Γιάννος Περλέγκας: «Ούτε παρίας νιώθω, ούτε αντισυστημικός. Αυτά είναι γελοία πράγματα»
Στις ιδιότητες του ηθοποιού και του σκηνοθέτη προσθέτει τώρα κι αυτή του παραγωγού, παίρνοντας μεγάλο ρίσκο και με μοναδικό κίνητρο να οδηγήσει την παράσταση του «Ο αδαής και ο παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ σε μια καλύτερη τύχη. Και ο ίδιος πιστεύει στην τύχη.Φωτογραφίες: Karol Jarek
Στις μέρες των αθεράπευτων συμβάσεων και των υποχωρήσεων, διαμαρτυρόμαστε ακόμα πιο πολύ για τους ανθρώπους που μας λείπουν· τους πνευματικούς, τους αφοσιωμένους, τους παθιασμένους, τους ονειροπόλους, τους τολμηρούς, τους ακέραιους. Διαμαρτυρόμαστε με τον τρόπο της παραδοχής, λες κι εμείς δεν μπορούμε να γίνουμε ή να πλησιάσουμε κάπως αυτούς τους ανθρώπους. Κι όταν έρχεται η στιγμή να γνωρίσεις έναν τέτοιο ή να τον δεις μέσα στα χρόνια να εξελίσσεται κάπως έτσι, συναντάς ταυτόγχρονα την παρηγοριά και την ανακούφιση. Ο Γιάννος Περλέγκας είναι ένας άνθρωπος με παρόμοια χαρακτηριστικά – όχι μόνο γιατί στην Τέχνη είναι πιο συχνό το φαινόμενο των ταγμένων – αλλά γιατί μάλλον είναι καμωμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Την ίδια ώρα, φυσικά είναι εμμονικός – ίσως και μονήρης – τόσο που να διαθέτει σχεδόν όλες τις οικονομίες του στην επανάληψη της δεύτερης σκηνοθεσίας του – τον «Αδαή και τον Παράφρονα» του Τόμας Μπέρχαρντ που επιστρέφει για λίγες παραστάσεις στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – να βρίσκεται από πρωταγωνιστής, εσχάτως σκηνοθέτης και παραγωγός της χωρίς να έχει ιδέα από παραγωγή, να στοχεύει σε μια καλύτερη τύχη για την δουλειά του – ακόμα και το ταξίδι της παράστασης στο εξωτερικό – και να επιμένει πως όλα αυτά είναι ανάγκη και αξίζουν τον κόπο να συμβούν.
Μοιάζεις να λειτουργείς ολοένα και πιο ανεξάρτητα. Σε φοβίζει ή σε απελευθερώνει αυτό;
Μοιάζω, ίσως. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να δηλώσει ανεξάρτητος. Φαίνεται πως συνεχίζω αυτόν τον ατελείωτο κύκλο που κάνω όλα αυτά τα χρόνια από παράσταση σε παράσταση, από συγκεκριμένα θέατρα σε άλλα συγκεκριμένα θέατρα, από συγκεκριμένους ρόλους σε άλλους συγκεκριμένους ρόλους κι από συγκεκριμένους σκηνοθέτες σε άλλους συγκεκριμένους σκηνοθέτες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως πετάω όλη αυτή την πορεία· άλλωστε συνεχίζεται παράλληλα με αυτά που κάνω εγώ. Ωστόσο, δεν νομίζω πως είμαι ανεξάρτητος. Καταρχάς από τους ανθρώπους που τώρα μοιάζω να είμαι ο επικεφαλής τους. Ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι και νιώθω την υποχρέωση να τους δώσω το βήμα και τη χαρά να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Ανθρώπους που με εμπιστεύονται για άλλη μια φορά γιατί έρχονται κοντά μου και δουλεύουν για να υλοποιήσουν μια αρχικά δική μου σκέψη. Ούτε το να καθοδηγώ κάποιους ανθρώπους μου είναι απλό και αυτονόητο. Όλα αυτά λοιπόν και με φοβίζουν και με απελευθερώνουν ταυτοχρόνως. Όλα αυτά με φοβίζουν, με έχουν διαλύσει. Είναι περιοχές και συμπεριφορές με τις οποίες δεν έχω οικειότητα.
Δεν έχω εννοήσει να καταλάβω ότι οι εργασιακοί όροι έχουν αλλάξει και κατά καιρούς μου έχει δημιουργήσει προβλήματα απέναντι στους θεσμούς με τους οποίους έχω συνεργαστεί
Τότε, πως θα αντιδρούσες στον χαρακτηρισμό του αντισυστημικού;
Δεν δικαιούμαι να ονομάσω τον εαυτό μου αντισυστημικό. Θα ήταν μια τεράστια υποκρισία. Όπως δεν είμαι ανεξάρτητος, έτσι και επ’ουδενί δεν είμαι αντισυστημικός. Κινούμαι σε πάρα πολύ συγκεκριμένους χώρους και σαν ηθοποιός όλα αυτά τα χρόνια. Στους καταξιωμένους χώρους του ελληνικού θεάτρου, σε οικονομικό επίπεδο, τουλάχιστον. Σε χώρους όπου με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, η εργασία πληρώνεται ή πληρωνόταν και επίσης η εργασία μας ακούγεται και φιλοξενείται από το σύστημα επικοινωνίας. Επίσης και οι δύο μου σκηνοθεσίες φιλοξενήθηκαν η μία στο Θέατρο Τέχνης και η άλλη στο Εθνικό Θέατρο. Κακά τα ψέματα, αν θέλεις να υπάρχεις στο θέατρο ή αν θέλεις να κάνεις κάποιες παραστάσεις που έχουν την απαίτηση και έχω την απαίτηση να μην γίνονται με μία καρέκλα φορώντας τα μπλου τζην και τα μπλουζάκια μας, χρειάζεσαι κάποια χρήματα. Χρήματα που αναζητώ με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, ανεξάρτητα που τώρα παίρνω το ρίσκο. Τα διεκδικώ επίσης και ως ηθοποιός· συνεργάζομαι με το Εθνικό Θέατρο, με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με το Φεστιβάλ Αθηνών αφού αυτοί είναι οι φορείς που πλέον πληρώνουν. Οπότε αφού με ζητούν σαν ηθοποιό και σαν σκηνοθέτη σ’ αυτούς τους χώρους, είναι πολύ μεγάλη υποκρισία να πω κάτι τέτοιο. Ούτε παρίας λοιπόν νιώθω, ούτε αντισυστημικός. Αυτά είναι γελοία πράγματα.
Αυτή η επιμονή στα οράματα σου σε έχει σώσει ή σου έχει δημιουργήσει προβλήματα;
Μου έχει δημιουργήσει προβλήματα σίγουρα. Επίσης με έχει σώσει – από την γκρίνια. Με έχει σώσει γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια ένιωθα πως δεν διοχετεύεται η δημιουργικότητά μου. Νιώθω ολόκληρος μ’ αυτό που κάνω. Ίσως δεν είχα βρει τον τρόπο εγώ ο ίδιος – δεν μου έφταιγαν οι άλλοι. Από τη στιγμή, που άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τα οράματά μου, με έναν πιο πρακτικό και απτό τρόπο, πέρα από να τα φαντασιώνομαι μόνο μέσα στο κεφάλι μου σαν μια μεταφυσική αόριστη πιθανότητα, σίγουρα έχω σωθεί από την γκρίνια. Απ’ την άλλη, χωρίς να θέλω να βαυκαλιστώ, είμαι αρκετά ακέραιος σαν άνθρωπος. Τουλάχιστον σε σχέση με το πως θεωρώ ότι θα πρέπει να αμείβονται οι συνεργάτες μου και ότι πρέπει αν πληρούνται οι μίνιμουμ όροι· ακόμα κι αν οι πεποιθήσεις μου για το πώς πρέπει να πληρώνεται η καλλιτεχνική εργασία είναι λίγο αναχρονιστική σε σχέση με τον μεσαίωνα που έχει επέλθει στις εργασιακές σχέσεις. Αυτό λοιπόν – ότι οι εργασιακοί όροι έχουν αλλάξει – δεν έχω εννοήσει να το καταλάβω, και κατά καιρούς μου έχει δημιουργήσει προβλήματα απέναντι στους θεσμούς με τους οποίους έχω συνεργαστεί.
Μπορείς ωστόσο να ονειρεύεσαι και να παίρνεις ρίσκα χωρίς τη στήριξη των άλλων;
Τελικά φαίνεται ότι μπορώ να ονειρεύομαι – παρότι δεν έχω τη στήριξη των άλλων. Μπορώ να ονειρεύομαι έχοντας πάρει ρίσκα. Και οικονομικά ρίσκα. Η διοργάνωση της παράστασης του «Αδαούς» ήταν μια πολύ κοπιώδης και δαπανηρή διαδικασία, η οποία δεν ξέρω αν θα φέρει πίσω τα χρήματα που έχω επενδύσει. Γιατί είναι μια πολύ ακριβή παράσταση για να ξαναγίνει όπως γίνεται τώρα, χωρίς την υποστήριξη του Εθνικού ή του οποιουδήποτε φορέα. Για να μπορέσει να ανέβει χρειάζεται ένα εξοργιστικά μεγάλο ποσό για την πλάτη ενός ηθοποιού. Είναι μια αποστολή αυτοκτονίας η επανάληψη του «Αδαούς». Ή εν πάση περιπτώσει, μια αποστολή αυτοκτονικής ελπίδας, αν μπορώ να το πω έτσι. Ελπίζω αυτοκτονικά σε αυτό, ακόμη κι αν επέλθει πολύ μεγάλη οικονομική χασούρα. Φαίνεται λοιπόν, ότι παρά το ρίσκο που τελικά πήρα και παρότι είμαι τελείως ανίδεος στο μαθηματικό και εμπορικό κομμάτι, μπορώ να ονειρεύομαι χωρίς τη στήριξη των άλλων. Μέχρι και αυτό το μπορώ.
Αν μπορούμε να πούμε ότι ο εαυτός μας είναι η συνειδητοποίηση και η έκπληξη από τη συνειδητοποίηση των αντιφάσεων που κρύβουμε μέσα μας, τότε μάλλον ναι: Είμαι πιο κοντά στον εαυτό μου.
Επιστρέφοντας στον «Αδαή» έχεις την ψυχραιμία ν’ αναγνωρίσεις τις αδυναμίες της παράστασης;
Μα, άλλος ένας λόγος που επιστρέφω στον «Αδαή» είναι για να μπορέσω να αντιμετωπίσω το έργο πιο ψύχραιμα. Το έργο αλλά κυρίως το ρόλο μου. Γιατί πιστεύω ότι στην προηγούμενη παρουσίαση, έχοντας το βάρος όλης της σκηνοθετικής ευθύνης, δεν μπόρεσα να κυριαρχήσω πάνω στον εαυτό μου σαν ηθοποιός. Ο ρόλος προσβλήθηκε από την υπερβολική αγωνία του σκηνοθέτη και αυτό δημιουργούσε προβλήματα ισορροπίας στην παράσταση. Ο ρόλος είχε ένα παραπάνω βάρος από ότι έχει ο ρόλος ο ίδιος. Η δυσκολία του ρόλου που παίζω είναι ότι μοιάζει να είναι ο πρωταγωνιστής του έργου, ενώ δεν είναι. Επειδή είναι ο πιο φλύαρος φαίνεται να είναι ο πρωταγωνιστής, ενώ οι δύο πραγματικοί πρωταγωνιστές του έργου είναι η κόρη και ο πατέρας. Ο δόκτορας λοιπόν πέρσι βίωνε περισσότερο το δράμα του πατέρα και της κόρης ταυτοχρόνως, απ’ το να βιώνει το δικό του.
Καλλιτεχνικά έχεις ποτέ υποδυθεί κάτι άλλο από αυτό που είσαι;
Έχει πολύ ενδιαφέρον η λέξη υποδύομαι που χρησιμοποιείς. Έχω υποδυθεί σίγουρα ρόλους στην καλλιτεχνική μου ζωή. Όχι θεατρικούς ρόλους, αλλά ρόλους απέναντι στον εαυτό μου και τους ανθρώπους με τους οποίους, κατά καιρούς, έχω δουλέψει. Έχω υποδυθεί σίγουρα το ρόλο του καλού, προσηνούς, υπάκουου, μελαγχολικού και σοβαρού παιδιού. Όχι ότι δεν είμαι όλα αυτά τα πράγματα, αλλά είμαι πολλά παραπάνω τα οποία για κάποιο λόγο τα έθαβα και επέλεγα, χωρίς να το θέλω πάντα, να μην τα φανερώνω στην καλλιτεχνική μου ζωή και στις συνεργασίες μου με τους ανθρώπους. Δεν υποδύθηκα ποτέ τον πιο ξέγνοιαστο, το πιο κωλόπαιδο, τον πιο χειραφετημένο ή τον πιο σίγουρο. Είμαι όλα αυτά και άλλα τόσα που ενδεχομένως δεν υποπτεύομαι. Γενικώς νομίζω ότι πάντα υποδυόμαστε και δεν θεωρώ ότι είμαι εξαίρεση. Θέλουμε δεν θέλουμε, υποδυόμαστε διαρκώς ρόλους. Και στην καλλιτεχνική, και στην προσωπική μας ζωή και παντού.
Πλέον νιώθεις πιο κοντά στον εαυτό σου;
Αν μπορώ να πω ότι μου είναι πιο έντονες όλες οι αντιφάσεις και επαμφοτερίζουσες συμπεριφορές του χαρακτήρα μου, τότε ναι. Ούτε που ξέρω σαν κατάληξη να πω τι είναι ο εαυτός μου. Αν είναι πιο κοντά στον εαυτό μου τα πιο παλιά πρόσωπα που συνήθιζα να παρουσιάζω και να κατανοώ ότι διαθέτω ή αυτά που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια. Αν μπορούμε να πούμε ότι ο εαυτός μας είναι η συνειδητοποίηση και η έκπληξη από τη συνειδητοποίηση των αντιφάσεων που κρύβω μέσα μου, τότε μάλλον ναι: Είμαι πιο κοντά στον εαυτό μου.
Είναι μια αποστολή αυτοκτονίας η επανάληψη του «Αδαούς». Ή εν πάση περιπτώσει, μια αποστολή αυτοκτονικής ελπίδας. Ελπίζω αυτοκτονικά σε αυτό, ακόμη κι αν επέλθει πολύ μεγάλη οικονομική χασούρα
Πριν τρία χρόνια, ξεκίνησες να σκηνοθετείς μόνο σε αναφορά στον Μπέρνχαρντ αλλά τώρα αυτό επεκτείνεται και στο «Ενθύμιο». Πως προέκυψε η συνεργασία με τη Ναταλία Τσαλίκη;
Έχω πει πολλές φορές – ακόμα και τώρα που σκηνοθετώ το «Ενθύμιο» – πως δεν ξέρω αν μπορώ σκηνοθετήσω άλλο συγγραφέα. Ωστόσο, να που προέκυψε το «Ενθύμιο». Ένα έργο, «μια φαντασία» όπως το λέει ο συγγραφέας βασισμένη στη ζωή της Φλόρενς Φοστερ Τζένκινς. Αυτό το έργο μου το έφερε η Ναταλία Τσαλίκη – η οποία είχε δει τις προηγούμενες δυο δουλειές μου και της άρεσαν – να διαβάσω, το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν πάρα πολύ μακριά από τον τρόπο γραφής που μου αρέσει να βλέπω στο θέατρο. Παρόλα αυτά κάτι με γαργαλούσε σ’ αυτό. Θέλεις επειδή ήταν πάλι η ζωή μιας σοπράνο, όπως και στον «Αδαή»; Μιας σοπράνο φάλτσας αυτή τη φορά η οποία επειδή έχει χιλιάδες άλλες συναισθηματικές τρύπες στη ζωή της, αφοσιώνεται απόλυτα στην τέχνη. Όπως κάνει και η «Βασίλισσα της Νύχτας» στον «Αδαή». Όταν λοιπόν, την Άνοιξη διακυβευόταν αν θα επαναλάβουμε την παράσταση αποφάσισα να πω «ναι» στη Ναταλία, σκεπτόμενος πως αυτή η γυναίκα με τιμά και με εμπιστεύεται. Μετέφρασα ξανά το έργο σε συνεργασία με τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο – που θα παίξει στο πλευρό της Ναταλίας – και η νέα μετάφραση μου αποκάλυψε πολλά από τα θέματα και τους προβληματισμούς που είχαν ανοίξει και στην ενασχόληση μου με το έργο του Μπέρνχαρντ. Κι ένας πολύ βασικός προβληματισμός ήταν πώς και γιατί ασχολείται ένας άνθρωπος με την Τέχνη. Τι άραγε καλύπτει αυτή η ανάγκη του να ασχοληθεί με την Τέχνη; Έχω φτάσει αυτή τη στιγμή να νιώθω ότι δεν κάνω κάτι μακριά από τον Μπέρνχαρντ. Ίσως αρχίζω δειλά-δειλά να βρίσκω κι ένα κανάλι μιας δικής μου σκηνοθετικής γραφής – αν μπορώ να το πω έτσι – πέρα από τον Μπέρνχαρντ που μπορώ να πω ότι αντικατοπτρίζει τη δική μου υπαρξιακή κρίση και γι’ αυτό νιώθω πιο κοντά στα έργα του. Ίσως έχει ανοίξει ένα κανάλι που να μου επιτρέπει να μπορώ να μπω και σε άλλα έργα εντελώς διαφορετικού κλίματος.
Σκηνοθετείς δύο παραστάσεις που μιλούν για το υπαρξιακό δράμα μιας σοπράνο. Γενικά, πιστεύεις στις συμπτώσεις;
Υπάρχει άλλη μια σύμπτωση σε αυτό. Ότι η Τζένκινς στο «Ενθύμιο», οραματίζεται να τραγουδήσει την άρια της «Βασίλισσας της Νύχτας», που είναι το τραγούδι που στοιχειώνει τον «Αδαή». Ναι, μάλλον πιστεύω στις συμπτώσεις και στην τύχη. Άλλωστε ένας επιπλέον λόγος που ανέβασα τον «Αδαή» είναι αυτό το ίδιο το υπαρξιακό δράμα μιας σοπράνο που ταυτίζεται με το δικό μου ερώτημα: Γιατί είμαι ηθοποιός; Γιατί μπήκα σε αυτή τη δουλειά; Γιατί κυνηγάω αυτά τα πολύ δύσκολα πράγματα; Γιατί θέλω να αναμετρηθώ με αυτά τα πολύ δύσκολα και κουραστικά έργα; Διότι, σε αναλογία ο Μπέρνχαρντ είναι τόσο κουραστικό και εξαντλητικό για τον ηθοποιό, όσο είναι οι κολορατούρες του Μότσαρτ. Είναι μια αναμέτρηση σχεδόν με τα βιολογικά μου όρια. Και οι δύο σοπράνο στα έργα αναμετρούνται με τα βιολογικά τους όρια. Ίσως αυτό, χωρίς να το καταλάβω, με ξανατράβηξε. Είναι σαν να σκηνοθετώ ένα κεφάλαιο του ίδιου θέματος, αλλιώς.
Αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια και αυτοπεποίθηση για τα σκηνοθετικά σου εκφραστικά μέσα όσο περνάει ο καιρός;
Είμαι ένας άνθρωπος που έτσι κι αλλιώς παλεύει καθημερινά με την ανασφάλειά του και με την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ανεξάρτητα από το αν μιλάμε για το θέατρο ή για τη ζωή. Όταν ξεκινούσα την σκηνοθεσία, με τον «Ιμμάνουελ Καντ», η μεγαλύτερη έλλειψη που ένιωθα σαν σκηνοθέτης – εκτός από το να βοηθήσω τους ηθοποιούς με αυτό που νομίζω ότι έχω μεγαλύτερη ευκολία, το λόγο – ήταν ότι δεν έβλεπα ακόμα εύκολα εικόνες. Πρέπει να κοπιάσω για να κάνω εικόνα τη σχέση που έχω με τον λόγο. Στην παράσταση του Καντ, δεν μπορούσα να εικονοποιήσω εύκολα αυτό που έβλεπα στο έργο του Μπέρνχαρντ· πράγμα που στον «Αδαή» πιστεύω ότι άλλαξε άρδην. Θεωρώ ότι ήταν μια πολύ πιο ολοκληρωμένη πρόταση.
