MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Συν+Πλην: «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, από το Εθνικό Θέατρο

Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς

author-image Όλγα Σελλά

Το έργο
Το 411 π. Χ. γράφτηκε και διδάχθηκε η κωμωδία αυτή του Αριστοφάνη, και είναι το μόνο έργο του Αριστοφάνη που δεν αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα. Αναφέρεται όμως, και αντλεί την έμπνευσή του, από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, όπως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και η Σικελική Εκστρατεία. Χρόνια πολέμων δηλαδή… Που οι άντρες έλειπαν επειδή πολεμούσαν και μια φωτισμένη και δυναμική γυναίκα, η Λυσιστράτη, σκέφτεται να συσπειρώσει όλες τις γυναίκες, φίλες και εχθρές, ώστε να σταματήσει ο πόλεμος. Προτείνει λοιπόν στις γυναίκες όλων των εμπλεκόμενων, στον πόλεμο, περιοχών, ένα ακαταμάχητο όπλο, για να πείσουν τους άνδρες να σταματήσουν τον πόλεμο και να έρθει η ειρήνη: τη σεξουαλική αποχή. Δεν ήταν εύκολη δουλειά για τη Λυσιστράτη, είχε να παλέψει με στερεότυπα, με ψυχισμούς, με θεσμούς (Πρόβουλος, π.χ.). Αλλά τελικά τα καταφέρνει.

lissistrati

Η παράσταση
Πόσες φορές προσδοκά το κοινό να δει μια παράσταση, επειδή ευελπιστεί ότι κάτι διαφορετικό θα δει;

Η «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού -και τρίτη παρουσία του Εθνικού Θεάτρου στην Επίδαυρο φέτος– ήταν ακριβώς αυτή η περίπτωση. Οι θεατές που είχαν κουραστεί να παρακολουθούν, εδώ και πολλά χρόνια, πανομοιότυπες και αναμενόμενες παραστάσεις του Αριστοφάνη και των κωμωδιών του, βασισμένες στο εύκολο και χοντροκομμένο χιούμορ και στην επιθεωρησιακού ύφους σύνδεση της αριστοφανικής κωμωδίας με τη συγχρονη επικαιρότητα, προσδοκούσαν τη νέα, τη διαφορετική προσέγγιση, τη νέα ανάγνωση της αριστοφανικής κωμωδίας και του αριστοφανικού λόγου.

Μπαίνοντας στο αρχαίο θέατρο, και κάνοντας τη διαδρομή μέχρι τη θέση μας, το πρώτο που βλέπαμε ήταν τα σκηνικά (Γιώργος Σαπουντζής), κάπως αλλιώτικα: ένας μεγάλος καθρέφτης, ένα άγαλμα στο κέντρο της ορχήστρας, ένα στρογγυλό τραπεζάκι με τραπεζομάντηλο, ένα πιάνο, ένα πατάρι πάνω σε ράγες που πάνω του είχε μέχρι και ένα ψυγείο! Η Λενιώ Λιάτσου μπήκε πρώτη στην ορχήστρα, μ’ ένα άσπρο φόρεμα και ένα λουλουδένιο στεφάνι στα μαλλιά, για να καθήσει στο πιάνο και να μη σηκωθεί παρά για λίγο στη διάρκεια της παράστασης και τη στιγμή της συμφιλίωσης. Και σ’ όλη τη διάρκεια χτυπούσε στα πλήκτρα τις νότες που έγραψε ο Δημήτρης Καμαρωτός γι’ αυτή τη «Λυσιστράτη». Αμέσως μετά, ο Θέμης Πάνου, που λίγο αργότερα θα μετείχε στο χορό των γερόντων, σηκώνει στα χέρια του το άγαλμα και χάνεται τρέχοντας στα δέντρα πίσω από την ορχήστρα. Το βάθρο μένει κενό… Και μετά, υπήρξε μια συναρπαστική είσοδος των γυναικών, χορός και ηρωίδες μαζί, που μπήκαν ακκιζόμενες, αλαφροπατώντας, με νάζι και χάρη, με πνιχτά γελάκια. Και μετά έρχεται η Λυσιστράτη-Λένα Κιτσοπούλου, που κάνει push ups στο βωμό, απλώνεται πάνω του νωχελικά, και οι οθόνες του υποτιτλισμού γράφουν: «Αυτή είναι μια κανονική γυναίκα».

