Συν & Πλην: Επτά Επί Θήβας από το ΚΘΒΕ στο Ηρώδειο
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος «Επτά επί Θήβας», του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο.
Το έργο
Η Θήβα, του Λάιου και του Οιδίποδα, βασανίζεται ακόμα από την κατάρα του παλιού χρησμού. Κι ενώ έχει αποκαλυφθεί ότι ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του, τον Λάιο, και παντρεύτηκε τη μητέρα του, την Ιοκάστη, κι έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά (τον Πολυνείκη, τον Ετεοκλή, την Αντιγόνη και την Ισμήνη). Μετά την αποκάλυψη της φρίκης, ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται και αφήνει το θρόνο στους γιους του. Όμως επειδή εκείνοι τον πέταξαν σ’ ένα καλύβι, τους καταράστηκε να μοιράσουν το θρόνο με σπαθιά και πόλεμο. Έτσι, για να αποφύγουν την πατρική κατάρα, τα δύο αδέλφια συμφωνούν να βασιλεύουν έναν χρόνο ο ένας, και έναν ο άλλος. Στην αρχή αυτό λειτούργησε, αλλά γρήγορα ο Ετεοκλής γλυκάθηκε από την εξουσία και αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του. Ο Πολυνείκης, που στο μεταξύ είχε καταφύγει στο Αργος και είχε παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της πόλης, του Άδραστου, ξεκινάει με μεγάλο στρατό για να επιτεθεί στην πόλη του. Το έργο ξεκινάει από τη στιγμή που οι Αργείοι πλησιάζουν τη Θήβα. Οι πολίτες της Θήβας θρηνούν απελπισμένοι και φοβισμένοι για την επερχόμενη καταστροφή. Ο Πολυνείκης τους εμπνέει, τους ενθαρρύνει, λειτουργεί ως ηγέτης και ορίζει έναν στρατηγό να υπερασπιστεί κάθε μία από τις επτά πύλες της Θήβας. Την τελευταία, την έβδομη, αναλαμβάνει να την υπερασπιστεί ο ίδιος, απέναντι στον αδελφό του, τον Πολυνείκη. Τα δύο αδέλφια αλληλοσκοτώνονται. Η Θήβα σώζεται, αλλά το μικρόβιο του διχασμού και του εμφυλίου μένει…
Η παράσταση
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έστησε, για άλλη μια φορά, μια παράσταση που είχε συμπρωταγωνιστή τον λόγο και τη μουσική, επέμεινε στην εκφραστικότητα των κινήσεων, ακόμα και των σιωπηλών κινήσεων των ηθοποιών και μετέφερε στο κοινό την έννοια του διχασμού, όπως ξεκίνησε και όπως συνεχίζεται, τα πάθη, το φόβο, τον φανατισμό, την ένταση και την οδύνη που δημιουργεί.
Εικονοποίησε, πραγματικά εικονοποίησε, τη σχέση του λαού με τον ηγέτη, την εναλλαγή της διάθεσής του λαού όταν καταφέρνει να τους πείσει ο εύγλωττος ηγέτης, την εναλλαγή των συναισθημάτων του φόβου και της παθιασμένης πίστης, τις μεταστροφές του λαού και των πολιτών δηλαδή, τότε, τώρα, πάντα. Και μ’ έναν σπαρακτικό τρόπο ανέδειξε πώς ένας ηγέτης που έχει το χάρισμα να πείθει τους πολίτες του, μπορεί να τους εμπνεύσει και να τους οδηγήσει σε μεγάλες στιγμές ή -άλλοτε- να τους κάνει το άσπρο μαύρο, και να τους οδηγήσει στον όλεθρο.
Τα έδειξε όλα αυτά ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σε μία από τις καλύτερες παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (δυστυχώς δεν καταφέρνουμε να δούμε πολλές παραγωγές του). Και μέσω της εξαιρετικής, για μία ακόμη φορά, μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα, μας κάλεσε να σκεφτούμε τι γίνεται στην πόλη και στην πολιτεία όταν αλληλοσπαράζεται• όταν είναι χωρισμένη σε στρατόπεδα, με κάθε αφορμή. Γιατί «δίδυμος θάνατος, διπλός καημός». Γιατί όταν συμβαίνει ο διχασμός «αυτό το πένθος ανήκει στην πατρίδα. Οι άρχοντες και οι νόμοι αλλάζουν». Γιατί όταν δεν υπάρχει αυτό το μικρόβιο, «οι πόλεις που ανθίζουν στον καιρό τους, πίστη και ευσέβεια καρπίζουν».
Τα Συν (+)
- Η μετάφραση. Ο Γιώργος Μπλάνας, ποιητής ο ίδιος και καλός φιλόλογος, εγκαθίσταται για τα καλά στους σπουδαίους μεταφραστές της αρχαίας γραμματείας.
- Η μουσική. Ο Δημήτρης Θεοχάρης (δεν θυμάμαι αν έχει συνεργαστεί ξανά μαζί του ο Τσεζαρις Γκραουζίνις) είχε μεγάλο μερτικό στην επιτυχία αυτής της παράστασης. Συνταίριαξε ήχους παλιούς και νέους, έβαλε τους ηθοποιούς (και όχι μόνο του χορού) να τραγουδούν α καπέλα τα χορικά, έδωσε τον τόνο με τα τύμπανα, με το χτύπημα των ποδιών στη γη.
- Οι ερμηνείες. Στο Ηρώδειο το βράδυ της Δευτέρας είδαμε τον Γιάννη Στάνκογλου στο ρόλο του Ετεοκλή, αφού στον ρόλο εναλλασσόταν και ο Χρίστος Στυλιανού, που στη συγκεκριμένη παράσταση έκανε τον Πολυνείκη. Οπότε τον Ετεοκλή του Γιάννη Στάνκογλου θα κρίνουμε. Που ήταν σπαρακτικός, στις σιωπές τους και στο λόγο του, στις φοβίες του, στα διλήμματά του, στην απελπισία του, στην αίσθηση ευθύνης που κουβαλούσε. Από τις πιο ωραίες σκηνές της παράστασης η εμβρυακή στάση που πήρε, ξαπλωμένος στο έδαφος, λίγο πριν αντιμετωπίσει τον αδελφό του στη μάχη. Τον Χρίστο Στυλιανού στο Ηρώδειο τον είδαμε σ’ εκείνη τη συγκλονιστική απελπισμένη μονομαχία των δύο αδελφών, σ’ εκείνο το αγκάλιασμα του θανάτου. Ο Γιώργος Καύκας ως Άγγελος και ο Αλέξανδρος Τσακίρης ως Κήρυκας έδωσαν την ανθρώπινη διάσταση των πραγμάτων, με χιούμορ, τρυφερότητα, ευφυΐα, αλλά και γήινη λογική. Οι υπόλοιπες ερμηνείες ολοκλήρωναν το πνεύμα της παράστασης, χωρίς να λάμπουν ξεχωριστά. Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι ειδικά στο χορό, υπήρχαν άνισες ερμηνείες, ιδίως στην αρχή της παράστασης.
- Χορογραφία-κίνηση: Ενέταξε πολλά στοιχεία στην κίνηση των ηθοποιών ο Εντι Λάμε. Στοιχεία από χορούς των Βαλκανίων, αλλά και από τη σκληρότητα των βορειοευρωπαίων. Χορογράφησε το δέος και την απελπισία. Κάποιες φορές συνταρακτικά. Το έργο συνηγορούσε σ’ αυτή την προοπτική, αφού ήταν ένα έργο που είχε μάχες, φόβο, υστερικό φόβο, θάνατο. Οπωσδήποτε ήταν από τα θετικά στοιχεία της παράστασης.
- Τα χορικά. Είχα πολύ καιρό να δω τους «Επτά επί Θήβας» και δεν θυμόμουν πόσο ωραία χορικά έχει και πόσο ωραία αναδείχθηκαν στην παράσταση.
Τα Πλην (-)
- Τα σκηνικά. Όχι γιατί δεν ήταν ταιριαστά και λειτουργικά με την όλη αφήγηση, αλλά γιατί ο μόνιμος συνεργάτης του Τσέζαρις Γκραουζίνις, Κέννυ Μακ Λέλλαν μοιάζει σαν να εμμένει στο γκρι και στο μέταλλο. Θα θέλαμε, πράγματι, να δούμε και κάτι άλλο στη σκηνογραφία του. Όσο για τα κοστούμια, ήταν κι αυτά λειτουργικά, αλλά χωρίς να δίνουν κάποιον ξεχωριστό τόνο στην παράσταση.
Το άθροισμα (+)
- Ήταν μια κλασική παράσταση; Σε καμία περίπτωση. Ήταν μια παράσταση που συνταίριαζε θαυμαστά το κλασικό με το μοντέρνο. Που ενσωμάτωνε, συγκινητικά, στοιχεία από τους βυζαντινούς μουσικούς δρόμους, από την παράδοση της Βόρειας Ευρώπης, από τους ποντιακούς και τους βαλκανικούς χορούς• που προκαλούσε το συναίσθημα από την κίνηση και μόνο των σωμάτων, από τους μορφασμούς του φόβου, της οδύνης, της απελπισίας, της απελπισμένης τρυφερότητας. Μια παράσταση που έδωσε συγκίνηση, πληρότητα, τέρψη. Το επιβεβαιώνει η αντίδραση του κοινού, το επιβεβαιώνουν τα δάκρυα του Γιάννη Στάνκογλου στις πολλές αυλαίες, αλλά και η φανερή συγκίνηση του Τσέζαρις Γκραουζίνις στην υπόκλιση των συντελεστών.