Είσαι πιο έτοιμος να καταθέτεις αισθητικές προτάσεις;
Δεν ξέρω αν επί της ουσίας θέλω να καταθέσω αισθητικές προτάσεις σκηνοθετώντας, ανεξάρτητα από το αν είμαι έτοιμος γι’ αυτές. Αναλόγως βέβαια και με το τι εννοείς αισθητική. Αισθητική μπορούμε να βρούμε πολύ εύκολα πια. Είναι κι ένα καταφύγιο όταν δεν υπάρχει ακριβώς περιεχόμενο. Το βλέπω όλο και πιο συχνά. Να καταφεύγουμε σε μια ασφαλή, όμορφη αισθητική επειδή δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε την ουσία ή κουραζόμαστε να το κάνουμε. Για μένα η αισθητική έρχεται λίγο σε δεύτερο πλάνο. Πιο πολύ κυνηγάω μια – αν μπορώ να το πω έτσι – μια ηθική σύνδεσης με τον λόγο και με το νόημα του συγγραφέα. Με βάση αυτό να εμψυχώνω του ηθοποιούς και λιγότερο να καταθέτω αισθητικές προτάσεις. Αν αυτή η ηθική τελικά μετουσιώνεται και σε αισθητική, καλώς. Δεν θα ξεκινήσω πάντως ποτέ τη δουλειά μου προτάσσοντας την εξωτερική αισθητική πρόταση. Θα κυνηγήσω το νόημα, να γίνω αγωγός του πρώτα κι ας αποτύχω σε επίπεδο αισθητικής επικοινωνίας.
Που βρίσκεται ο σχεδιασμός σου να ταξιδέψεις την παράσταση εκτός Ελλάδος;
Είναι στα σχέδια και στα όνειρά μας να ταξιδέψει η παράσταση. Θεωρώ ότι θα μπορούσε να έχει τύχη στο εξωτερικό. Γίνονται κάποιες πρώτες δειλές κινήσεις από τη μεριά μας αλλά δεν έχω ούτε τους τρόπους ούτε τις γνωριμίες. Ονειρεύομαι όμως να παιχτεί στο εξωτερικό.
Θα άφηνες ποτέ τη βαθιά διεφθαρμένη Ελλάδα πίσω σου;
Έχω καταλάβει ότι είμαι στα όριά μου, ειδικά τώρα που οι δημιουργικές μου δυνάμεις αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια, πόσο μάλλον τώρα. Είναι βαθιά η θλίψη και η απογοήτευση που μου προκαλεί το να πριονίζονται έτσι τα φτερά των ανθρώπων που θέλουν να καταθέσουν δημιουργική δουλειά στην Ελλάδα. Πολλές φορές ακόμα και τώρα με πιάνει να θέλω να φύγω. Αφενός όμως οι γλώσσες μου δεν είναι σε ένα τέτοιο επίπεδο ώστε να μπορώ να νιώθω την ασφάλεια να κάνω κάτι τέτοιο. Αν ήμουν ατσαλωμένος από αυτό το πράγμα ενδεχομένως να σκεφτόμουν πολύ πιο εύκολα. Από την άλλη, συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι άνθρωπος των εξωτερικών μετακινήσεων. Δεν μ’ αρέσει τελικά να μετακινούμαι, εξωτερικά. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να μετακινούμαι εσωτερικά, αλλά εξωτερικά μου είναι λίγο δύσκολο. Με κουράζει και μου προκαλεί και μια αίσθηση ανασφάλειας. Από την άλλη μπορεί και να ισχύει αυτή η κουβέντα ενός ρόλου που είχα παίξει πριν από πολλά χρόνια: To «alter ego του Σεφέρη» από το «Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη» ότι «η Ελλάδα είναι η αναπόφευκτη δοκιμασία».