Και είναι αυτή η πρώτη ανατροπή, η πρώτη στιγμή της αφήγησης, αφού στο μεγαλύτερο μέρος της αυτή η παράσταση αφηγείται την ιστορία της Λυσιστράτης και των άλλων γυναικών, και οι παρούσες επί σκηνής εικονοποιούν, λες, εκείνη την παλιά ιστορία. Μοιάζει με αποστασιοποίηση, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί τόσο ο Μιχαήλ Μαρμαρινός όσο και οι ηθοποιοί της παράστασης αναποδογυρίζουν το μεδούλι αυτού του μύθου, αναδεικνύουν -μέσω της μετάφρασης του Δημήτρη Δημητριάδη, αλλά και της αυθόρμητης ατάκας που έγινε μέρος της παράστασης- τη δύναμη της αριστοφανικής κωμωδίας. Και την κάνουν διαφορετική, καινούργια, φρέσκια, ευφυή, τρυφερή, ερωτική, ποιητική. Και μας δίνουν όλοι μαζί έναν νέο Αριστοφάνη, ή μάλλον ένα νέο ανέβασμα του Αριστοφάνη. Που αφήνει πίσω του τις ευκολίες, χωρίς να αφήνει το χιούμορ, και επαναφέρει τον ερωτισμό, την ποίηση, τη σκέψη. Και ξαναμπαίνει στο μεδούλι της κεντρικής αριστοφανικής ιδέας, της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της σχέσης των δύο φύλων, της διαρκούς προσπάθειας για το δύσκολο (ή μήπως το αδύνατο;).

Με τα μάτια και τ’ αυτιά ανοιχτά διαρκώς, αφού η δράση ήταν σε όλη την έκταση της ορχήστρας και ο λόγος της αφήγησης κάποιες φορές περνούσε και από τις οθόνες υποτιτλισμού, είδαμε μια παράσταση που δεν αφέθηκε ούτε μία στιγμή στο εύκολο και επικαιρικό χιούμορ, που συνδέθηκε αναμφίβολα με το σήμερα (και ιδίως με τις παθογένειές του), είτε αυτό ήταν η παιδεία του σήμερα, είτε αυτό ήταν οι σχέσεις των δύο φύλων στο σήμερα, είτε αυτό ήταν ο πολιτικός πολιτισμός του σήμερα. Είδαμε μια παράσταση που καλούσε και όλους εμάς που καθόμαστε στο κοίλον να αφήσουμε πίσω όσα ξέραμε και να ανοιχτούμε στα βαθιά της αριστοφανικής ποίησης και της νέας ανάγνωσής του.

lisistrati ethiko theatro 2016

Τα Συν (+)

  • Τα κοστούμια: Η Μαγιού Τρικεριώτη υλοποίησε απολύτως τη φράση του Αριστοφάνη «κρόκους και μύρα, άζωστους χιτώνες, κοκκινάδια και διαφανή πέπλα» και έφτιαξε για καθεμιά από τις γυναίκες του θιάσου μοναδικά διαφανή ρούχα, τα μόνα που φορούσαν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως την προσωπικότητα της καθεμιάς μέσα από το ρούχο. Για πολλές ώρες μετά την παράσταση, και την επόμενη μέρα, το κόκκινο, το γαλάζιο, εκείνο με το λουλούδι, τα διάφορα κοστούμια έρχονταν στις εικόνες μας.
  • Ο χορός των γερόντων: Μία ακόμη ανατροπή του Μιχαήλ Μαρμαρινού, που αντί για γερόντισσες έβαλε γέροντες και ευτύχησε να τους ερμηνεύσουν τέσσερις έξοχοι ηθοποιοί, οι οποίοι έκαναν τα πάντα: υπονόμευσαν, σχολίασαν, γδύθηκαν, τους έντυσαν προς το τέλος οι γυναίκες (σε μία από τις πιο τρυφερές σκηνές της παράστασης), χόρεψαν. Οι Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης, ήταν καθοριστική πτυχή της παράστασης και σαν σύλληψη και σαν ερμηνείες.
  • Ο βουβός ρόλος του Πρόβουλου: Ο Αιμίλιος Χειλάκης καθισμένος σε μια πλατφόρμα με ρόδες είναι αμίλητος. Παίρνει μόνο τις πόζες, και δίπλα του, ακολουθώντας ακριβώς τις πόζες του, η Αγλαΐα Παππά είναι η φωνή, τα λόγια του. Είναι σκηνή ευστοχίας, με πολύ χιούμορ, με ακριβείς ερμηνείες. Και λίγο μετά ως Κινησίας, με λαλιά αυτή τη φορά, αποκαλύπτει τις αδυναμίες του, με χιούμορ ζηλευτό.
  • Η σκηνή της αποκάλυψης των σωμάτων: Μια σκηνή ανθολογίας, πράγματι, μια σκηνή ποίησης, μια σκηνή αποκάλυψης και εγγύτητας όταν όλες οι ηθοποιοί έβγαλαν τα διαφανή τους και στάθηκαν απέναντι στους θεατές, χωρίς αίσθηση πρόκλησης, με μόνο όπλο την αλήθεια των σωμάτων και την ομορφιά του διαφορετικού. Είναι τυχαίο που κάποιες από τους θεατές σχολίαζαν μετά «ήθελα κι εγώ να βγάλω τα ρούχα μου εκείνη τη στιγμή».
  • Η σκηνή της νύχτας και το χορικό του έρωτα: Και κάποια στιγμή τα φώτα σβήνουν, επικρατεί απόλυτο σκοτάδι στην ορχήστρα και οι γυναίκες, οι έχουσες καταλάβει την Ακρόπολη, προσπαθούν να ξεγλυστρίσουν προς το έτερόν τους ήμισυ, προσπαθούν να ξεγελάσουν τη Λυσιστράτη. Κάνουν σκανταλιές, αφού «όλες οι σκανταλιές τη νύχτα δεν γίνονται;». Μία ακόμη από τις ευχάριστες εκπλήξεις της παράστασης. Οσο για το χορικό του έρωτα, τον έρωτα «τον πλατωνικό, τον παράλογο, τον ξετσίπωτο, τον ανεξίτηλο, τον τυφλό, τον ξαφνικό, τον μη σου τύχει, τον έρωτα σπίθα που γίνεται φωτιά και φυσικά τον ανεκπλήρωτο…» ήταν μία ακόμη στιγμή που όλοι, μα όλοι οι θεατές, θα βρήκαν ένα επίθετο που τους αφορά.
  • Οι ατάκες: Δεν άφησε ούτε στιγμή έξω από την παράσταση τη σύνδεσή της με την επικαιρότητα και τον σχολιασμό της ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Μόνο που δεν προχώρησε στα αναμενόμενα σχόλια για σύγχρονους πολιτικούς. Προτίμησε τον σχολιασμό των συμπεριφορών μας. Από τους πιο ωραίους μονολόγους, εκείνος ο απελπισμένος της Λυσιστράτης, που προσπαθεί να κάνει τις γυναίκες να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους και τη δύναμή τους και αναφέρεται στον Χίτλερ και στον Παπαχρόνη, στη γοητεία, που ενίοτε (ή συχνά;) δημιουργεί η βία. «Εχει στείλει κανείς άντρας γράμμα σε γυναίκα δολοφόνο; Πήρε ποτέ ερωτικό γράμμα η “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη;»• τα σχόλια του Γιάννη Βογιατζή για τη συνέχεια της γλώσσας και τις εμμονές μας. Εκείνο το «συλ(λλλ)ήβδην», που προφέρει όλα τα λ, ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μας• «Κοίτα. Κοιτάζω σου λέω, έχω γίνει όλη βλέμμα»• «Το σώμα θυμάται• κι ό,τι θυμάται χαίρεται»• «Κι έτσι αποσείονται τα γηρατειά…», λέει κάποια στιγμή ο Γιώργος Μπινιάρης σέρνοντας το χορό -όρθια δηλαδή, με διάθεση για ζωή μέχρι το τέλος, με χορό και κέφι. Με έρωτα, γιατί όχι;
  • Η αφιέρωση: Το είχε πει από καιρό ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ότι αυτή την παράσταση την αφιερώνει στον Μηνά Χατζησάββα και στον Γιώργο Λούκο «επειδή η ζωή δεν προχωρά χωρίς μνήμη και χωρίς ευγνωμοσύνη», όπως σημειώνει και στο πρόγραμμα της παράστασης. Αλλά ο Μηνάς Χατζησάββας ήταν και στην παράσταση, σε μια τρυφερή και συγκινητική αφιέρωση που μετέδωσε ο χορός των γερόντων και πήρε ένα από τα πιο θερμά χειροκροτήματα στη διάρκεια της παράστασης.
  • Οι ερμηνείες: Ολες οι εξαιρετικές ηθοποιοί που ανέλαβαν να μεταδώσουν αυτή την ιστορία, να την αφηγηθούν, να την αναπαραστήσουν, να παίξουν, βάδισαν σ’ έναν πολύ δύσκολο δρόμο, τον οποίο περπάτησαν με απόλυτη συνέπεια, χάρη, σπιρτάδα και γοητεία. Η Λένα Κιτσοπούλου-Λυσιστράτη με τις εξάρσεις της, με τις σιωπές της, με την απόστασή της, με τις ατάκες της, μετέδωσε τη γυναίκα που σκέφτεται κάπως διαφορετικά, την ηγέτιδα και τη μοναξιά της.
lissistrati1

