Η πιο δημοφιλής όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου, σύμβολο του έρωτα και της ελευθερίας, θα παρουσιαστεί σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του διακεκριμένου Βρετανού σκηνοθέτη και Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Όπερας του Γκαίτεμποργκ, Στήβεν Λάνγκριτζ.
Μία από τις πλέον εμβληματικές όπερες, η Κάρμεν εξακολουθεί να προκαλεί σήμερα όπως κι όταν πρωτοείδε το φως πριν 141 χρόνια. Μία αντισυμβατική υπόθεση, την οποία εξέφρασε μέσα από την τότε εξίσου αντισυμβατική, σήμερα δημοφιλέστατη μουσική του ο Ζωρζ Μπιζέ. Η φερώνυμη ηρωίδα υπερασπίζεται την ελευθερία της και το δικαίωμα να επιλέγει η ίδια ερωτικούς συντρόφους, όχι να την επιλέγουν αυτοί. Αποτελεί απειλή για κοινωνίες ανδροκρατούμενες και πατριαρχικές. Οι επιλογές της απειλούν τα θεμέλιά τους. Μόνη λύση η εξόντωσή της. Την αναλαμβάνει ο ερωτευμένος και «προδομένος» Δον Χοσέ.
Μοιάζει δύσκολο στην εποχή μας, όπου η Κάρμεν θεωρείται μια εξαιρετικά δημοφιλής όπερα, να αντιληφθούμε πόσο προκλητικό υπήρξε το θέμα της όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1875, αλλά κυρίως πόσο ενόχλησε η μουσική του Ζωρζ Μπιζέ. Σύσσωμος ο τύπος της εποχής έκρινε την υπόθεση του έργου ανήθικη, ενώ για την μουσική υποστηρίχτηκε πως παραήταν εγκεφαλική! Ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι περιθωριακές γυναίκες εμφανίζονταν στη σκηνή, όχι μόνο τραγουδώντας και χορεύοντας προκλητικά, αλλά και καπνίζοντας- η δε κεντρική ηρωίδα παράσερνε στον όλεθρο ένα «καλό παιδί», τον λογοδοσμένο δεκανέα Δον Χοσέ. Αιτία για την θυελλώδη αντίδραση κοινού και τύπου δεν ήταν μονάχα το θέμα και η μουσική της όπερας, αλλά κυρίως ο συνδυασμός ετερόκλητων μουσικών ειδών. Ακριβώς σε αυτόν βρίσκεται η μεγάλη ιστορική σημασία της συγκεκριμένης όπερας.
Η Κάρμεν γεφυρώνει δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο ένας αποδίδεται μέσα από συμβατικές συναισθηματικές και κωμικές σκηνές με ενάρετους ήρωες όπως η «αγνή χωριατοπούλα» Μικαέλα και ο Δον Χοσέ. Ο άλλος συμπυκνώνει την κυρίως πλοκή της όπερας και διακρίνεται από ωμό ρεαλισμό, αμοραλισμό που προκαλούσε τα ήθη της εποχής και επίσης χαρακτήρες του περιθωρίου, όπως η πρωταγωνίστρια του έργου και η παρέα της. Ήταν η μουσική αυτού του δεύτερου κόσμου, με έντονα στοιχεία ρεαλισμού αλλά και με άμεσες αναφορές στην παραδοσιακή ισπανική μουσική, που σκανδάλισε το κοινό.
Η επιτυχία της Κάρμεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και για έναν πρόσθετο λόγο: Ήρθε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σε μία εποχή όπου ήταν έντονη η συζήτηση περί υψηλής και λαϊκής τέχνης. Το ερώτημα που έμπαινε, ήταν αν στην Κάρμεν τα δύο είδη συνδυάζονταν με επιτυχία ή αν ήταν ασύμβατα. Εξαρχής, αρκετοί έκριναν εξαιρετικά προχωρημένο το ρεαλισμό του θέματος και προκλητική πράξη την εισαγωγή λαϊκότροπων σκοπών σε ένα «σοβαρό» μουσικό είδος, όπως η όπερα. Δεν ενοχλούσε το εξωτικό χρώμα που συνεισέφεραν οι «λαϊκές» ισπανότροπες μελωδίες, καθώς το στοιχείο αυτό εντασσόταν ομαλά τόσο στην αισθητική του οριενταλισμού, όσο και στην περιρρέουσα «ισπανική» ατμόσφαιρα του Παρισιού της εποχής.
Εκείνο που προκαλούσε αντίδραση ήταν ότι στην Κάρμεν το εξωτικό στοιχείο δεν αποτελεί κομψό διακοσμητικό πλαίσιο, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης. Παίρνει κυρίως τη μορφή χορών και τραγουδιών και αποκαλύπτει το άγχος της εποχής για τη σχέση σώματος και πνεύματος. Σήμερα, η Κάρμεν μπορεί να τοποθετηθεί άφοβα στο ιστορικό της πλαίσιο και να εκτιμηθεί για την καινοτομία της μουσικοδραματικής της σύλληψης.
Σύνοψη
Πράξη Α΄ / Σεβίλλη, περ. 1830. Στρατιώτες που φρουρούν ένα καπνεργοστάσιο πληροφορούν μία νεαρή χωρική, τη Μικαέλα, ότι ο αγαπημένος της δεκανέας Δον Χοσέ θα καταφτάσει με τη νέα φρουρά. Ακούγεται το καμπανάκι του εργοστασίου• οι καπνεργάτριες πρέπει να επιστρέψουν στη δουλειά. Ανάμεσά τους η Κάρμεν, μία Τσιγγάνα, τραγουδά στους θαυμαστές της για την ελεύθερη φύση του έρωτα. Προκλητικά, ρίχνει ένα λουλούδι στον Δον Χοσέ, ο οποίος το μαζεύει. Εμφανίζεται πάλι η Μικαέλα, που μεταφέρει στον Δον Χοσέ ένα φιλί και ένα γράμμα της μητέρας του, όπου του υποδεικνύει τη Μικαέλα ως σύζυγο. Ακούγονται oι καπνεργάτριες να καβγαδίζουν: Η Κάρμεν σημάδεψε με μαχαίρι μία εργάτρια, αλλά αρνείται πεισματικά να δώσει εξηγήσεις. Ο Θουνίγα, υπολοχαγός της φρουράς, διατάζει τον Δον Χοσέ να την οδηγήσει στη φυλακή. Μόλις μένουν μόνοι, η Κάρμεν ασκεί όλη της τη γοητεία στο δεκανέα: Ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή της του υπόσχεται τον έρωτά της. Ο Δον Χοσέ τη βοηθά να δραπετεύσει.
Πράξη Β΄ / Στο πανδοχείο του Λίγιας Πάστια νεαρές Τσιγγάνες ψυχαγωγούν αξιωματικούς. Η Κάρμεν πληροφορείται ότι ο Δον Χοσέ βγήκε από τη φυλακή, αφού εξέτισε ποινή ενός μήνα και υποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη επειδή την ελευθέρωσε. Περνά η πομπή που συνοδεύει το διάσημο ταυρομάχο Εσκαμίγιο. Αυτός γοητεύεται από την Κάρμεν, η οποία τον αφήνει να ελπίζει. Λαθρέμποροι φίλοι της έχουν καταστρώσει σχέδιο δράσης, στο οποίο η Κάρμεν αρνείται να συμμετάσχει γιατί, όπως εξηγεί, είναι ερωτευμένη με το στρατιώτη. Υπόσχεται όμως να τους βρει αργότερα στο βουνό. Φτάνει ο Δον Χοσέ, και η Κάρμεν χορεύει γι’ αυτόν. Μόλις της λέει πως θα φύγει σε υπηρεσία, η Κάρμεν μένει ασυγκίνητη ακόμα και στη θέα του λουλουδιού της πρώτης τους γνωριμίας, που ο Δον Χοσέ έχει φυλάξει. Αν την αγαπά, του τονίζει, θα πρέπει να την ακολουθήσει στο βουνό. Επιστρέφει ο υπολοχαγός, ελπίζοντας να βρει την Κάρμεν μόνη. Γεμάτος ζήλια, ο Δον Χοσέ του επιτίθεται. Έτσι, δεν έχει πια άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει την Κάρμεν.
Πράξη Γ΄, Εικόνα 1η / Στο βουνό η Κάρμεν και ο Δον Χοσέ φιλονικούν πάλι. Οι Τσιγγάνες ρίχνουν τα χαρτιά• στην Κάρμεν βγαίνει μονάχα θάνατος. Οι λαθρέμποροι ξεκινούν, και οι γυναίκες αναλαμβάνουν να κρατήσουν τους τελωνειακούς απασχολημένους. Ο Δον Χοσέ παραφυλά. Ένας οδηγός φέρνει στο βουνό τη Μικαέλα, που κρύβεται όταν ακούει τον αγαπημένο της να πυροβολεί. Ο Εσκαμίγιο διαμαρτύρεται ότι η αδέσποτη σφαίρα κόντεψε να τον σκοτώσει• έφτασε ως εκεί καθώς άκουσε ότι η Κάρμεν βαρέθηκε τον εραστή της. Ο Δον Χοσέ τον προκαλεί σε μονομαχία. Την κρίσιμη στιγμή τούς διακόπτει η Κάρμεν. Ο Εσκαμίγιο προσκαλεί τη συντροφιά στην επόμενη ταυρομαχία. Εμφανίζεται η Μικαέλα, που πληροφορεί τον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του πεθαίνει. Εκείνος, αφού προειδοποιεί την Κάρμεν ότι θα ξαναβρεθούν, φεύγει με την κοπέλα.
Εικόνα 2η / Έξω από την αρένα της Σεβίλλης έμποροι πωλούν την πραμάτεια τους ενώ ο κόσμος προσέρχεται για την ταυρομαχία. Καταφτάνουν ο Εσκαμίγιο και η Κάρμεν. Την προειδοποιούν ότι ο Δον Χοσέ κρύβεται ανάμεσα στο πλήθος, όμως η Κάρμεν παραμένει στις πύλες, έτοιμη να τον αντιμετωπίσει. Ο Δον Χοσέ την ικετεύει πιεστικά να τον ακολουθήσει. Εκείνη του λέει ξεκάθαρα ότι δεν τον αγαπά και πως προτιμά να πεθάνει παρά να χάσει την ελευθερία της. ακούγοντας τις ζητωκραυγές, σπεύδει να μοιραστεί το θρίαμβο του Εσκαμίγιο, όμως ο Δον Χοσέ την εμποδίζει. Όταν του επιστρέφει και το δαχτυλίδι που της έχει δώσει, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει, την ίδια στιγμή που ο ταύρος λαβώνεται από τον Εσκαμίγιο. Μετά την ταυρομαχία ο κόσμος αντικρίζει τον Δον Χοσέ, με τη νεκρή Κάρμεν στην αγκαλιά του, να ομολογεί το έγκλημά του.