Που πάω Θεέ μου;
Ούνα ράτσα ούνα φάτσα λέει ο θυμόσοφος λαός για τη σχέση ελλήνων και ιταλών. Ιδού η απόδειξη της τραγικής αλήθειας…
Μέχρι που θα έφτανε ένας δημόσιος υπάλληλος για να μην χάσει την θέση του; Ως την άκρη του κόσμου! Ο Κέκο από μικρό παιδί ονειρευόταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος και το κατάφερε. Τώρα ζει μία άνετη ζωή απολαμβάνοντας τα προνόμια του ως τη στιγμή που η κυβέρνηση θα αποφασίσει να καταργήσει την υπηρεσία του. Ο Κέκο θα δεχθεί κάθε είδους μετάθεση προκειμένου να μη χάσει τη θέση του. Ακόμη και στον παγωμένο Βορρά θα φτάσει αλλά εκεί, ως εκ θαύματος, βρίσκει τον αληθινό έρωτα.
Κακόγουστη, απλοϊκή και ανεκδιήγητη ιταλική κωμωδία που χρησιμοποιεί διάφορα κλισέ γύρω από τον ιταλό «μαμάκια» που ζει μόνιμα στην καλοπέραση και τον αφρό της ύπαρξης του. Όταν όμως ο κόσμος του γκρεμοτσακίζεται βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του. Ποιος είναι αυτός θα αναρωτηθείτε δικαίως αλλά άβυσσος η ψυχή του ιταλού Checco Zalone (ο πρωταγωνιστής του φιλμ έχει συνυπογράψει και το σενάριο) που βρίσκει ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας στον μονολιθικό και αντιπαθέστατο ήρωα του, ο οποίος κάνει στροφή 180 μοιρών και αλλάζει πλήρως τη στάση ζωής του.
Γίνεται χίπστερ, στοργικός πατέρας των τριών παιδιών που έχει η αγαπημένη του από προηγούμενες σχέσεις, ανεκτικός σε κάθε μορφή διαφορετικότητας. Αλλάζει τόσο πολύ που οι γονείς του νομίζουν ότι τρελάθηκε εκεί στη μακρινή Νορβηγία και τον θερμοπαρακαλούν να αλλάξει- τελικά μόνο το μούσι καταφέρνει να του ξυρίσει η μάνα του. Δυσκολεύτηκα να παρακολουθήσω το συλλογισμό της κωμικής σκέψης του Zalone. Η γραφική σάτιρα που επιχειρεί είναι βασισμένη στη σύγκριση του πολιτισμένου Βορρά και του υπανάπτυκτου Νότου, με σεναριακό εύρημα την κραυγαλέα περίπτωση του Κέκο αλλά δεν βρίσκει ποτέ το στόχο της. Υποτίθεται ότι το φαρσικό στοιχείο που επιστρατεύεται φιλοδοξεί να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα μιας παρωχημένης και αποκρουστικής εποχής. Αντ΄αυτού διακρίναμε νοσταλγικά σημάδια μιας καλογυαλισμένης καρτ ποστάλ με καρτουνίστικους χαρακτήρες και ανύπαρκτο κωμικό αισθητήριο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης