MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
24
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Λεξικό#9: Δημήτρης (Μίμης) Μαρωνίτης

Η στήλη στη μνήμη του Δημήτρη N. Μαρωνίτη που έφυγε σήμερα σε ηλικία 87 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.

author-image Στέλλα Χαραμή

Η ραγισμένη φωνή – «σπασμένη αλλά κι έτσι έχει την αξία της» μονολογούσε –  που αντηχούσε από τα μικρόφωνα τον περασμένο Απρίλιο στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού θεάτρου» πρόδιδε την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Πρόδιδε όμως και την επιμονή του να διαχειρίζεται τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, μέχρις εσχάτων. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο ακαδημαϊκός, ο φιλόλογος, ο ερευνητής, ο μεταφραστής, ο διανοούμενος ήταν, κατά βάση, ένας παθιασμένος εργάτης και εραστής του λόγου, μια εξέχουσα προσωπικότητα για τα Ελληνικά Γράμματα. Εκείνο το πρωί στο Εθνικό, έκανε την απόπειρα μιας τελευταίας δημόσιας εμφάνισης, μολονότι ο Μαρωνίτης υπήρξε δημόσιος όσο και ιδιωτικός, αρχαιοελληνιστής και νεολληνιστής, απολαμβάνοντας να παίζει σε πολλά και αντιφατικά γήπεδα –  αν και «το γήπεδο είναι ενιαίο» έλεγε.

Λάτρης της Τέχνης από τα παιδικάτα του, υπάκουσε τελικά στην παρότρυνση του πατέρα του, ενός δραστήριου καπνεργάτη, να σπουδάσει πρώτα. Τελειώνοντας το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, μπαίνει στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας για να την εγκαταλείψει στα γρήγορα – άντεξε μόλις τέσσερις μήνες φοίτησης – και να συνεχίσει στην Φιλοσοφική σχολή της γενέτειρας του και σε μεταπτυχιακές σπουδές στο πλευρό το ελληνιστή Βάλτερ Μαργκ, του ανθρώπου που του έδωσε την μεγαλύτερη προίκα ως δάσκαλος μαζί με τον Μπότσογλου.

Στην δεκαετία του ΄60 είναι πια, ο ίδιος δάσκαλος και διδάσκει αρχαία ελληνικά στο Αριστοτέλειο. Εκεί θα απευθύνει από έδρας θαρραλέα μηνύματα ελευθεροφροσύνης που, όπως ήταν φυσικό, ενοχλούν το καθεστώς της Χούντας. «Μη φοβάστε τους ανθρώπους που έχουν ρωμαλέα πάθη: Όσους οργίζονται, πίνουν και αγαπούν. Πολεμάτε μόνον τους κάπηλους της ελληνοχριστιανικής ηθικολογίας. Απομονώστε όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια, κι όταν τους δίνετε το χέρι, δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να το σφίξουν. Ανάμεσά τους θα βρείτε τους χαφιέδες» έλεγε, μεταξύ άλλων, στο τελευταίο μάθημα του πριν τον παύσουν οι Δικτάτορες και τον φυλακίσουν.

Στα κελιά του ΕΑΤ – ΕΣΑ, συλλέγει οδυνηρές μα χρήσιμες εμπειρίες, βρίσκει τρόπο επικοινωνίας ακόμα και με τους δεσμοφύλακες του, παρ’ ολίγον δέσμιος να πεθάνει από γαστρορραγία μα τελικά όλα τούτα τα κάνει βιβλίο, την περίφημη «Μαύρη γαλήνη» που γράφει πάνω σε χαρτοπετσέτες, αφού προηγουμένως καταφέρνει να εξασφαλίσει ένα μολύβι.

Τακτικός καθηγητής της Φιλοσοφικής τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και του κόσμου, φέρνει τομή στα ακαδημαϊκά πράγματα. Στο μεταξύ, έχει αρχίσει να εργάζεται πάνω σε μεταφράσεις με πρώτα δείγματα δουλειάς στον Ηρόδοτο, στον Ησίοδο, την Σαπφώ, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη∙ για να ταυτιστεί αμετάκλητα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80,  με τα ομηρικά έπη της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας» στα οποία κυριολεκτικά τάχθηκε αφιερώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του. «Με τη μετάφραση τα πράγματα διευρύνονται και γίνονται και πιο ειλικρινή για τη λειτουργία του λόγου μας: Μιλάμε μεταφράζοντας αλλά και ακούμε μεταφράζοντας τον λόγο του άλλου. Οπότε πλέον σεμνύνομαι να λέω ότι είμαι κατά βάση μεταφραστής. Θα έλεγα ότι ίσως αυτό με εκφράζει καλύτερα από τα άλλα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου» εξηγούσε.  

Μεγαλώνοντας ωστόσο, δεν δίστασε να παρεκκλίνει από αυτή την αίσθηση, δηλώνοντας περισσότερο θεατρικός – ως προς την στάση ζωής του. Φιγούρα σταθερή τα πρωινά στις κινηματογραφικές αίθουσες, τα βράδια στις θεατρικές αφού το θέατρο ήταν πάντα «ο μεγάλος μου καημός και η μεγάλη μου αγάπη». Ήταν η παιδική λαχτάρα στην οποία απίστησε ή κράτησε περισσότερο κοιμισμένη αν και στα νιάτα του δοκίμασε έως και Επίδαυρο, όταν το χέρι του Λίνου Πολίτη τον έσπρωξε να παίξει τον αγγελιαφόρο στην «Ερωφίλη». Σε τρεις μέρες, πάλι εκεί, στην ορχήστρα της Επιδαύρου, η «Αντιγόνη» του Εθνικού Θεάτρου σε δική του μετάφραση, θα είναι ένα νεύμα λόγου και μνήμης του Δημήτρη Μαρωνίτη.

Η κηδεία του θα γίνει την Πέμπτη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

dimitris maronitis
  • Αριστερά. Χάθηκαν τα πάντα. Αλλά έμεινε το όνομά της. Κι εγώ θέλω να μην το χάσω το όνομα αυτό. Να το σεβαστώ. Αν θες, στο κάτω-κάτω της γραφής, τώρα πια ξέρουμε ότι η Ιστορία –ή αυτό που λέμε Ιστορία– δεν δέχεται τυμπανοκρουσίες αυτού του είδους σε ό,τι αφορά την Αριστερά ως Αριστερά. Ωστόσο, δεν μπορώ να αρνηθώ καταγωγικού τύπου αισθήσεις, όπως είναι, λόγου χάρη, η αίσθηση όταν με πήρε για πρώτη φορά ο πατέρας μου, αυτός ο περίεργος άνθρωπος, σ’ ένα συλλαλητήριο καπνεργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και μ’ άφησε ν’ ακούσω και να δω όλο αυτό τον κόσμο τον καπνεργατικό. Αυτό με σφράγισε γενικότερα. Επομένως, δεν έχω πρόβλημα ότι έχασα την πολύτιμη Αριστερά. Η Αριστερά ήτανε κι αυτή ένα κομμάτι της Ιστορίας που φαίνεται ότι άρχισε όπως άρχισε, στράβωσε όπως στράβωσε και τινάχτηκε στον αέρα, όπως την έχουνε τινάξει αυτοί που τους χρειάζεται να στιγματιστούν ως εγκληματίες. 
  • Βασανιστήριο.  Δεν με ενδιέφερε τόσο ο βασανισμός και το ξύλο που έτρωγα. Αυτό το οποίο με συντάρασσε σε αυτήν την ιστορία ήταν όταν βασάνιζαν και έδερναν ανθρώπους στο διάδρομο των κελιών και άκουγες τις φωνές και τις αντιδράσεις και, κυρίως, ίσως αυτό που σου έκανε εντύπωση ήταν όταν διαπίστωνες πώς μπορεί να λυγίσει κανείς και να αρχίσει τα παρακαλέσματα και να χάνει την αξιοπρέπεια του. Ήταν μια ευκαιρία να καταλάβω ότι αυτό που λέμε γενναιότητα ή δειλία σε μια τέτοια ώρα είναι μπούρδα. Το κέρδος από όλη αυτή την ιστορία είναι να αισθάνεται καθένας ότι οι άνθρωποι δεν μοιράζονται ανάμεσα στους θαρραλέους και τους φοβισμένους, ειδικά όταν βρίσκονται κάτω από ένα καθεστώς βίας, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή. Ως σκέψη δεν μου περνά ούτε ακόμα τώρα από το μυαλό ότι συμπεριφέρθηκα γενναιότερα από άλλους. Είναι περίεργο το τι αρπάζουν φύλακες και βασανιστές από τη διάθεση αυτού του είδους. Είναι λίγο σαν τα ζώα, αν σε αισθανθούν φοβισμένο, αν όχι, είναι πιο ήρεμοι. Πιθανώς να τους γεννάς και την περιέργεια περί τίνος πρόκειται και ίσως να σπάζει και κάτι άλλο μέσα τους. Ξέρεις, όλα βουλιάζουν σε ένα τέτοιο επίπεδο, όπου θύματα και θύτες δεν διαφέρουν πολύ. Ανήκουν στον ίδιο μηχανισμό, στη συγκυρία γεγονότων, και στην περίπτωση αυτή τα γεγονότα είναι που μπερδεύουν και όχι ο ένας και ο άλλος μέσα στα γεγονότα.
  • Δάσκαλος. Πιστεύω ότι έχω προσφέρει κάτι και ότι συνεχίζω να το κάνω. Αυτό πάντα σε συνδυασμό με κάτι που μου προσφέρθηκε. Ως δάσκαλος έχω προσφέρει πιστεύω τα περισσότερα, αλλά παράλληλα υπάρχει και μια πολύτιμη αντιπροσφορά από τους νέους ανθρώπους σε μένα. Τα πιο πολλά βιβλία μου είναι αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου. Προέκυπταν από τις συζητήσεις μου με τους φοιτητές. Εντάξει, δέχομαι ότι έχω κάνει κάποια πράγματα, αλλά τις περισσότερες φορές νιώθω μια συγκίνηση από αυτά που παίρνω από τους νέους ανθρώπους.
  • Εξουσία. Όχι, ποτέ δεν ένιωσα ότι ασκώ εξουσία γιατί ακριβώς δεν νομίζω ότι θέλησα να εξουσιάσω. Αφού δεν μπορώ και δεν θέλω να εξουσιάσω τον εαυτό μου ή αυτό που έχει μείνει από τον εαυτό μου, γιατί θα έπρεπε σώνει και καλά να το περάσω στη σχέση με αυτό που λέμε εξουσία;  

  • Επος. Η «Οδύσσεια» είναι ένα έπος γενικότερα αγαπησιάρικο. Αν του αφοσιωθείς, σου ανταποδίδει την αγάπη έτσι σχεδόν σε επίπεδο ερωτικό. Η «Ιλιάδα», σας το ορκίζομαι, είναι το πιο ακατάδεχτο έπος που μπορεί κανείς να φανταστεί. Το πιο ακατάδεχτο! Ήταν σα να μου μιλούσε από απόσταση, και μάλιστα από απόσταση υπεροχής, και μου έλεγε «δεν σε θέλω, φύγε από πάνω μου, Μαρωνίτη». Άρχισε ένας περίεργος διάλογος. Αλλά εγώ ήμουν υπομονετικός ώστε να περάσω από αυτό που λέω «Ιλιάδα» εξ ακοής σε αυτό που λέω «Ιλιάδα» εξ επαφής. Το κέντρο βάρους είναι η ακρόαση, όχι η ανάγνωση. Μόνο όταν ακούει κανείς τα κείμενα καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Η «Ιλιάδα» είναι βαθύτατα ακροαματική. Εξ ου αυτός ο αυτόματος διάλογος που προκύπτει κάθε φορά.
Maronitis3
  • Ζωή. Έζησα μια ζωή δύσκολη και σε μια εποχή δύσκολη. Θέλω, σ’ αυτά τα ώριμα και τα όψιμα χρόνια μου, να μην αναγκαστώ ή να επιλέξω να συμπεριφέρομαι ως μονήρης στριμμένος. Θέλω, αν είναι δυνατόν, να ανακτήσω ή να συγκρατήσω κάτι από τη νεανική μας αθωότητα, που μας έκανε να πιστεύουμε – όπως έλεγε κι ο Στάινερ – ότι μπορεί να μη διορθώνονται τα πράγματα, αλλά εμείς να συμπεριφερόμαστε ωσάν να μπορούν να διορθωθούν. 
  • Δεν είχα αισθανθεί ποτέ και δεν είχα σκεφτεί με τρόπο που να με ταρακουνήσει αυτό που θα ονομάσουμε «ασάφεια του πότε αρχίζει η ζωή μας». Είναι το ασαφέστερο στοιχείο, το οποίο ουσιαστικά δεν μπορούμε και να το χωνέψουμε, δεν μπορούμε να το κάνουμε δικό μας, σε αντίθεση ή σε συμπληρωματικότητα, που θα ‘λεγες εσύ, ή σε συνέχεια, που θα ‘λεγα εγώ, με το τέλος και ως επερχόμενο και ως συντελεσμένο, το οποίο, όπως καταλαβαίνεις, στα 87 γίνεται ένα ισχυρό βίωμα. Που δεν το σπρώχνω, δεν το κουκουλώνω.
  • Θέατρο. Δεν ήταν να γίνω λογοτέχνης, ήθελα να κάνω θέατρο και αυτή την απόσταση που πήρα από αυτό ίσως τώρα που το ξανασκέφτομαι μετανιώνω.
  •  Δεν είμαι θεατρόφιλος, αισθάνομαι ότι είμαι θεατρικός, ούτε θεατρίνος. Να σκέφτεσαι λίγο και τη λέξη, από το «θεώμαι».

