Οι πρώτες εντυπωσιακές φωτογραφίες από τις πρόβες της Κάρμεν στο Ηρώδειο
Η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είναι η εκρηκτική Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, η οποία θα παρουσιαστεί στις 24, 26, 27, 29 Ιουλίου 2016 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η πιο δημοφιλής όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου, σύμβολο του έρωτα και της ελευθερίας, θα παρουσιαστεί σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του διακεκριμένου Βρετανού σκηνοθέτη και Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Όπερας του Γκαίτεμποργκ, Στήβεν Λάνγκριτζ.
H Κάρμεν εξακολουθεί να προκαλεί σήμερα όπως κι όταν πρωτοείδε το φως πριν 141 χρόνια. Μία αντισυμβατική υπόθεση, την οποία εξέφρασε μέσα από την τότε εξίσου αντισυμβατική, σήμερα δημοφιλέστατη μουσική του ο Ζωρζ Μπιζέ. Η φερώνυμη ηρωίδα υπερασπίζεται την ελευθερία της και το δικαίωμα να επιλέγει η ίδια ερωτικούς συντρόφους, όχι να την επιλέγουν αυτοί. Αποτελεί απειλή για κοινωνίες ανδροκρατούμενες και πατριαρχικές. Οι επιλογές της απειλούν τα θεμέλιά τους. Μόνη λύση η εξόντωσή της. Την αναλαμβάνει ο ερωτευμένος και «προδομένος» Δον Χοσέ.
Μοιάζει δύσκολο στην εποχή μας, όπου η Κάρμεν θεωρείται μια εξαιρετικά δημοφιλής όπερα, να αντιληφθούμε πόσο προκλητικό υπήρξε το θέμα της όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1875, αλλά κυρίως πόσο ενόχλησε η μουσική του Ζωρζ Μπιζέ. Σύσσωμος ο τύπος της εποχής έκρινε την υπόθεση του έργου ανήθικη, ενώ για την μουσική υποστηρίχτηκε πως παραήταν εγκεφαλική! Ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι περιθωριακές γυναίκες εμφανίζονταν στη σκηνή, όχι μόνο τραγουδώντας και χορεύοντας προκλητικά, αλλά και καπνίζοντας• η δε κεντρική ηρωίδα παράσερνε στον όλεθρο ένα «καλό παιδί», τον λογοδοσμένο δεκανέα Δον Χοσέ. Αιτία για την θυελλώδη αντίδραση κοινού και τύπου δεν ήταν μονάχα το θέμα και η μουσική της όπερας, αλλά κυρίως ο συνδυασμός ετερόκλητων μουσικών ειδών. Ακριβώς σε αυτόν βρίσκεται η μεγάλη ιστορική σημασία της συγκεκριμένης όπερας. Η Κάρμεν γεφυρώνει δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο ένας αποδίδεται μέσα από συμβατικές συναισθηματικές και κωμικές σκηνές με ενάρετους ήρωες όπως η «αγνή χωριατοπούλα» Μικαέλα και ο Δον Χοσέ. Ο άλλος συμπυκνώνει την κυρίως πλοκή της όπερας και διακρίνεται από ωμό ρεαλισμό, αμοραλισμό που προκαλούσε τα ήθη της εποχής και επίσης χαρακτήρες του περιθωρίου, όπως η πρωταγωνίστρια του έργου και η παρέα της. Ήταν η μουσική αυτού του δεύτερου κόσμου, με έντονα στοιχεία ρεαλισμού αλλά και με άμεσες αναφορές στην παραδοσιακή ισπανική μουσική, που σκανδάλισε το κοινό.
Η επιτυχία της Κάρμεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και για έναν πρόσθετο λόγο: Ήρθε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σε μία εποχή όπου ήταν έντονη η συζήτηση περί υψηλής και λαϊκής τέχνης. Το ερώτημα που έμπαινε, ήταν αν στην Κάρμεν τα δύο είδη συνδυάζονταν με επιτυχία ή αν ήταν ασύμβατα. Εξαρχής, αρκετοί έκριναν εξαιρετικά προχωρημένο το ρεαλισμό του θέματος και προκλητική πράξη την εισαγωγή λαϊκότροπων σκοπών σε ένα «σοβαρό» μουσικό είδος, όπως η όπερα. Δεν ενοχλούσε το εξωτικό χρώμα που συνεισέφεραν οι «λαϊκές» ισπανότροπες μελωδίες, καθώς το στοιχείο αυτό εντασσόταν ομαλά τόσο στην αισθητική του οριενταλισμού, όσο και στην περιρρέουσα «ισπανική» ατμόσφαιρα του Παρισιού της εποχής. Εκείνο που προκαλούσε αντίδραση ήταν ότι στην Κάρμεν το εξωτικό στοιχείο δεν αποτελεί κομψό διακοσμητικό πλαίσιο, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης. Παίρνει κυρίως τη μορφή χορών και τραγουδιών και αποκαλύπτει το άγχος της εποχής για τη σχέση σώματος και πνεύματος. Σήμερα, η Κάρμεν μπορεί να τοποθετηθεί άφοβα στο ιστορικό της πλαίσιο και να εκτιμηθεί για την καινοτομία της μουσικοδραματικής της σύλληψης.
Στην νέα συναρπαστική παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο διακεκριμένος βρετανός σκηνοθέτης Στήβεν Λάνγκριτζ, παραμένει συνεπής στην ιδεολογία και τα υψηλά ιδανικά της Κάρμεν και τοποθετεί την ιστορία της στην σημερινή Ευρώπη. Ο Λάνγκριτζ, γνωστός μεταξύ άλλων για τις αντισυμβατικές του παραστάσεις στις Βρετανικές φυλακές υψίστης ασφαλείας, εκμεταλλεύεται τον ρεαλισμό της θρυλικής όπερας του Ζωρζ Μπιζέ για να μιλήσει για τα όρια που σήμερα περισσότερο από ποτέ, μας επιβάλλονται από παντού. Τα όρια της ελευθερίας, της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης, της επιβίωσης, της διαφυγής. “Όρια και φτώχεια, ελευθερία και σκλαβιά. Δύσκολο να βρεθούν πιο επίκαιρα θέματα. Η Κάρμεν είναι μία ιστορία για το σήμερα”, σημειώνει ο διάσημος σκηνοθέτης, παραγωγές του οποίου έχουν παρουσιαστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου στο Λονδίνο, τη Λισαβόνα, το Σάλτσμπουργκ, το Τόκιο, το Παρίσι, τη Στοκχόλμη, τη Βιέννη, το Σικάγο, το Όσλο και βεβαίως το Γκέτεμποργκ στην όπερα του οποίου είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής.
Το έργο
Η Κάρμεν, μια Τσιγγάνα, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο στη Σεβίλλη, φρουρούμενο από στρατιώτες. Βρίσκεται κατηγορούμενη όταν αρνείται ν’ απολογηθεί για έναν καβγά στον υπολοχαγό της φρουράς. Αποπλανεί το δεκανέα που θα την οδηγούσε στη φυλακή: τον Δον Χοσέ, λογοδοσμένο με τη χωρική Μικαέλα. Αφήνει την Κάρμεν να δραπετεύσει και καταλήγει ο ίδιος στη φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται, η Κάρμεν τον πείθει να λιποτακτήσει, καθώς μόλις συγκρούστηκε με τον υπολοχαγό του. Μπορεί να φανεί χρήσιμος στους λαθρεμπόρους συνεργούς της. Γρήγορα όμως τον βαριέται και ερωτεύεται έναν ταυρομάχο, τον Εσκαμίγιο. Στο βουνό, κρησφύγετο των λαθρεμπόρων, εμφανίζονται την ίδια νύχτα ο Εσκαμίγιο, αναζητώντας την Κάρμεν, και η Μικαέλα, που λέει στον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Ο Δον Χοσέ προειδοποιεί την Κάρμεν πως θα συναντηθούν πάλι. Αργότερα την εντοπίζει στις πύλες της αρένας. Την παρακαλεί να φύγουν μαζί. Όταν εκείνη τον απορρίπτει ευθέως, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει και παραδίδεται στις αρχές.