Τα Πλην (-)

  • Η διάρκεια: Οπωσδήποτε ήθελε αυτό που λέμε «σφίξιμο» τόσο η διάρκεια της παράστασης όσο και ο ρυθμός της. Ηδη όσοι το είδαν στη δεύτερη παράσταση, μιλούσαν για διαφορετικό ρυθμό.
  • Η μουσική: Μόνο αποσπασματικά με άγγιξε η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, που σε άλλες παραστάσεις μας έχει χαρίσει μοναδικούς ήχους. Στη σκηνή της εισόδου των γυναικών, στο χορικό του έρωτα, στη σκηνή του γλεντιού και της πρόποσης. Σε άλλες στιγμές μου φάνηκε υποτονική, σχεδόν ανύπαρκτη.
lissistrati3

Το άθροισμα (=)

  • Μια δουλεμένη παράσταση, με άποψη, με νέα ματιά, με έξοχους ερμηνευτές σε όλους τους ρόλους. Μια τομή στην ανάγνωση του αριστοφανικού έργου, δίχως άλλο. Μια «Λυσιστράτη», που για πρώτη φορά δεν επικρατούσαν οι πλαστικοί και κάθε είδους και μορφής φαλλοί, αλλά το γυναικείο σώμα, ατόφιο, γυμνό. Και αυτό ήταν η αντίστιξη: η ομορφιά και η Σαγήνη. Και οπωσδήποτε εύσημα ανήκουν και στο Εθνικό Θέατρο που τόλμησε να εντάξει στο ρεπερτόριό του αυτή την πρόταση.
lisistrati 2 ethiko theatro 2016

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις