Αίματα στο πεζοδρόμιο
Υγρασία 53%. Πανέμορφη πόλη, ειδικά το πρωί. Στο κέντρο, εκεί στα μαγαζιά με τα μαντίλια και τα παπλώματα, μια Πέμπτη, δυο κορίτσια.
Το μεγάλο (5 χρόνων) πιάνει με προστασία το μικρό (3 χρόνων) από το χέρι. Μαύρα μαλλιά και χτυπημένα γόνατα το ένα, ξανθό με πράσινο βλέμμα το άλλο. Είναι μόνα, δε φορούν καθαρά ρούχα, κοιτάζουν επίμονα τη βιτρίνα με τις πορτοκαλόπιτες. Είναι πολύ μικρά για να είναι μόνα σ’ αυτόν τον δρόμο.
Δεν αντέχω στη σκέψη ότι οποιοδήποτε παιδί οπουδήποτε στον κόσμο ζει χωρίς να νοιάζεται κάποιος άλλος για το φαΐ, τη χαρά, την ασφάλεια και το νερό του. Πιάνω τον εαυτό μου να κυριεύεται από φόβο μην έχουν χαθεί, μην πεινούν και γι’ αυτό κοιτούν ζαλισμένα τα σιρόπια και τις σακούλες με τα φυστίκια. Κοιτάζω σε όλον τον δρόμο. Δεν υπάρχει κανείς που να φαίνεται δικός τους. Μπαίνω να τους αγοράσω δύο πορτοκαλόπιτες, «είναι και ζεστές» μου λέει η Μ. στο ταμείο. Ξαφνικά, κλάμα και μαλώματα. Βρισιές και χτυπήματα στη μικροσκοπική πλάτη του ξανθού παιδιού. Η τελευταία δυνατή σπρωξιά το ρίχνει κάτω. Μύτη και μπροστινά δοντάκια τραυματίζονται. Αίμα. Είναι μια γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, που ουρλιάζει σε δική της γλώσσα. Κλωτσάει και γελάει. Προσπαθώ να επέμβω. Βγάζει το παπούτσι της και το πετάει πάνω μου.
«Άσε την. Φύγε. Μην ανακατεύεσαι, θα βρεις τον μπελά σου, ρε συ».
Μπαίνουν σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο και χάνονται. Δεν ξέρω αν η γαλήνη αναπληρώνεται από τη στιγμή που η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Από τη στιγμή, που δίπλα στις μέρες με τις εκπτώσεις, τους καφέδες σε πλαστικό (προσφορά το νερό), το ρέον καλοκαίρι και τις υπερβολές στο όνομα μιας προσωρινής αμνησίας υπάρχουν μικρά παιδιά που δε μετρούν παγωτά και μπάνια, αλλά απώλειες και σταγόνες πικρής ενηλικίωσης.
Δεν μπορεί, κάπου θα στραμπουλήξουμε τα πόδια μας, κάπου στην επόμενη στροφή, όσο προσπερνάμε παιδικές φάτσες με μαύρους κύκλους και σκασμένα χείλια.
Στο πεζοδρόμιο, ξεραμένο αίμα και ένα μικρό, σπασμένο δοντάκι.
Ήταν εκεί και την επόμενη μέρα.