Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι
Την εποχή που ο Wim Wenders πρωτογνώρισε το συγγραφέα Peter Handke είχαν ερωτευτεί την ίδια γυναίκα. Αργότερα που έγιναν φίλοι συνειδητοποίησαν ότι είχαν κι άλλες κοινές αγάπες όπως το σινεμά, το ροκ, το ποδόσφαιρο…
Ο τερματοφύλακας Γιόζεφ Μπλοκ “τρώει” ένα αστείο γκολ, κατά τη διάρκεια ενός εκτός έδρας αγώνα αλλά διαμαρτύρεται πως το γκολ δεν έπρεπε να μετρήσει επειδή ήταν οφσάιντ ο σκόρερ. Διαπληκτίζεται με τον διαιτητή κι εκείνος τον αποβάλλει. Μετά το σφύριγμα της λήξης φεύγει από το γήπεδο για να προβεί σε μια άσκοπη περιπλάνηση στη ξένη πόλη. Περνάει την ώρα του σε έναν κινηματογράφο, φλερτάρει με την ταμία και το βράδυ κοιμάται μαζί της. Το επόμενο πρωί και χωρίς κανέναν προφανή λόγο τη δολοφονεί. Μόνος ξανά, θα κατευθυνθεί προς την επαρχιακή πόλη που κατοικεί η πρώην κοπέλα του…
Ο μεγαλωμένος στο Ρουρ Wim Wenders μικρός ήθελε να γίνει παπάς. Η κληροδότηση όμως της αμερικανικής ποπ κουλτούρας από τα στρατεύματα κατοχής άλλαξαν τις προτιμήσεις του, ενώ η κάμερα που του έκανε δώρο ο σινεφίλ πατέρας του βοήθησε στο να στραφεί ο μικρός Wim προς το χώρο του σινεμά. Ακόμη κι έτσι όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί πως θα βιοποριστεί μέσω της 7ης τέχνης κι αποφάσισε στην εφηβεία του να γίνει γιατρός. Παράτησε τις ιατρικές σπουδές λόγω του αυστηρού περιβάλλοντος και στράφηκε στη ζωγραφική. Όμως κι εκεί του έλειπε το βασικό στοιχείο που θα έδινε ψυχή, σύμφωνα με τον ίδιο, στους πίνακες. Η έννοια του χρόνου ήταν αυτή που έλειπε από τον καμβά και θέλησε να συλλάβει στις πρώτες μικρού μήκους ταινίες που γύρισε, παράλληλα με το επάγγελμα του κριτικού κινηματογράφου που άσκησε για σχεδόν πέντε χρόνια.
Όταν έφτασε η ώρα της πρώτης μεγάλου μήκους έγχρωμης ταινίας του, το νερό είχε μπει ήδη στο αυλάκι. Η «Αγωνία του τερματοφύλακα» που γύρισε το 1972 σε ηλικία 27 ετών είναι ένα αρχετυπικό road movie και μαζί το απόφθεγμα όλης της παραπάνω υπαρξιακής περιπλάνησης του Wenders, από πόλη σε πόλη (δηλώνει ότι συνέλαβε πλήρως την έννοια του σινεμά στο Παρίσι), από περάσματα σε διάφορες δουλειές, από ωσμώσεις σε πολιτικές συνελεύσεις και νεανικά κινήματα. Η απουσία ξεκάθαρης πλοκής, τα καλά κρυμμένα σύμβολα του έργου, οι «αδυναμίες» του σκηνοθέτη (ένα φιλμ που πάει να δει ο ήρωας είναι ο τίτλος του βιβλίου της Πάτρίσια Χάισμιθ που διάβαζε εκείνη την εποχή ο σκηνοθέτης), τα χιτσκοκικά μοτίβα, η αποστασιοποίηση της κάμερας, τα άγνωστα κίνητρα του δράστη, τα τραγούδια που παίζει το τζουκ μποξ, η αυστριακή πόλη – γενέτειρα του Handke, και κυρίως η ελλειπτική «κορύφωση» του σασπένς με το χτύπημα πέναλτι στο φινάλε, είναι οι μυστικοί κώδικες αυτού του «βέβηλου» υπαρξιακού αριστουργήματος, που στον πυρήνα του είναι βαθιά μελαγχολικό και απαισιόδοξο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης