Στην Πρόβα#2: “Αντιγόνη” του Ανούιγ – η επανάσταση αρχίζει από το Δημόσιο
Τρεις μέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης στο Φεστιβάλ Αθηνών και την μεγάλη περιοδεία ανά την Ελλάδα η σκηνοθέτις Ελένη Ευθυμίου και οι πρωταγωνιστές Στέλιος Μάινας και Βασιλική Τρουφάκου άνοιξαν την πρόβα τους και μας εξήγησαν γιατί η «Αντιγόνη» τους διαφέρει από τις άλλες.Φωτογραφίες: Αθηνά Λιάσκου
Έχει ρυτίδες η Αντιγόνη; Έχει χαλαρώσει το σώμα της; Έχει γίνει το μυαλό της νωθρό; Μήπως έχει συμβιβαστεί η ψυχή της; Η Αντιγόνη, όπως την φαντάστηκε ο Ζαν Ανούιγ στα 1942, όπως την σκηνοθετεί η Ελένη Ευθυμίου στα 2016, κατοικεί σ’ ένα ίδρυμα. Θα μπορούσε να είναι μια εγκαταλελειμμένη δημόσια υπηρεσία που έζησε στα χρόνια ενός πρώην κομμουνιστικού καθεστώτος. Ένας οίκος ευγηρίας των 70’s, με τους λευκούς του τοίχους και τα σπασμένα, στις άκρες, πλακάκια. Πάνω στην Κεντρική σκηνή του Rex, στη Σκηνή του Κοτοπούλη, η Αντιγόνη αλώνει με όση ορμή της έχει απομείνει την παρηκμασμένη φυλακή της, το λευκό κελί της, που την εξαναγκάζει στην έσχατη απόδραση του θανάτου.
Νίκος Ντάλλας, Ερρίκος Λίτσης, Βασιλική Τρουφάκου
«Δεν υπάρχει πια ελπίδα, η αισχρή ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει στο τέλος κι όλα θα πάνε καλά∙ δεν υπάρχει» εκφωνεί ο Χορός του Φαίδωνα Καστρή αντανακλώντας την κραυγή του Ανούιγ όταν η πατρίδα του, η Γαλλία, τελούσε υπό την κατοχή των Ναζί. Η Ελένη Ευθυμίου, μια δημιουργός της νέας γενιάς, μια εν δυνάμει Αντιγόνη κι αυτή, βρίσκει σε τούτο το έργο θραύσματα της δικής μας εποχής. «Οι πολιτικοί ελιγμοί του Κρέοντα, το παιχνίδι του Ναι και του Όχι, το υπαρξιακό κενό της Αντιγόνης, ο ευνουχισμός του Αίμονα από τον πατέρα του, ο συντηρητικός τρόπος που η κοινωνία της Ισμήνης, της Τροφού και των Φρουρών αντιμετωπίζει την καθημερινότητα, η υποκειμενική οπτική του παρατηρητή-Χορού, μία κοινωνία σαθρή και εκφυλισμένη που παλεύει να σταθεί όρθια, με έναν τρόπο μοιάζουν όλα τόσο σημερινά, δυστυχώς» εξηγεί καθώς τοποθετεί τους αγκώνες της πάνω στην σκηνή του Rex, τις παλάμες στο πρόσωπο της, το βλέμμα της στους ηθοποιούς της.
Ερρίκος Μηλιάρης, Ανέζα Παπαδοπούλου, Φαίδων Καστρής
Έχοντας πια, παραδώσει την λιτή παρτιτούρα της σκηνοθεσίας της κι έχοντας μπει στην τελική ευθεία των γενικών δοκιμών, η «Αντιγόνη» της ζωντανεύει – για να πεθάνει – σε έναν τωρινό αλλά και όχι τόπο, όπου οι άνθρωποι μόνο γερνούν, κοιτάζοντας το νέο, το επόμενο με τα θολά τους μάτια. «Αναδεικνύουμε το χάσμα των ηλικιών προσπαθώντας αλληγορικά να εκφράσουμε έναν κόσμο που έχει χάσει την αθωότητά του. Ο κόσμος αυτός, κυνικός, ψυχρός και αρρωστημένος, έχοντας συμπιέσει κάθε τι ανθρώπινο φανερώνει την αδυναμία του να σταθεί όρθιος μέσα από τις διαρροές και τις ρωγμές του. Ρωγμές που μπορεί να του δημιουργήσει μια Αντιγόνη, ένας άνθρωπος που λόγω του νέου της ηλικίας δεν έχει προλάβει να αλλοτριωθεί ολοκληρωτικά από το σύστημα και αντιστέκεται στο όνομα μιας προσωπικής ανάγκης να διαφοροποιηθεί» συμπληρώνει η σκηνοθέτις.
Αποψη του σκηνικού
Η «Αντιγόνη» της λοιπόν, δεν είναι παρά μια αλληγορία, ο σκηνικός χώρος που θα ζήσουν οι ήρωες της δεν είναι ρεαλιστικός. Ο προθάλαμος του παλατιού του Κρέοντα μοιάζει, θαρρείς, με εγκαταλελειμμένη Εφορία ή με παλιό νοσοκομείο, χώροι ωστόσο που τα πρόσωπα της παράστασης αντιμετωπίζουν σαν να πρόκειται για το σπίτι τους. Με αυτήν την υπόμνηση η Ευθυμίου επιχειρεί να σχολιάσει τις εγκατεστημένες εξουσίες της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και όλες οι σκηνικές παρεμβάσεις (σε επιμέλεια της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη) εντείνουν την αίσθηση ότι «το σύστημα έχει φτάσει στα όριά του και μένει μία κλωστή για να ολοκληρωθεί η τραγωδία κι όλα να πάρουν ένα τέλος».
Στέλιος Μάινας
«Για να το βάλουν καλά στο μυαλό τους αυτά τα κτήνη που κυβερνώ, πρέπει το πτώμα του Πολεινίκη να βρωμοκοπάει σ’ όλη τη πόλη για άλλον ένα μήνα!» ακούγεται η φωνή του Στέλιου Μάϊνα να απειλεί έχοντας τα λόγια του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, στο στόμα του∙ ενός ηγεμόνα που έχει κιόλας παραδώσει τον εαυτό του στην αλαζονεία, που έχει μετατραπεί σε στυγνό δικτάτορα. «Πόσο επικίνδυνη είναι η μέθη της εξουσίας;» αναρωτιέται ρητορικά, ο πρωταγωνιστής ανακαλώντας τους όρκους του Πεταίν, όταν στο κατεχόμενο Παρίσι αναλάμβανε επικεφαλής της κυβέρνησης Βισσύ που ανερυθρίαστα συνεργαζόταν με τους κατακτητές Γερμανούς. «Ο Ανούιγ ξέρει πως η κοινωνία είναι πάντα έτοιμη να παράξει Κρέοντες κι όχι Αντιγόνες, πως η διατήρηση των κεκτημένων μας – ακόμα κι αν αυτά είναι ψευδή – αποτελούν τις προτεραιότητες της μέσης τάξης, που με μεγάλη ευκολία θυσιάζει κάθε προσπάθεια ανανέωσης, κάθε υπόνοια αλλαγής. Γιατί βέβαια, οι Κρέοντες, βρίσκονται ανάμεσα και στους μικροαστούς που τις Κυριακές ψάχνουν για παλιά βινύλια στα παλαιοπωλεία της Μονμάρτης και ωραίες βιβλιοδεσίες στην αριστερή όχθη. Κρέοντες είναι αυτοί που στο όνομα της κανονικότητας θυσιάζουν κάθε φρέσκια ιδέα, που δεν ταιριάζει, σε ό,τι δεν έχει συνηθίσει ο μέσος αστός» σχολιάζει, με υψηλό τόνο στην φωνή του, προφανώς για τους σύγχρονους λειτουργούς της κληρονομιάς του Κρέοντα.
Βασιλική Τρουφάκου
Ο ήρωας του αμετανόητος , συνεπής στο πεπρωμένο του και στην «εθνική γραμμή», όπως λέει, θα αφήσει το πτώμα του Πολυνείκη, γιου του Οιδίποδα άταφο, ωθώντας την αδελφή του Αντιγόνη στην ακραία εξέγερση και τελικά στην αυτοχειρία. «Πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί, επειδή αυτό που μπορεί πρέπει να το κάνει» υποστηρίζει η Αντιγόνη του Ανούιγ – στην μετάφραση του Στρατή Πασχάλη – «μακριά από την αδελφή ηρωίδα του Σοφοκλή που ισχυρίζεται πως γεννήθηκε για την αγάπη» όπως παρατηρεί η Βασιλική Τρουφάκου. «Η δική μου Αντιγόνη είναι σχεδόν γυμνή από επιχειρήματα. Μοιάζει απρόθυμη να καταλάβει. Δεν θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει τη δομή του κόσμου που την περιβάλλει, ίσως και τα δύο» διαπιστώνει η ηθοποιός. «Μένει παράφορη από την αρχή μέχρι το τέλος και απαρηγόρητη για όλη την ιστορία που κουβαλάει μαζί της. Αταίριαστη από γεννησιμιού της στον κόσμο αλλά περήφανη για την κληρονομιά της: Την κουβαλάει ως ένα πένθος χωρίς διέξοδο. Την ύστατη στιγμή, πριν πεθάνει, αναβλύζει από αγάπη για τον πατέρα της και οτιδήποτε δικό της και σχεδόν επιζητά το θάνατό της. Χωρίς Θεό και περιφρονώντας την Ελπίδα βλέπουμε μια Αντιγόνη να διοχετεύει μια τεράστια ορμή ζωής ίσια προς τον θάνατο».
Το βάπτισμα στο θάνατο, η Αντιγόνη θα το πάρει στη σκηνή του Εθνικού, την προσεχή Πέμπτη και Παρασκευή 21 και 22 Ιουλίου, πάντα ενταγμένη στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών. Η παράσταση όμως, θα συνεχίσει την διαδρομή της και στην περιφέρεια στο πλαίσιο περιοδείας.