Θεατής: «Το Πανηγύρι» στο Εθνικό Θέατρο
Eντυπώσεις από «Το πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαϊδη που σκηνοθετεί ο Θανάσης Παπαγεωργίου στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου.
Το έργο
Το κείμενο του Κεχαΐδη πραγματεύεται τη ζωή μιας επαρχιακής οικογένειας στα μεταπολεμικά χρόνια. Θα μπορούσε να ενταχθεί σε εκείνο το είδος που προσδιορίζεται ως “νεοηθογραφική” μελέτη καθώς δεν στέκεται απλά στην παρουσίαση της καθημερινότητας ανθρώπων μιας περιοχής, αλλά μέσα από αυτούς διακρίνουμε προβληματισμούς κοινωνικούς και ευρύτερους, έκφραση αντιλήψεων αντίθετων που αναμενόμενα οδηγούν στη σύγκρουση. Οι ήρωες, άνθρωποι απλοί, καθόλου εξιδανικευμένοι, διασπούν, βάζουν σε κίνδυνο τη συνοχή της τυπικής οικογένειας αναζητώντας τη φυγή, με την όποια λυτρωτική μορφή μπορεί να πάρει αυτή.
Σε ένα φτωχόσπιτο γονείς, παιδιά, ετοιμόγεννη σύζυγος, γιαγιά συνθέτουν το παζλ της οικογένειας. Τέσσερις από αυτούς η καθαυτή οικογένεια, όμως διαφορετικοί μεταξύ τους: Ο Στρατηλάτης, ο πατέρας, αρχηγός της φαμίλιας, καθηλωμένος πνευματικά στην εποχή της δικής του νεότητας, στα χρόνια της εκστρατείας της Μικράς Ασίας, γίνεται έρμαιο όχι της ιστορίας αλλά μιας παλαιωμένης ιστορικής συνείδησης, αδυνατεί να παρακολουθήσει την οποιαδήποτε εξέλιξη, μένει αδρανής καταδικάζοντας ταυτόχρονα την οικογένειά του στην ελεεινή μοίρα. Το Χνούδι, η μικρή κόρη, σύμβολο αθωότητας και αφέλειας μαζί σπρώχνεται από τη μητέρα σε έναν γάμο που θα τη βοηθήσει να αλλάξει, μοιάζει όμως με τον πατέρα, αφού και εκείνη είναι ριζωμένη στο άγκιστρο της οικογένειας και δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα έξω από αυτή. Η Δέσποινα, η μάνα, επί της ουσίας και ο πατέρας μαζί, διορατική, με μάτια ανοιχτά, ελπίζει και πασχίζει λιγότερο για τη δική της σωτηρία και περισσότερο για κείνη των παιδιών της, με κινήσεις μερικές φορές βεβιασμένες, με ελάχιστο ζύγιασμα. Στόχος της ένας και μοναδικός, να ξεφύγουν τα παιδιά της από τη στοιχειωμένη μοίρα. Ο Τριαντάφυλλος, ο γιος, ρομαντικός νέος, πιο ελεύθερος στις κατά τα ειωθότα επιλογές, φωτογράφος, θα αναζητήσει αρχικά την τύχη του σε μια κληρονομιά που δεν έρχεται ποτέ και εν τέλει σε ένα καινούργιο μέρος. Μαζί με τη μάνα χαρακτηρίζονται ως ρεαλιστές καθώς έχουν συναίσθηση του παρόντος, αγωνιούν και προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτό.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το κείμενο του Κεχαΐδη ως κράμα ρεαλισμού, νατουραλισμού, ηθογραφίας, σύνθεση που με μια ενδοσκόπηση σκιαγραφεί την έναρξη της αστυφιλίας, ως καλύτερη μέλλουσα ζωή, ακόμα και αν αυτή καταλήγει σε (αυτ)απάτη.
Το έργο συνδυάζει το κωμικό στοιχείο με τη μελαγχολία, τη φθορά με την ελπίδα, τις ελάχιστες νίκες με τις περισσότερες ήττες, τη ζωή με τον θάνατο. Ακόμα και ο τίτλος, σχεδόν ειρωνικός, κρύβει αυτό το συνονθύλευμα: τα κατάλοιπα ενός παλιού κόσμου που εκτίθενται, τη λαίλαπα του νέου -αστικού- τύπου ζωής που αφομοιώνει κάθετι παλιό, το περιτύλιγμα με ό,τι και αν κρύβει μέσα που θα αποδειχτεί προτιμητέα επιλογή από την φτωχολογιά. Η συλλογική ζωή, η κοινή μοίρα, μεταλλάσσονται σταδιακά σε ατομική αναζήτηση, σε προσωπική υπόθεση και επιδίωξη για ένα μέλλον αλλιώτικο, ελπιδοφόρο.
Η Παράσταση
Είναι αναμενόμενο και σχεδόν επιβεβλημένο η Εθνική Σκηνή να εντάσσει στο ρεπερτόριό της και παραστάσεις Ελλήνων συγγραφέων, νεοελληνικά κείμενα που θίγουν το παρόν, την ιστορία, τις κοινωνικές συνθήκες της τωρινής ή μιας αλλοτινής εποχής, τους πρόγονούς μας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το φετινό «Πανηγύρι», ένα ανέβασμα με χροιά κλασική, καθόλου όμως συντηρητικό, ξεκάθαρο, με σεβασμό και εμπιστοσύνη στο κείμενο αλλά και τον δικό του χαρακτήρα. Μέσα σε ένα χαμόσπιτο στημένο από νάιλον (σκηνογραφία που χαρακτηρίζεται ως θαυμαστή) θα στηθεί η ιστορία του τέλους μιας οικογένειας, μια ιστορία που ζωντανεύει με εικόνες αληθοφανείς, στιγμές έντονες, που θυμίζουν προσωπικά βιώματα, συγκινούν, μας κάνουν να χαμογελάμε. Το τέλος μιας εποχής απεικονίζεται με τρόπο αμείωτα ενδιαφέροντα αφήνοντας στο τέλος ως αίσθηση την ανάμνηση του -γλυκού ή μη- χαμένου παρελθόντος. Μέσα από μια επιδέξια, ακόμα και αν φαινομενικά απλή, σκηνοθεσία, που αφήνει το κείμενο και τους ήρωες να αναδειχθούν, χωρίς στοιχεία λανθάνοντος εντυπωσιασμού και λοιπά τερτίπια στήθηκε μια παράσταση που δεν στερείται ποιότητας, καταφέρνει όμως να κερδίσει και ένα ακόμη στοίχημα, το να απευθύνεται και εν τέλει να γίνεται αποδεκτή και αγαπημένη σε ευρύ κοινό.
Οι Ερμηνείες
Από τους δευτερεύοντες ως τους πρώτους ρόλους οι ερμηνείες είναι δουλεμένες ατομικά και συνδυαστικά με αποτέλεσμα το έξοχο σύνολο. Τα τέσσερα βασικά μέλη της μεγάλης οικογένειας, η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, πειστική ως αφελές Χνούδι που ζει στον δικό του κόσμο, αιωρείται μέσα στον χώρο διεκδικώντας τα περιορισμένα της θέλω, συμβολίζοντας ταυτόχρονα το τέλος της αθωότητας, ο Λάμπρος Κτεναβός, ως μεγάλος γιος, με αύρα θετική ο ίδιος, αποδίδει και τον πιο θετικό ήρωα του έργου με ενδιάθετο ρομαντισμό, η Εύα Καμινάρη, βγάζει χωρίς υπερβολές και ανούσιες υστερίες όλη εκείνη την αγωνία της μάνας για το μέλλον των παιδιών της. Δαιμόνια, διορατική για το μέλλον, ελίσσεται ανάμεσα στην οικογενειακή σύμβαση, τον καθωσπρεπισμό, την αυτογνωσία για τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα. Ο φόβος για εκείνα που έρχονται, η φλόγα της παρερμηνευμένης ελπίδας, την οδηγούν σε μια εσωτερικά εκρηκτική αλλά εξωτερικά ήρεμη ένταση -εικόνα τόσο δυνατή- να μεταπείσει το κορίτσι της να φορέσει τα παπούτσια του και να αναχωρήσει για τον «νέο» κόσμο. Για το τέλος αφήσαμε τον Κώστα Βελέντζα, που κέντησε στον ρόλο του Στρατηλάτη, με μια ερμηνευτική ικανότητα μοναδική, μάθημα υποκριτικής. Ένας τύπος γραφικός, επιλέγει ασυνείδητα, καθότι αμόρφωτος, να στήσει ανάχωμα στο μέλλον ακόμα και στο ίδιο το παρόν. Ο χρόνος έχει σταματήσει για κείνον στην εποχή της εκστρατείας της Μικράς Ασίας, το μέτωπο ζαρωμένο από εκείνον τον αγώνα, η αδράνεια, ως στάση ζωής, σε όλο της το μεγαλείο επί σκηνής. Ένας άνθρωπος μονοδιάστατος, υποκείμενο μόνο της παρελθούσας ιστορίας, βρίσκει νόημα και καταφύγιο παρηγοριάς σε αυτή, ακόμα και την ύστατη ώρα της απώλειας της συντρόφου -ίσως η συγκλονιστικότερη στιγμή της παράστασης- με τη βροντερή απαρίθμηση καταλόγου νεκρών από τη Μικρασιατική περιπέτεια.
Το Σύνολο
Αριστοτεχνικά πλασμένη παράσταση, σαφής και ρέουσα, μετρημένη, χωρίς φλυαρίες, “ανοιχτή” στο ευρύ κοινό, που αν και δεν βασίζεται σε αβανταδόρικα ονόματα, αναδεικνύεται σε μια από τις καλύτερες της φετινής σεζόν.