Αμλετ & Αβαρία: Το κλασικό και το σύγχρονο στο Φεστιβάλ Αθηνών
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για τις παραστάσεις του Σαββατοκύριακου που φιλοξενήθηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών: Τον «Αμλετ» σε σκηνοθεσία του Οσκάρας Κορσουνόβας και την «Αβαρία-Πράγματα που άφησα πίσω» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου.
Αμλετ
Η δεύτερη περισσότερο αναμενόμενη ξένη παραγωγή που φιλοξενεί φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών, βασίστηκε στο σαιξπηρικό κείμενο που γράφτηκε το 1602, έχει τα ίδια πρόσωπα -τον Αμλετ, τον Κλαύδιο, την Οφηλία, τον Λαέρτη, τη Γερτρούδη, τον Πολώνιο, τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντενστερν…- και την ίδια στιγμή ήταν πολύ διαφορετικό. Γιατί ο Λιθουανός σκηνοθέτης πάντα εντάσσει και άμεσες νύξεις για το σήμερα, όπως έκανε και τον χειμώνα στην παράσταση «Μιράντα», στο θέατρο «Πορεία». Η αρχή της παράστασης, που διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες με το διάλειμμα, ήταν γοητευτική αισθητικά σε αρκετές στιγμές της. Μια σειρά από καθρέφτες καμαρινιών, με τους ηθοποιούς να έχουν γυρισμένη την πλάτη στο κοινό και να βλέπουμε το είδωλό τους καθρέφτη. Η πρώτη σκηνή δημιούργησε προσδοκίες στους θεατές, που όμως δεν διήρκεσαν πολύ…
Αυτοί οι καθρέφτες δεν έπαψαν να στροβιλίζονται σε διάφορα σχήματα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, τονίζοντας τη θεατρικότητα της στιγμής και της διαδικασίας. Η έντονη ηλεκτρονική μουσική, η εναλλαγή του άσπρου και του μαύρου μέσω των φωτισμών (ιδίως στο πρώτο μέρος), η έντονη βιαιότητα των κινήσεων των ηρώων και η διαρκής κίνηση των ηθοποιών, οι ανατροπές του κειμένου, η επανάληψη του μοτίβου, κούρασαν αρκετά γρήγορα τους θεατές, κάποιοι από τους οποίους αποχώρησαν στο διάλειμμα. Το δεύτερο μέρος είχε πιο γρήγορους ρυθμούς, πιο εικαστικές εικόνες, περισσότερο χρώμα (η σκηνή με τις άσπρες και τις κόκκινες χαρτοπετσέτες από τις καλύτερες, όπως και η σκηνή του θανάτου της Οφηλίας που είχε προηγηθεί).
Ολα αυτά τα χρόνια προσθέτει, αφαιρεί, εμπλουτίζει. Και ασφαλώς ό,τι είδαμε έκρυβε πίσω του πολλή δουλειά, πολλή σκέψη, πολύ σχεδιασμό. Που δεν αναίρεσαν όμως τις επαναλήψεις, τις κοιλιές, τον κουραστικά πυκνό ρυθμό ανάμεσα στις εναλλαγές από το σαιξπηρικό κείμενο, στις παρεμβάσεις του Κορσουνόβας, τις αισθητικές και ερμηνευτικές εμμονές. Μια παράσταση που άφησε πολλούς απογοητευμένους…
Avaria/ Πράγματα που άφησα πίσω
Τέσσερις άνθρωποι (Κατερίνα Μαυρογεώργη, Γιάννης Νταλιάνης, Αργύρης Ξάφης, Σοφία Πάσχου) πάνω σε ξύλινες εξέδρες να θυμούνται κάποιες στιγμές από τότε που ο καθένας τους ήταν μικρός. Ο Σεραφείμ Ράδης, με φουστανέλα και samsonite, εμφανίστηκε αργότερα, και παρότι για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης ήταν ανάσκελα μέσα στο νερό, έδωσε το δικό του στίγμα και κέρδισε τη δική μας έγνοια. Και σιγά σιγά, με χιούμορ, με τρυφερότητα, με διαρκείς αναδρομές σε συμπεριφορές της δεκαετίας του ’70 και του ’80 -και πιο πριν και πιο μετά… Οι παιδικές μνήμες, οι παιδικοί μύθοι, οι παιδικές αταξίες με την επωδό «όταν ήμουν παιδί…» επαναλαμβάνονται. Οχι μονότονα. Ολα τους ακουμπούσαν σε προσωπικές εμπειρίες, που -κι αυτό αυτό ήταν το γοητευτικό- δεν ήταν μόνο προσωπικές. Αφορούσαν πολλούς. Πολλές γενιές, πολλές ηλικίες, πολλούς τόπους. Και η πολιτική παρούσα. Και το παιδικό παιχνίδι. Και οι σχέσεις της οικογένειας. Και οι ποιητές. Και η Μελίνα Μερκούρη, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και ο Ανδρέας Παπανδρέου, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος… Με μια ευφρόσυνη παιδικότητα όλα. Τέσσερις άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, που έχουν ξεμείνει σε μιαν αποθήκη με χαρτόκουτα που έχει πλημμυρίσει. Οπως πλημμυρίζουν οι μνήμες κατά καιρούς.
Δεν ήταν μικρά τα μέσα της παράστασης -ήταν τεράστια. Δεν ήταν μικρή η προσπάθεια των ηθοποιών -ήταν συναρπαστική. Και όλο αυτό που είδαμε στον Χώρο Ε, που είχε χιούμορ, είχε συγκίνηση, είχε έμπνευση, είχε συνέργεια, είχε προσωπικές καταθέσεις και ψυχή μου θύμισε, εν πολλοίς, τον σημερινό «Νέο Ελληνισμό», την κληρονομιά δηλαδή, τις μνήμες, αυτό που παραχώνουμε σε χαρτόκουτα, αλλά είναι πάντα εκεί. Στο πατάρι…