Εγώ κι ο Καμίνσκι
Βελγο –γερμανική δραμεντί με θέμα την απόπειρα ενός οπορτουνιστή δημοσιογράφου να γράψει την αυτοβιογραφία ενός υπερήλικου διάσημου ζωγράφου, με σκοπό να τα…κονομήσει όταν ο τελευταίος πεθάνει.
Ο «διασημότερος ζωγράφος του περασμένου αιώνα» Μανουέλ Καμίνσκι, ζει αποτραβηγμένος στη βίλα του σε χωριό των ελβετικών Άλπεων. Εκεί θα καταφτάσει με περίσσευμα θάρρους και θράσους, ο κριτικός τέχνης Σεμπάστιαν Ζόλνερ, για να εισβάλλει στο άβατο του καλλιτέχνη και να του αποσπάσει τις πολύτιμες εξομολογήσεις του.
Έχει κάποιες έξυπνες ιδέες η ταινία του Wolfgang Becke αλλά αδυνατεί να τις εντάξει αποτελεσματικά όλες σε ένα ενιαίο, σφιχτοδεμένο και λειτουργικό σύνολο. Η δραμεντί του είναι άνιση, ανοικονόμητη, ενίοτε παραδομένη σε μια φτηνή, γκροτέσκα αλληγορία γύρω από τη ματαιοδοξία, το κυνήγι της διασημότητας και την ταυτότητα του αληθινού καλλιτέχνη. Ο αντιπαθέστατος ανήθικος δημοσιογράφος – του σταρ της γερμανικής κινηματογραφίας Daniel Brühl ο οποίος συνεργάζεται ξανά με το σκηνοθέτη που τον καθιέρωσε χάρη στο “Goodbye Lenin”- πασχίζει να αναγνωριστεί η αξία του. Ξιπασμένος και κυνικός φυσικά αποτυγχάνει σε κάθε προσπάθεια του.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το… ίνδαλμα του είναι πολύ καλύτερο. Ο Καμίνσκι είναι επίσης ένας δύστροπος, κακομαθημένος γέρος που ταλαιπωρεί τους γύρω του. Είναι πολλά που ενώνουν αυτούς τους δύο και θα τους φέρουν ακόμη πιο κοντά στο ταξίδι-βουτιά στο παρελθόν που πραγματοποιείται στο δεύτερο μέρος όταν ο ζωγράφος σχεδόν απάγεται από το δημοσιογράφο για να συναντήσει τη μεγάλη αγάπη του. Στο κομμάτι αυτό όμως κι ενώ η ταινία μετατρέπεται σε road movie με αρκετές ανατροπές, χάνεται και κάθε ελπίδα για να δούμε κάτι καλό. Η ταινία καταλήγει σε μια αφελή και βαρετή φαρσοκωμωδία, όπου ακυρώνει κάθε συμπαθητική προσπάθεια της πολλά υποσχόμενης εισαγωγής. Έξι υποψηφιότητες στα βραβεία της Γερμανικής Ακαδημίας.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης