Status update: Ιώ Βουλγαράκη, σκηνοθέτις
Iδρυτικό μέλος της ομάδας «Πυρ» μαζί με τον Αργύρη Ξάφη και τη Δέσποινα Κούρτη. Αριστούχος απόφοιτος της Σχολής Σκηνοθεσίας του Ρώσικου Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας. Είναι περήφανη για τους μαθητές της στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Σκηνοθετεί την πέμπτη της παράσταση.Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Η Ορλάντο λέει: «Γυναίκα. Μάλιστα κύριοι, είμαι. Μα κι ένα εκατομμύριο πράγματα ακόμη». Τι ωραία φράση… Είμαστε κάθε στιγμή και ένας άλλος εαυτός. Στη δουλειά μου το καταλαβαίνω απ’ το εντελώς διαφορετικό υλικό που με έλκει κάθε φορά, από το θέατρο λόγου σε μια βωβή παράσταση ή από τη μεγάλη φόρμα τώρα σ’ έναν μονόλογο… Έτσι ανακαλύπτεις ότι είσαι λυρικός. Αλλά και σκληρός. Ρεαλιστικός. Αλλά και αλληγορικός. Και άλλα πολλά που καλό είναι να μην τα συνειδητοποιείς και εντελώς γιατί η ομφαλοσκόπηση καραδοκεί.
Δεν πιστεύω σε δύσκολη και εύκολη δημιουργία, με την έννοια ότι αν ακούγαμε ατονάλ όπερες στα πέντε και διαβάζαμε Εμπειρίκο στα δέκα, δεν θα βρίσκαμε κανέναν καλλιτέχνη δύσκολο, παρά μόνο οικείο σ’εμάς ή ανοίκειο. Στο «Ορλάντο» μ’ έφερε αρχικά μια τέτοια οικειότητα λοιπόν. Μ’ έφερε αυτή η ίδια επιθυμία που λέει η Γουλφ ότι την έκανε ν’ αρχίσει να το γράφει: «Η ανάγκη μιας φυγής απ’την πραγματικότητα».
Ο καλλιτεχνικός εαυτός που απελευθερώνεται σε κάθε παράσταση εξαρτάται πρώτα απ’ όλα από το πόσο ειλικρινής είσαι απέναντι σε μια φωνή μέσα σου που ακούς μόνο εσύ. Εγώ δεν έμεινα στη Ρωσία γιατί αυτή η φωνή μου λέει πως παρόλο που τα πάντα καταρρέουν – γιατί σαφώς καταρρέουν – εδώ συνδέομαι καλύτερα με τους ανθρώπους και αυτά που τους συμβαίνουν. Και ψάχνω ακριβώς αυτό: Να συνδέομαι. Έχει διαφορά λοιπόν να δουλεύω εκεί που νιώθω έτσι. Όσο αντέχω φυσικά.
Κάθε σκηνοθεσία πριν από οτιδήποτε άλλο, πριν από την πρόταση που φέρει, πριν από την συνεργασία, την υποδοχή του κόσμου ή τις κριτικές, είναι μια φέτα της ζωής μου άρα την αντιμετωπίζω πάντοτε με την αυτοπεποίθηση και την ορμή που της αξίζουν. Δε νομίζω όμως ότι θα φτάσω να πηγαίνω ποτέ στην πρώτη πρόβα χωρίς αγωνία. Εκεί είναι το καρδιοχτύπι, στο πρώτο ραντεβού.
Ο Μιχαήλ Τσέχωφ αφιέρωσε πολύ χρόνο ανιχνεύοντας την έννοια της σκηνικής ατμόσφαιρας. Αγαπώ αυτή του την έρευνα και αν πρέπει να βρω κάτι κοινό στις δουλειές μου, είναι, νομίζω, αυτή η αναζήτηση κάθε φορά της ατμόσφαιρας ενός συγγραφέα, ενός έργου και τελικά της ατμόσφαιρας που αντανακλά πάνω μου μια εποχή.
Δεν θέλω να παίξω, είναι μια εντελώς διαφορετική δουλειά. Αν όμως το έκανα για μία φορά, δεν θα ήταν ο ρόλος η αιτία αλλά μια συναρπαστική συνεργασία. Ας πούμε, με σκηνοθέτη τον Εϊμούντας Νεκρόσιους θα γινόμουν Λιθουανή πολίτης αύριο για ν’ αρχίσω πρόβα! Εντάξει, όχι για πάντα φυσικά. Αλλά άνετα θα άφηνα ό,τι κάνω για έναν χρόνο.
Αν μπορούσα να ταξιδέψω στον χωροχρόνο, σίγουρα θα πήγαινα στο Παρίσι του Mεσοπολέμου – στην απόλυτη γοητεία του πνεύματος, σε νύχτες γεμάτες αλκοόλ, όπου η απελπισία της εποχής γεννούσε ιδανικά. Θα πήγαινα και στη Μόσχα, από το 1900 ως την Eπανάσταση, μονάχα για να γίνω ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης και να ζήσω ό,τι δεν είχε συμβεί ως τότε στο θέατρο ποτέ και πουθενά. Θα ταξίδευα και στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. αλλά μόνο ως άνδρας.
Ταξιδεύω συχνότερα με τη Μνήμη παρά με τη Φαντασία. Λειτουργώ δηλαδή με τη φαντασία της Μνήμης. Το πιο συχνό μου «ταξίδι» είναι στην αγκαλιά του πατέρα μου: Καλοκαίρι, είμαι εφτά χρονών, οι γονείς μου παρκάρουν, εγώ κοιμάμαι στο πίσω κάθισμα και παρόλο που ξυπνάω, κάνω τον «ψόφιο κοριό» ώστε να με ανεβάσει ο υπερήρωας μπαμπάς στην αγκαλιά του σκαλί σκαλί ως τον τρίτο όροφο.
Από την παράσταση «Ορλάντο».
Υπάρχει άραγε άλλο άλυτο ερώτημα από αυτό του θανάτου; Πώς να τον κατανοήσουμε, αφού το μόνο που ξέρουμε είναι ζωή; Για μένα, αυτός είναι ο μέγας φόβος και ο μέγας περιορισμός. Ναι, ξέρω, τελικά θα ήταν μάλλον αβάσταχτο να ζούμε για πάντα. Αλλά ποιος ειλικρινά φιλιώνει ποτέ με την ανυπαρξία; Ακόμη και η αυτοχειρία είναι υπόθεση στιγμής.
Στο τέλος της ζωής του τυχερός είναι μάλλον εκείνος που έχει να θυμηθεί στιγμές που ρούφηξε τη ζωή ως το μεδούλι. Ο «επιτυχημένος επαγγελματίας στην τέχνη της ζωής», όπως τον ονομάζει η Γουλφ. Αρκεί να έχει το μυαλό του για να θυμάται. Και κάποιον να του διηγείται.