πόλη, σημαίνει ότι θα δουλέψω στα συντρίμμια.

LENA KITSOPOULOU 4

Οι εξελίξεις στο Ελληνικό Φεστιβάλ ήταν μια κατάρρευση σε κάτι που είχε δομηθεί;

Ο Γιώργος Λούκος έκανε μια μεγάλη διαφορά στη διοργάνωση κι έδωσε πνοή με τις γνώσεις, με την ικανότητα, με την αγάπη του• έδωσε σε όλους όσους πίστευε το βήμα να κάνουν πράγματα σημαντικά και παράλληλα έφερνε παραστάσεις απ’ έξω. Την στιγμή που έφευγε άρχιζε, έτσι κι αλλιώς, μια οικονομική κατάρρευση που στερούσε πολλά από το Φεστιβάλ. Όμως ήταν ένα δώρο ο Λούκος όπως και η δεκαετία που προέδρευσε στο Φεστιβάλ – ευτυχώς που τη ζήσαμε κι αυτή. Από εκεί και πέρα, ο τρόπος διωγμού του ήταν χυδαίος, ήταν απαίσιος.

Βγήκαν διάφορα δημοσιεύματα και κατηγορούσαν κάποιους, όπως και εμένα, ως «παρεάκι» του Λούκου και κάτι τέτοιες ηλιθιότητες. Ο Γιώργος Λούκος δεν ήταν φίλος μου, ούτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο

Και για τον Γιαν Φαμπρ που τον διαδέχθηκε, τι έχεις να πεις;

Δεν θα εκφραζόμουν ποτέ εναντίον του. Σίγουρα είναι ένας επηρμένος και νάρκισσος καλλιτέχνης και εφόσον ο υπουργός Πολιτισμού τον κάλεσε όφειλε να γνωρίζει ποιος είναι, όπως επίσης όφειλε να τον ενημερώσει για την κατάσταση στο ελληνικό θέατρο πριν ανακοινώσει τον προγραμματισμό. Καταλήξαμε στο να ξεμπροστιαστεί μια άγνοια κι ένας τρομερός αντιεπαγγελματισμός που επικρατεί σε όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας. Είπαν στο Φαμπρ «έλα με όσα λεφτά θες και κάνε ότι θες». Του είπαν να παραιτηθεί και παραιτήθηκε. Μέσα σε όλα όμως, ο Φαμπρ δίδαξε πολιτισμό αφού κανένας Ελληνας δεν παραιτείται και τώρα βρίζει – και καλά κάνει. Κι εγώ μάλλον θα έβριζα αν με καλούσαν κάπου και την επόμενη μέρα με έδιωχναν, αποδίδοντας μου διάφορα. Κι έγινε όλο αυτό για να γυρίσουμε στο σημείο που θα ήμασταν ακόμα κι αν δεν είχε έρθει ο Φαμπρ. Το υπουργείο Πολιτισμού έδειξε για άλλη μια φορά ένα πολύ μικρό πρόσωπο, έδειξαν πόσο ανύπαρκτοι είναι.

Αισθάνεσαι παιδί του Φεστιβάλ;

Πολύ. Αισθάνομαι και μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Λούκο. Έκανα παραστάσεις όπως τις ήθελα, τις χάρηκα πολύ, ήταν όλες δημιουργικές στιγμές. Και μπορεί να είμαι παιδί του Φεστιβάλ αλλά δεν είμαι παιδί του Λούκου. Βγήκαν διάφορα δημοσιεύματα και κατηγορούσαν κάποιους, όπως και εμένα, ως «παρεάκι» του Λούκου και κάτι τέτοιες ηλιθιότητες. Ο Γιώργος Λούκος δεν ήταν φίλος μου, ούτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Είναι ένας άνθρωπος που ήρθε στην Ελλάδα που ανακάλυψε κάποιους ανθρώπους – ανάμεσα σ’ αυτούς κι εμένα, γιατί προφανώς βρισκόταν κοντά στην αισθητική του θεάτρου μου. Καμιά φιλία δεν μας ένωνε αλλά από την στιγμή που συνεργάζεσαι με κάποιον εννοείται πως καλλιεργείται κάτι κοινό μεταξύ σας κι έτσι θα τον συναναστραφείς και θα τον αγαπήσεις.

Ο καθένας μας από το θέατρο αποζητά να ενωθεί με το ανεξήγητο, να συμφιλιωθεί με τον φονιά μέσα του, να μην ζει συμβατικά


Κι από το Φεστιβάλ και το ερευνητικό θέατρο πως περνάς τώρα σε μια αστική σκηνή όπως είναι το «Μικρό Παλλάς»;

Δεν ξέρω αν θα προέκυπτε με κάθε έργο μια τέτοια πρόταση. Από την στιγμή που δόθηκε η δυνατότητα να κάνω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, δεν μου ζητήθηκαν παραχωρήσεις κι επομένως δεν υπήρχε κάτι για να σκεφτώ. Επιπλέον, θεωρώ πως το συγκεκριμένο έργο μπορεί να φιλοξενηθεί από ένα θέατρο σαν το Μικρό Παλλάς. Είναι γραμμένο και για το κοινό αυτού του θεάτρου, αναφέρεται στον κάθε άνθρωπο του καναπέ.

LENA KITSOPOULOU 5

Δεν σε προβληματίζει λοιπόν, αν στο κοινό σου βρεθούν κυρίες που δεν έχουν ιδέα για το θέατρο σου;

Καθόλου! Απεναντίας. Δεν είναι ένα ειδικό κείμενο ή με ταξικά χαρακτηριστικά. Είναι ένα έργο που μιλά για τον καλοβαλμένο κόσμο, που δεν ζει στη φτώχεια.

Έχει τελειώσει μέσα σου η συζήτηση για τους διαχωρισμούς ανάμεσα στο ποιοτικό και το εμπορικό θέατρο;

Χρησιμοποιώ κι εγώ αυτούς τους όρους για να συνεννοηθώ με τους άλλους. Όμως, πιστεύω ότι το θέατρο είναι ένα. Επίσης δεν θεωρώ πως το θέατρο που κάνω είναι πειραματικό• είναι κλασικό μέσα στην δική μου αντίληψη. Να, στην Γερμανία παρουσίασα την «Εντα Γκάμπλερ» ως γοργόνα θεωρώντας ότι ασφυκτιά στο περιβάλλον όπου ζει. Ωστόσο, δεν ήταν πειραματισμός αλλά η δική μου ερμηνεία απέναντι σε ένα έργο.

Πως προέκυψε και καταπιάνεσαι διαδοχικά με ηρωίδες εξεγερμένες;

Δεν υπάρχει έργο που οι ήρωες του δεν εξεγείρονται, δεν αντιστέκονται, δεν βρίσκονται στα όρια τους. Γι’ αυτό αξίζει να γραφτούν τα έργα, γι’ αυτό και οι ήρωες βρίσκονται πάντα σε στιγμές οριακές, σε αποφάσεις που πρέπει ή όχι να παρθούν. Κι εγώ διαλέγω ή γράφω τέτοια έργα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου. Να επείγεται και να κινδυνεύει. Τα έργα οφείλουν να φανερώσουν τα αφανέρωτα και τα καταπιεσμένα τέρατα της ανθρώπινης φύσης μας και αυτό αποζητάει ο καθένας μας από το θέατρο, είτε ως δημιουργός, είτε ως θεατής. Να ενωθεί με το ανεξήγητο, να συμφιλιωθεί με τον φονιά μέσα του, να μην ζει συμβατικά.

Ό, τι κάνω το κάνω πάνω από όλα για να ικανοποιηθώ εγώ. Δεν σκέφτομαι ποτέ να προκαλέσω τίποτα σε κανέναν

Είσαι ένας άνθρωπος οριακός;

Σπρώχνω τον εαυτό μου προς το όριο, ναι. Δεν θα ισχυριστώ όμως πως είμαι επαναστάτρια, μην λέω και μαλακίες. Και φόβους έχω και συχνά δεν τολμάω. Είμαι ένα αντιφατικό πλάσμα όπως όλοι, αλλά ναι, είναι φορές που σπρώχνω τον εαυτό μου σε μια ακραία συνθήκη τόσο προσωπικά όσο και δημιουργικά. Όμως επειδή είμαι έτσι φτιαγμένη δεν το αντιλαμβάνομαι και σαν όριο αυτό, νομίζω ότι είναι φυσιολογικό εξ αρχής. Δεν με φοβίζει να χάσω τον έλεγχο αρκεί να μην το κάνω εις βάρος κάποιου άλλου.

