Διονύσης Σαββόπουλος – Ελένη Βιτάλη: Η μουσική, τα σχόλια, η γιορτή
Από τις 8 το βράδυ του περασμένου Σαββάτου υπήρχαν τεράστιες ουρές στην είσοδο του Κήπου του Μεγάρου Μουσικής. Ολοι με περίεργη αμφίεση, έναν συνδυασμό πόλης και παραλίας, αφού οι περισσότεροι κουβαλούσαν πολυθρόνες πλαζ, σκαμπουδάκια του ψαρά ή άλλα σπαστά, ψάθες, πετσέτες…
Υπερτερούσαν οι… ώριμες ηλικίες είναι αλήθεια, αφού στην τεράστια σκηνή που έχει στηθεί προς την οδό Π. Κόκκαλη, θα ανέβαιναν σε λίγο ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Ελένη Βιτάλη. Οι οποίοι γύρω στις 9.10 το βράδυ ήταν μαζί με τους μουσικούς έτοιμοι στη σκηνή.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν μπορούσε να μην σχολιάζει τα δικά του τραγούδια.
Τα τραγούδια γνώριμα, αν και με άλλη ενορχήστρωση και όσοι τα σιγοψιθυρίζαμε νιώθαμε κάπως φάλτσοι στην αρχή, αφού είχαμε όλοι «καταπιεί» τις παλιές ενορχηστρώσεις. Αλλά γρήγορα προσαρμοστήκαμε. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν μπορούσε να μην σχολιάζει τα δικά του τραγούδια. Και αρκετοί, οι πιο ψυλλιασμένοι, περίμεναν ν’ ακούσουν όχι μόνο τα τραγούδια που συνόδευσαν την εφηβεία, τη νιότη και την ενηλικίωσή τους, αλλά και ποιο «πείραγμα» θα έκανε ο ίδιος ο δημιουργός τους σε στίχους που το… σήκωναν.
Η αρχή έγινε από την «Παράγκα» του. «Φυλλάδες με 1,5 δραχμή» έλεγε ο στίχος. Ετσι τον τραγούδησε και το Σάββατο για να σχολιάσει. «Τόσο έκαναν τότε. Σήμερα κάνουν 1,5 ευρώ. Τι άλλαξε; Ιδια είναι τα πράγματα. Ως καλλιτέχνης κολακεύομαι που τα τραγούδια μου έχουν διάρκεια, αλλά ως πολίτης θα ήθελα να προχωράνε τα πράγματα». Στο ίδιο τραγούδι υπάρχει ο στίχος «κι ο χαφιές που μας ακολουθεί», το οποίον τροποποίησε ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Κι ο μπαχαλάκης/ κι ο Χρυσαυγίτης/ που μας ακολουθεί» είπε, για να χειροκροτηθεί θερμότατα.
Δίπλα του, διαρκώς, η Ελένη Βιτάλη, με τη βαθιά φωνή της, με το κέφι της όταν τα τραγούδια το απαιτούσαν, μ’ έναν γήινο σπαραγμό τοσο στις μπαλάντες όσο και στα λαϊκά τραγούδια. Η ώρα προχωρούσε, η συμμετοχή του κόσμου μεγάλωνε, διαρκώς ακουγόταν από όλο εκείνο το τεράστιο πλήθος που είχε καταλάβει κάθε τετραγωνικό του Κήπου (ίσως από τις πολυπληθέστερες συναυλίες) μια χαμηλόφωνη χορωδία να συνοδεύει τους δύο τραγουδιστές στη σκηνή. Χαμηλόφωνη, γιατί πολύ συχνά, οι στίχοι που ακούγονταν μας ταρακουνούσαν, μας προβλημάτιζαν με την αιχμηρή αλήθεια τους, μας παρέπεμπαν στην επικαιρότητα έξω από τα όρια του Κήπου: «Βλέπω φτωχούς ανθρώπους/ με πληγωμένο εγωισμό/ όμως είμαι ο τελευταίος/ γιατί δεν έχω ούτε κι αυτό…» ή «…απ’ το παραλήρημα/ της χώρας σου που αυξάνει»! Και διάλεξε το «Ξενάκι είμαι και θα ’ρθω/ στο στρώμα σου να κοιμηθώ» για να σχολιάσει, χωρίς άλλα λόγια, το προσφυγικό ζήτημα.
Και σε λίγο ήρθε άλλο ένα «πείραγμα» των δικών του στίχων, από τον Διονύση Σαββόπουλο: «Τον χειμώνα ετούτο/ άμα τον περάσουμε/ τον απατεώνα άμα ξεπεράσουμε/ γι’ άλλα δέκα χρόνια/ κάτι θα προφτάσουμε…»!
Ομως η πιο υπαινικτική, πολιτικά, στιγμή της βραδιάς ήρθε λίγο αργότερα, με αφορμή ένα τραγούδι όχι του Διονύση Σαββόπουλου, αλλά του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: «Πεθαίνω για σένα/ κι ας είσαι απάτη/ δε πα να είσαι ψέμα/ εγώ σε λέω αγάπη». Και ο Διονύσης Σαββόπουλος σχολίασε: «Επειδή εκφράζει την αγάπη μας για απατεώνες και για αυτοαπατώμενους».
Οχι, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήθελε να κάνει τόσο πολιτικά σχόλια αυτή τη φορά. Ηθελε, κυρίως, να μοιραστεί τη συγκίνηση της μουσικής, όλης της ελληνικής μουσικής, με όλον αυτόν τον κόσμο.
Με το ίδιο κέφι, με την αειθαλή του κίνηση, με το παναμέζικο ψαθάκι του (το ίδιο φορούσαν όλοι οι μουσικοί), με τα ταξίμια του Γιώργου Κιουρτσόγλου, με μια επιλογή τραγουδιών σαν υπόκλιση σε όλη την πορεία του έντεχνου και του παραδοσιακού ελληνικού τραγουδιού. Και επέμεινε κυρίως στην τρυφερότητα και στη νοσταλγία, όπως τη στιγμή που αφιέρωσε το τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ «Ας ερχόσουν για λίγο…» στη γενιά των γονιών μας, στους ίδιους ή στη μνήμη τους, αφού «εκείνοι άκουγαν αυτά τα τραγούδια». Η Ελένη Βιτάλη ήταν εκεί, δίπλα του, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, και πότε συνομιλούσε με τους βυζαντινούς ήχους, πότε με τον λυγμό του τραγουδιού που έλεγε, πότε με το ρυθμό του καρσιλαμά.
Και οι δυο μαζί μέχρι τις 11 το βράδυ διοργάνωσαν και τραγούδησαν σε μια γιορτή γιατί ο Διονύσης Σαββόπουλος επέμεινε: «Η γιορτή δεν είναι πολυτέλεια. Είναι συνείδηση».