Κανείς δεν θα έπρεπε να αναζητάει απλώς μια ανάσα. Θα πρέπει να αναζητήσει ένα ολόκληρο αναπνευστικό σύστημα διαφορετικό από αυτό που ξέρει
Σ’ αυτή τη χώρα που τερματίζουν οι φιλοδοξίες σου;
Αναλόγως πόσο θα επιτρέψω να με επηρεάσει η ψυχική μου διάθεση. Αν η ψυχική μου διάθεση οδεύει προς την απόγνωση, οι φιλοδοξίες μου τερματίζουν στα τείχη της πραγματικότητας που ξέρουμε όλοι μας. Αν με πετύχει κανείς πιο ονειροπόλο και πιο αισιόδοξο, οι φιλοδοξίες μου δεν έχουν τέρμα. Ο εγκέφαλός μου, μού επιτρέπει όπως σε όλους μας, τα πάντα· όταν τουλάχιστον έχω τη διάθεση να ονειροπολήσω.
Ενεργός πολιτικά καθώς είσαι που θα έβρισκες μια ανάσα στα δεινά του κοινωνικού συνόλου;
Ενταγμένος πολιτικά δεν θα έλεγα ότι είμαι, ούτε ενεργός κατά τον τρόπο που θα ήθελα και επιβάλλεται. Δηλώνω κομμουνιστής όχι επειδή είμαι ή δικαιούμαι τον τίτλο, αλλά επειδή αυτό που ευαγγελίζεται σαν σύστημα, ολόκληρο, κοινωνικό, φιλοσοφικό, οικονομικό το πιστεύω. Δεν ξέρω αν είμαι στην καθημερινή μου πρακτική και δεν είμαι και ενταγμένος επίσης κομματικά φυσικά. Γιατί δεν ξέρω αν θα μπορούσα να είμαι. Πάντως, δεν μπορώ να σκεφτώ με όρους ανάσας, όπως λες. Γιατί αν το πάρουμε έτσι, ανάσα δεν υπάρχει. Η ανάσα θα σε παρηγορήσει για μια στιγμή. Και μόνο που χρειάζεσαι παρηγοριά ξέρεις ότι θα πρέπει να γυρίσεις σε κάτι άλλο – είτε ως άτομο είτε ως ομάδα. Η ανάσα, η διαπραγμάτευση δεν είναι τίποτα. Η διαδικασία να διαλέξουμε και να μπορέσουμε να οδηγήσουμε τα πράγματα, ώστε να βιώσουμε το λιγότερο κακό, δεν μπορεί να ανακουφίσει τον άνθρωπο, ούτε και να του επιτρέψει τίποτα. Δεν μπορεί να ονειρευτεί έτσι τίποτα παραπάνω από το να βγάλει την επόμενη ημέρα. Έτσι κανείς δεν θα έπρεπε να αναζητάει απλώς μια ανάσα. Θα πρέπει να αναζητήσει ένα ολόκληρο αναπνευστικό σύστημα διαφορετικό από αυτό που ξέρει. Θα πρέπει να προπονηθούμε να μην μας αρκεί μόνο μια ανάσα. Για να υπάρξει ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει χώρο για να παίρνει πολλές ανάσες. Το είδα στον Βασίλη Παπαβασιλείου αυτό. Δεν το έχω ξαναδεί έτσι σε κανέναν Έλληνα ηθοποιό, όπως το είδα σε αυτόν. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου επιτρέπει στον εαυτό του να αναπνέει. Εμείς δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αναπνέει. Είναι πολύ μεγάλη και πολύ βαθιά διαδικασία χειραφέτησης το να μάθεις να αναπνέεις. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναμάθουμε να αναπνέουμε ως κοινωνία και ως άτομα από την αρχή.