LENA KITSOPOULOU 9

Κι ούτε το κάνεις για να προκαλέσεις;

Όχι, δεν νομίζω. Ό, τι κάνω το κάνω πάνω από όλα για να ικανοποιηθώ εγώ. Δεν σκέφτομαι ποτέ να προκαλέσω τίποτα σε κανέναν.

Που σου είναι πιο εύκολο να ξεφύγεις: Γράφοντας, παίζοντας, σκηνοθετώντας;

Σε όλες τις εκφάνσεις μου θέλω να το πετυχαίνω αυτό, σε όλες θέλω να βρίσκομαι στο κενό, αλλιώς δεν έχει νόημα να το κάνω. Τελευταία έτυχε να το ζω πιο συχνά στη συγγραφή και στη σκηνοθεσία ή και στα δύο μαζί. Όμως σε κάθε δραστηριότητα αναγνωρίζω τον ίδιο εαυτό. Ας πούμε, ζωγραφίζω και νιώθω τον ίδιο οίστρο όπως όταν γράφω ένα διήγημα. Χτυπάει η καρδιά μου και λέω “έλα, πάμε” – νομίζω ότι τρελαίνομαι.

Σπρώχνω τον εαυτό μου προς το όριο, ναι. Δεν θα ισχυριστώ όμως πως είμαι επαναστάτρια, μην λέω και μαλακίες. Και φόβους έχω και συχνά δεν τολμάω

Τι σε οδήγησε στη «Λυσιστράτη»;

Η «Λυσιστράτη» ήταν συνολικά μια πολύ δελεαστική πρόταση από το Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ήρθε σε μια στιγμή που κι εγώ έκανα πολλά δικά μου πράγματα και το να βρεθώ σε μια παράσταση μόνο ως ηθοποιός και μάλιστα σε κάτι τόσο ενδιαφέρον, με έναν σκηνοθέτη που εκτιμώ για να αφεθώ λίγο στα χέρια του, μου φάνηκε ωραία. Με ξεκουράζει αυτή η συνθήκη και την ίδια ώρα με φοβίζει η σκέψη αν μπορώ να παίξω μόνο έναν ρόλο. Σκέφτομαι μήπως δεν μπορώ να λειτουργήσω μόνο ως ερμηνεύτρια. Καταλήγω όμως, πως μου αρέσει να φοβάμαι.

Έχεις την αυτοπεποίθηση της καλής ηθοποιού;

Όχι, δεν έχω την αυτοπεποίθηση να πω ότι θα παίξω οτιδήποτε. Έχω φύγει λίγο και από αυτή την νοοτροπία, δεν με αφορά. Και τώρα που θα κάνω τη Λυσιστράτη, μην φανταστείς πως θ’ ανοίξω το κείμενο για να δω τι ατάκες έχω. Δεν με “φτιάχνει” ως ηθοποιό να σκέφτομαι πως «να, αυτό μπορώ να το παίξω έτσι ή αλλιώς». Έχω μπει σε άλλη θέση, τα βλέπω όλα πιο συνολικά. Ειλικρινά έχω πολύ περιέργεια γι’ αυτή τη δουλειά και για το πώς μπορώ να παίξω αυτόν τον ρόλο.

Το να παίξω στην Επίδαυρο, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ποτέ ένα από τα μεγάλα μου όνειρα. Η «Λυσιστράτη» μπορεί να είναι η μια και μοναδική φορά, μπορεί να μην υπάρξει άλλη

Από ότι καταλαβαίνω δεν είναι ούτε ο ρόλος, μα ούτε η Επίδαυρος το ακριβές κίνητρο, είναι το όλον.

Ναι. Σίγουρα όμως το μεγαλύτερο κίνητρο είναι η συγκεκριμένη συνεργασία με τον Μαρμαρινό. Αυτό είναι για μένα η πρόκληση. Στην Επίδαυρο έχω ξαναπαίξει πολλές φορές συμμετέχοντας στο Χορό και με το θέατρο Τέχνης και σε σκηνοθεσίες του Γιάννη Χουβαρδά – ωστόσο με ρόλο είχα εμφανιστεί για πρώτη φορά στους «Πέρσες» με τον Γκότσεφ. Παρόλα αυτά, το να παίξω στην Επίδαυρο, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ποτέ ένα από τα μεγάλα μου όνειρα. Η «Λυσιστράτη» μπορεί να είναι η μια και μοναδική φορά, μπορεί να μην υπάρξει άλλη.

Περισσότερα από Πρόσωπα