  • Καλό και ΚακόΑν μου έλεγαν τι έχω να πω στον εαυτό μου και σε κάποιους φίλους, θα τους έλεγα να μοιράσουν σωστά τα πράγματα ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Άλλο πράγμα το Καλό και το Κακό, καθαρά μεγέθη, υπαρκτά, μες στον κόσμο γύρω μας, μες στο κορμί μας επίσης, κι άλλο πράγμα ο καλός και ο κακός. Σε καθαρά μεγέθη δεν υπάρχουν πουθενά. Το Καλό και το Κακό υπάρχουν. Ο καλός και ο κακός είναι φαντασίωση, όχι ανύπαρκτοι, αλλά είναι φαντασίωση. Πότε βγαίνουν το Καλό και το Κακό και πώς μοιράζονται δεν ξέρω. Ξέρω πώς μοιράζονται σιγά-σιγά σ’ εμένα, αλλά δεν ξέρω αν θα το μάθω έως την τελευταία μου πνοή.  
Maronitis4
  • Λογοτεχνία. Νομίζω πως όσο περνάει ο καιρός το έχω κατορθώσει, γι’ αυτό και δεν έχω κανέναν καημό γιατί δεν έκανα λογοτεχνία. Πιστεύω ότι έκανα. Πιστεύω ότι δεν έκανα. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου σε σχέση μ’ αυτό που λέγεται συμπαντικά «λογοτεχνία». Όλο μου έκλεινε το μάτι η λογοτεχνία, λίγο με κορόιδεψε, λίγο την κορόιδεψα και σε κάποια δόση τα βρήκαμε. Και τα βρήκαμε χωρίς φιοριτούρες και χωρίς θριαμβολογία καμιά.  
  • Μετάφραση. Πιστεύω στη μετάφραση, αφού δεν είναι παρά ένα καθημερινό μέσο συνεννόησης και επικοινωνίας, στον βαθμό που πάντα μεταφράζουμε ο ένας τα λόγια του άλλου. Το μυαλό δεν είναι μηχανή αντιγραφής αυτού που ακούμε και λέμε. Επομένως, με την ευρεία έννοια της λέξης η μετάφραση είναι μια διαρκής λειτουργία βίωσης και συμβίωσης.  
  • Μυαλό. Κρατείστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’ αυτό κυρίως θα πολεμήσετε.
  • Σώμα. Σέβομαι το σώμα μου γιατί αισθάνομαι πως με σεβάστηκε κι αυτό. Δεν υπήρξανε μπαγαποντιές ανάμεσα σ’ εμένα και το σώμα μου, κι αν με ρωτούσες ποιο ήταν το ειλικρινέστερο στοιχείο, θα έλεγα το σώμα. Ίσως μ’ αυτό γράφω. Πάντως, ποτέ δεν είναι απόν το σώμα μου όταν γράφω. Ποτέ. Το σώμα μου ολόκληρο, σε βεβαιώνω. Γι’ αυτό γράφω και ενύπνιος εγώ, στον ύπνο μου, όπου ξεσηκώνεται το σώμα μου στα όνειρά μου. Και μιλάει. Γράφει. Κι άλλες φορές περνάνε πράγματα στα γραπτά μου κι άλλες φορές διαλύονται.
  • Τέλος. Το θέμα είναι, όταν φτάνει κανείς στα 80 του χρόνια, αντί να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, να κατορθώνει να εντάσσει το άρωμα του τέλους –που ενίοτε είναι και πολύ οδυνηρό– στο παροντικό του έργο και στον παροντικό του βίο. Πολλοί φίλοι και συνάδελφοι ακολουθούν μια τακτική απώθησης. Εγώ βρίσκομαι στους αντίποδες. Η πρόθεσή μου είναι, κυρίως στο έργο μου, να υπάρχουν ίχνη αυτού του «αρώματος».  

Περισσότερα από Πρόσωπα