Συν Εθνικό (θέατρο) και χείρα κίνει
Οι συνεργασίες πρωταγωνιστούν στον σχεδιασμό για την νέα χειμερινή σεζόν, οδηγώντας την πρώτη κρατική σκηνή στην επόμενη μέρα.
Στην κεντρική είσοδο του Εθνικού συνωστίζονται τελειόφοιτοι της Δραματικής Σχολής του, την ώρα που στην αυλή, στο πίσω μέρος του κτηρίου Τσίλερ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Στάθης Λιβαθινός θέτει τον υψηλό στόχο για το θέατρο που διοικεί: «Να γίνουμε καλύτεροι πρόγονοι και απόγονοι». Από όποια πόρτα κι αν μπεις εντός του, το Εθνικό μεταβαίνει στο μέλλον του. Και η βραδιά ανακοίνωσης του χειμερινού προγραμματισμού μοιάζει απλώς ν’ ανοίγει τον δρόμο προς τα εκεί.
Από το ερχόμενο φθινόπωρο το Εθνικό μπαίνει στην εποχή του θεάτρου συνόλου, των γενεών που συνυπάρχουν, των κρατικών (και όχι μόνο) οργανισμών που συνυπάρχουν και συν-δημιουργούν, στην εποχή όπου το, εθνικής εμβέλειας, θέατρο συνομιλεί με την τοπική κοινωνία της πόλης.
Για τον Στάθη Λιβαθινό και τον αναπληρωτή καλλιτεχνικό διευθυντή Θοδωρή Αμπαζή που συν-διαμορφώνουν την πολιτική του θεάτρου, από τώρα και για την επόμενη τριετία, «καμία οικονομική δυσπραγία και μιζέρια δεν θα μας στερήσει το όνειρο. Είναι τώρα ανάγκη να φέρουμε στο Εθνικό του 21ου αιώνα ό,τι καλύτερο έχουμε από την Ελλάδα και την Ευρώπη» όπως, χαρακτηριστικά, αναγγέλλουν.
Το ρεπερτόριο της νέας σεζόν, λιτό μα περιεκτικό, παρεμβατικό και καινοτόμο, απαλλαγμένο από την συνθήκη των «πρώτων» ονομάτων, είναι το κουκούτσι μιας συνολικότερης στρατηγικής που αντιμετωπίζει το Εθνικό θέατρο και τα κληροδοτήματα του σε βάθος χρόνου – κι όχι σαν ένα “εργοστάσιο” παραγωγής εφήμερων παραστάσεων.
Είναι χαρακτηριστικό πως καθεμιά από τις σκηνές του θα αποκτήσει συγκεκριμένη ταυτότητα. Η Κεντρική Σκηνή του κτηρίου Τσίλερ γίνεται στέγη για το διεθνές σύγχρονο και κλασικό δραματολόγιο, η Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» φιλοξενεί μόνον έργα ελληνικής εσοδείας, το Ρεξ (Μαρίνα Κοτοπούλη) τροφοδοτεί παραστάσεις-υβρίδια που αντλούν από διαφορετικές τέχνες ενώ η Πειραματική Σκηνή (το πρόγραμμα της οποίας θα ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο) εξακολουθεί να επιβεβαιώνει το όνομα και το παρελθόν της, την ανάγκη για έρευνα. Από το δυναμικό των σκηνών του Εθνικού, ανενεργό μένει το ισόγειο του Ρεξ με σκοπό να ανακατασκευαστεί κατάλληλα ώστε από το φθινόπωρο του 2018 να υποδεχθεί την Παιδική και Εφηβική Σκηνή του Εθνικού.
Σε αυτούς τους χώρους και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, στο Εθνικό συγκατοικούν, μεταξύ άλλων, από τον Δημήτρη Καραντζά και την πρώτη του σκηνοθεσία στον Σαίξπηρ, τον Αντώνη Αντύπα που επανακάμπτει και μάλιστα στην παρθενική του εμφάνιση στο Εθνικό μέχρι τον αθυρόστομο κινηματογραφιστή Γιάννη Οικονομίδη που ανεβάζει Ξενόπουλο, τον Δημήτρη Τάρλοου που σκηνοθετεί κωμικό Δημήτρη Δημητριάδη και το Νίκο Καραθάνο που δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε οπερέτα του Γκομπρόβιτς! Από τον κόσμο του Χορού με την πρώτη κρατική σκηνή θα συνεργαστούν ο Κωνσταντίνος Ρήγος καθώς και ο Αντώνης Φωνιαδάκης, άρτι αφιχθείς διευθυντής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η ΕΛΣ είναι ένας μόνο από τους οκτώ φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, πολιτιστικούς και μη, που θα συνυπογράψουν παραστάσεις και δράσεις στην διάρκεια της επόμενης περιόδου. Μουσείο Μπενάκη, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Γαλλικό Ινστιτούτο, Δήμος Αθηναίων, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, ΜΚΟ Praksis με κορυφαία την συνέργεια του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης στο ανέβασμα της επικής τριλογίας του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες»: Τρεις παραστάσεις μέσα σε δύο θεατρικές σεζόν, σκηνοθετημένες από ισάριθμους δημιουργούς (με πρώτη η Έφη Θεοδώρου στην οποία ανήκει και η ιδέα) αλλά με κοινή πρωταγωνιστική ομάδα, αφού όπως υπερθεματίζει η καλλιτεχνική διευθύντρια του Τέχνης, Μαριάννα Κάλμπαρη «η σύμπραξη είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει κάπου. Γι’ αυτό κι έχει πολιτική σημασία».
Κι αν το πολιτικό και δη η σύνδεση του με τη νωπή πληγή της «17ης Νοέμβρη» έγινε τον περασμένο χειμώνα η θρυαλλίδα για μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στα χρονικά του Εθνικού θεάτρου, ο στόχος του να καταπιαστεί με ζητήματα μνήμης και Ιστορίας δεν αναχαιτίζεται. Απεναντίας, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Χατζόπουλος παίρνει το ρίσκο και σε συνεργασία με ιστορικούς επιμελείται μια σειρά δραματοποιημένων προσεγγίσεων του ελληνικού παρελθόντος στο project «Συνέβη στην Ελλάδα».
Πιο κοντά στην υλοποίηση του φαίνεται πως βρίσκεται και το έτερο φλέγον ζήτημα στο εσωτερικό του Εθνικού που αφορά στην ίδρυση τμημάτων Σκηνοθεσίας και Σκηνογραφίας εντός της Δραματικής Σχολής. Η πρωτοβουλία Λιβαθινού είχε πυροδοτήσει από το περασμένο καλοκαίρι την αντίδραση του προέδρου του ΔΣ του οργανισμού Θανάση Παπαγεωργίου που έσπευσε να διαχώρισε την θέση του από τους σχεδιασμούς της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες, η στιγμή που θα συστηθεί Σχολή Σκηνοθεσίας όχι μόνο πλησιάζει αλλά αναμένεται να φέρει και την σφραγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, ενταγμένη στο πλαίσιο αναβάθμισης των κρατικών δραματικών σχολών στην σφαίρα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Για την ώρα, το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως προανήγγειλε ο Αριστείδης Μπαλτάς, κατά τη σύντομη παρουσία του στην χθεσινοβραδινή εκδήλωση, θα επιχειρήσει να «ξεμπλοκάρει το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το θέατρο». Σε συνάντηση που οργανώνεται σήμερα μεταξύ των κ.κ. Μπαλτά, Λιβαθινού και Αμπαζή με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη αναμένεται να τεθεί το ζήτημα του ελλείμματος όπως προέκυψε από τους προϋπολογισμούς των ετών 2013-2015 (σ.σ., υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Σωτήρη Χατζάκη) και την ανάγκη έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης για την κάλυψη του. Επιπλέον, ο υπουργός Πολιτισμού καθησύχασε πως η σοβαρή εκκρεμότητα των, εκτός έδρας, αμοιβών των εργαζόμενων θα τακτοποιηθεί με σχετική τροπολογία (η οποία θα ορίζει ως «εκτός» τις αποστάσεις των 50 χιλιομέτρων και άνω από την θεατρική έδρα), κίνηση που, όπως όλα δείχνουν, θα διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των περιοδειών τόσο για το Εθνικό όσο και για το ΚΘΒΕ.
Η επιχορήγηση του υπουργείου Πολιτισμού που μπαίνει και φέτος στα ταμεία του Εθνικού υπολογίζεται, μετά τις περικοπές, στα 5.8 εκατομμύρια ευρώ – αν και ο προϋπολογισμός του χειμερινού προγραμματισμού αγγίζει τα 9.8 εκατομμύρια ευρώ. Η κρίσιμη διαφορά θα καλυφθεί, όπως εξηγεί η διοίκηση του Εθνικού αφενός από τα έσοδα των εισιτηρίων και αφετέρου χάρη σε ιδιωτικές χορηγίες.