Συν + Πλην: Περιμένοντας τον Godot στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση «Περιμένοντας τον Godot», του Σάμουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη, όπως παρουσιάζεται στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς.
Το έργο
Δύο περίεργοι άνδρες, συναντιούνται κάτω από ένα δέντρο. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν συνειδητοποιούν, θυμούνται, μέσα από τους αδιέξοδους διαλόγους, ότι βρίσκονται εκεί γιατί περιμένουν τον Γκοντό, έναν άνδρα αγνώστων λοιπών στοιχείων. Περιμένουν, συζητούν, αναρωτιούνται, έχουν ήδη δημιουργήσει μια σχέση τρυφερότητας, συμβίωσης μ’ έναν τρόπο. Καθώς περιμένουν φτάνει από μακριά, ένα άλλο ζευγάρι ανδρών, ο Πότζο και ο δούλος του, ο Λάκυ, στον οποίο ο Πότζο φέρεται με υποτίμηση, με αναλγησία, με βιαιότητα και η κατεύθυνσή του είναι προς την αγορά για να τον πουλήσει. Ο Λάκυ δέχεται εντολές από το αφεντικό του να κάνει τα πάντα, να χορέψει, να σερβίρει, να σκεφτεί! Ο Πότζο και ο Λάκυ φεύγουν, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν μένουν εκεί, περιμένοντας την άφιξη του Γκοντό την επόμενη μέρα πια. Ενα αγόρι, που φέρνει μήνυμα από τον Γκοντό, δεν εμφανίζεται, αλλά ακούγεται. Και εξηγεί ότι ο Γκοντό θα έρθει την επόμενη μέρα… Κάθε μέρα, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, δεν θυμούνται ακριβώς τι έκαναν την προηγούμενη. Όπως δεν θυμούνται ότι έχουν ξαναδεί τον Πότζο και τον Λάκυ, που ξανάρχονται. Και αυτή τη φορά ο Πότζο είναι τυφλός και ο Λάκυ μουγγός.
Η παράσταση
Σ’ έναν χώρο που δεν είναι φτιαγμένος για να φιλοξενεί παραστάσεις, αλλά να υποδέχεται διαφορετικές πτυχές του πολιτισμού, η Νατάσα Τριανταφύλλη έστησε τον κόσμο του Μπέκετ, τον κόσμο της απελπισίας, της προσμονής, της ελπίδας. Έχοντας στη διάθεσή της συνεργάτες με τους οποίους έχει κάνει κι άλλες διαδρομές, έστησε μια παράσταση που μας ξαναθύμισε τη διαρκή δύναμη του μπεκετικού κειμένου, που γράφτηκε το 1948, χάρη στη μετάφραση της Ερις Κύργια, που μας κάλεσε να σκεφτούμε τα αδιέξοδά μας μέσα από αδυσώπητες φράσεις (π.χ. «Η συνήθειά μας είναι μέγα αναισθητικό» ή «Όλοι μας γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν» ή «Ο άνθρωπος αναλώνει και ξεψυχάει»), που έδωσε την μπεκετική ατμόσφαιρα εντάσσοντας τις δικές της πινελιές (χάρη στη μουσική, το σκηνικό, τους φωτισμούς και τις ερμηνείες), που μας έκανε να χαμογελάσουμε πικρά, να σκεφτούμε, να συγκινηθούμε. Με ελάχιστα μέσα. Με ένα δέντρο ή μάλλον τις ξερές ρίζες ενός δέντρου να ίπταται πάνω από τα κεφάλια του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν, με έναν σωρό από πέτρες – τα ερείπια του μεταπολεμικού κόσμου της Ευρώπης ή μήπως τα ερείπια των αξιών του σημερινού κόσμου;
Τα Συν (+)
- Η μουσική. Μόνιμη συνεργάτιδα της Νατάσας Τριανταφύλλη, η Μόνικα, που μας εκπλήσσει συχνά. Κι αυτή τη φορά περισσότερο. Αφού, υπακούοντας στις σκηνοθετικές οδηγίες του Σάμουελ Μπέκετ, που δεν ήθελε μουσική γι’ αυτό το έργο, μελοποίησε και ερμήνευσε μόνο με τη φωνή της, σε ρυθμό γκόσπελ, τον τίτλο του έργου, το όνομα του συγγραφέα, τις σκηνοθετικές οδηγίες. Συνδιαμορφώνοντας ουσιαστικά το περιβάλλον της παράστασης και εκπλήσσοντας ευχάριστα το κοινό.
- Ο χώρος. Είναι η δεύτερη φορά που η Νατάσα Τριανταφύλλη σκηνοθετεί στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Και αυτή τη φορά τον αξιοποίησε θαυμαστά. Εντάσσοντας και την είσοδο του Μουσείου στη δράση, και το πεζοδρόμιο ακόμα. Δημιουργώντας, σ’ αυτό το προφυλαγμένο αίθριο, το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση μιας ιστορίας που ακροβατεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ ελπίδας και απελπισίας.
- Τα σκηνικά και τα κοστούμια. Και η Εύα Μανιδάκη (σκηνικά) κινήθηκε μέσα στις αυστηρές οδηγίες του Μπέκετ, παρ’ όλα αυτά δημιούργησε ένα εύγλωττο πλαίσιο γι’ αυτό το έργο που έρχεται από το παρελθόν και ερμηνεύει το μέλλον. Ισως το μόνο αδύνατο κοστούμι (Ιωάννα Τσάμη) να ήταν αυτό του δούλου (Αινεία Τσαμάτη), παρότι ήταν σαφές ότι ενίσχυε την ισοπεδωμένη του προσωπικότητα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να με ενόχλησε, ακριβώς επειδή μας έδειχνε κατάμουτρα την απόλυτη ταπείνωση του ανθρώπου.
- Οι φωτισμοί. Μόνιμος, στις τελευταίες παραστάσεις της Νατάσας Τριανταφύλλη, και ο Σκοτ Μπόλμαν, σταθερός βοηθός του Μπομπ Ουίλσον. Και η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της συμβολής του ήταν εκείνο το φως που ερχόταν από το δρόμο, το φως που περιμένουμε, το φως που ίσως υπάρχει κάπου εκεί έξω…
- Οι ερμηνείες. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ίσως περνάει την πιο ώριμη ερμηνευτική του περίοδο. Τον απολαύσαμε τον χειμώνα στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», πάλι της Νατάσας Τριανταφύλλη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, ως Στρίνμπεργκ στη Στέγη, στο «Προς Δαμασκόν» που σκηνοθέτησε η Ρούλα Πατεράκη και τώρα δημιουργεί έναν υπέροχο Βλαντιμίρ, που έχει συχνουρία, που θυμάται περισσότερο (ή νομίζει ότι θυμάται), που είναι ασφαλώς το δυνατό μέρος αυτής της αλλόκοτης και τόσο ζεστής σχέσης του με τον Εστραγκόν, τον οποίο υποδύεται, επίσης θαυμαστά, ο Δημήτρης Μπίτος. Οι δύο τους έφτιαξαν ένα υπέροχο ζευγάρι, σουρεαλιστικό, αγαπητό, απελπισμένα τρυφερό, που όλο νομίζεις ότι θα χωρίσουν και όλο βρίσκουν τρόπο να είναι μαζί. Γιατί αυτό το «μαζί» είναι το κυρίαρχο σ’ αυτό (και σ’ αυτό) το έργο του Μπέκετ. Στιγμές- στιγμές νόμιζα ότι έβλεπα τη Γουίνι και τον Γουίλι, στις «Ευτυχισμένες μέρες» μ’ αυτό το κλίμα καθήλωσης και αναμονής και προσμονής και απέλπιδας ελπίδας. Ο Αινείας Τσαμάτης είναι πειστικός στο ρόλο του δούλου Λάκυ, συγκλονιστικός στον -αβανταδόρικο- μονόλογό του, όταν ο Πότζο τον διατάζει να… σκεφτεί. Λιγότερο πειστικός, στο ρόλο του κακού, σ’ εκείνον που παρέπεμπε στο απόλυτο κακό του 20ού αιώνα και του πολέμου που είχε προηγηθεί, ο Αντώνης Αντωνόπουλος. Η Λένα Παπαληγούρα δάνεισε έμπειρα τη φωνή της στο αγόρι, που ενημερώνει, με ηρεμία, τρυφερότητα και στωικότητα, για το επόμενο ραντεβού αυτού που περιμένουμε: του Γκοντό.
Τα Πλην (-)
- Η διάρκεια. Δύο ώρες χωρίς διάλειμμα. Είδα την πρεμιέρα και όπως συνήθως συμβαίνει, τα πράγματα δουλεύονται στην πορεία. Ασφαλώς η παράσταση ήθελε λίγο περισσότερο «σφίξιμο», είχε ένα μικρό πρόβλημα ρυθμού, αλλά αυτό δεν ανέτρεπε τη θερμοκρασία και τη συγκίνηση που εξέπεμπε.
Το άθροισμα (=)
Μία από τις ωραίες θεατρικές βραδιές του καλοκαιριού, γιατί ξαναθύμισε ένα σπουδαίο και διαρκές κείμενο, γιατί μας χάρισε ερμηνείες, ατμόσφαιρα, συγκίνηση.