Στην πλατεία μιας πόλης, ενας στρατιώτης βλέπει τον θάνατο να του γνέφει και φοβάται. Πάει στον βασιλέα και του λέει : ο θάνατος μου έγνεψε, φεύγω όσο γίνεται μακρύτερα, φεύγω προς τη Σαμαρκάνδη. Ο βασιλέας προσκαλεί το θάνατο για να τον ρωτήσει γιατί τρόμαξε τον πολέμαρχό του. Και ο Θάνατος του λέει: Παρεξήγηση. Δε θέλησα να τον τρομάξω. Ήθελα μόνο να του θυμίσω πως έχουμε απόψε ραντεβού στη Σαμαρκάνδη.
Όλα παραμένουν. Στοιβάζονται στον κενό φωτεινό χώρο. Παραμένουν και πληθαίνουν ήσυχα φωτιζόμενα. Κανένα μυστικό, ευτυχώς τίποτα κρυφό. Έλειψε το σκοτάδι. Χάθηκαν μαζί του και τα τέρατα. Τα έβαλαν σε δοχεία φορμόλης για μαθήματα ανατομίας νηπίων. Και το πηχτό έγινε επιτέλους διάφανο. Το τέλειο έγκλημα θα ήταν η εξάλειψη του πραγματικού κόσμου.
Η παράσταση χτίστηκε με αφορμή το φιλμ νουάρ και τη φιλοσοφία του. Αφηγείται μια απλή υπόθεση σε 14 σκηνές. Πρόκειται για την εξιστόρηση των κωμικοτραγικών καταστάσεων που οδήγησαν σε δύο αναπάντεχους θανάτους.