Tι φεστιβάλ θέλουμε;
Κάθε φορά που αναρωτιόμαστε «τι Φεστιβάλ θέλουμε;» – όπως και το πλήθος συγκεντρωμένων χθες το απόγευμα στον κήπο της Πειραιώς 260 – είναι σαν να στεκόμαστε μπροστά σε μια βεβαιότητα: Το έλλειμμα στοιχειώδους σχεδιασμού για το Φεστιβάλ όπως και για κάθε θεσμικό εκφραστή πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Η κρατική πρωτοβουλία γύρω από τον πολιτισμό εξαντλείται, χρόνια τώρα, σε απευθείας αναθέσεις διοικήσεων και καλλιτεχνικών διευθυντών, στην όποια επιχορήγηση (εξευτελιστικά περικομμένη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης για όλους τους εποπτευόμενους φορείς και στην παντελή κατάργηση της αναφορικά με τους δημιουργούς της ελεύθερης σκηνής) και στους κατ’ επίφαση χαριεντισμούς με μια προβεβλημένη μερίδα του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Μοιραία, ο πολιτισμός που θέλουμε απομακρύνεται από τον πολιτισμό που μπορούμε αφού οι κυβερνητικές πολιτικές βρίσκονταν και παραδοσιακά βρίσκονται σε μια μόνιμη συγκρουσιακή σχέση με την παραγωγή του. Και δεν μιλάμε για δημιουργική σύγκρουση – ούτε κατά διάνοια. Αλλά για την σύγκρουση που προκύπτει από την άγνοια, την αδιαφορία, την τακτική του πασαλείμματος και της χρήσης του πολιτισμού ως βιτρίνα• κι όχι ως περιεχόμενο και δημόσιο αγαθό.
Κατά συνέπεια, οι απόψεις καταρτισμένων, δραστήριων, συμμέτοχων στον πολιτισμό που θέλουμε, όπως όλοι εκείνοι που μίλησαν χθες από μικροφώνου στην ανοιχτή συζήτηση με κωδικό τίτλο «Τι Φεστιβάλ θέλουμε;» όσο κι αν ήταν καίριες, διατυπωμένες κι εφαρμοσμένες μέσα από την (διεθνή και μη) εμπειρία, έπαιρναν τελικά μια χροιά Δον-Κιχωτισμού.
Κι όμως, οι περισσότερες από αυτές κατέθεταν απλώς τα αυτονόητα για το Ελληνικό Φεστιβάλ. Την αδιαπραγμάτευτα πειραματική κι απρόβλεπτη φύση του σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ Σάββα Πατσαλίδη, την σύνδεση και αλληλεπίδραση του με τους πολιτιστικούς οργανισμούς της πόλης όπως πρότεινε η αναπληρώτρια διευθύντρια της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου, την λειτουργία του ως εναλλακτικού δημόσιου χώρου κατά τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Βερολίνου Ματίας Φον Χαρτζ, την εμπλοκή του φεστιβάλ σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης καθώς εισηγήθηκε η καθηγήτρια Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Ολγα Ταξίδου, την αυτοτελή λειτουργία του φορέα σύμφωνα με την πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, Κατερίνα Μαραγκοπούλου, την ανάγκη εξαγωγής της ελληνικής δημιουργίας στο εξωτερικό κατά τον αναπληρωτή καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού θεάτρου, Θοδωρή Αμπαζή.
Στο παράλληλο σύμπαν του ελληνικού παραλογισμού όπου η ενασχόληση με την Τέχνη ταυτίζεται σχεδόν με την ονειροπόληση, οι εισηγητές αντίστοιχων προτάσεων φτάνουν να ακούγονται σαν επαγγελματίες ονειροπόλοι.
Καταπιάνονται με μια άπιαστη θεώρηση που υπονομεύεται από το να γίνει πράξη. Βεβαίως οι ερωτήσεις και οι αναρωτήσεις – όπως αυτή του «τι Φεστιβάλ θέλουμε» – είναι το πρώτο βήμα για το όνειρο, με την έννοια της ιδανικής συνθήκης δημιουργίας. Ωστόσο η πρακτική υποστήριξη του πολιτισμού από το Κράτος – και του Ελληνικού Φεστιβάλ συμπεριλαμβανομένου – είναι ένα αίτημα γήινο, πραγματικό, επιτακτικό και θεμελιώδες.
Οι στοχεύσεις για ένα καλό και καλύτερο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι τόσο αναγκαίες και θεμιτές όσο και οι στοχεύσεις για ένα καλό και καλύτερο Εθνικό θέατρο, για μια καλύτερη Εθνική Λυρική Σκηνή, για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ.ο.κ. Η εθνική πολιτιστική πολιτική δεν νοείται να θέλει ερώτημα γιατί χρειάζεται απάντηση. Η ανοιχτή συζήτηση για το Φεστιβάλ μπορεί να είναι μια πρώτη χειρονομία για το τι πολιτισμό θέλουμε (να μπορούμε).