Ο Γιάννης Αγγελάκας μάς αφιερώνεται…
Είναι πλέον μοτίβο και δεν το λέω αρνητικά. Αρχές καλοκαιριού ξεκινούν τα μεγάλα φεστιβάλ και οι συναυλίες των καλλιτεχνών στην πρωτεύουσα, λίγο αργότερα και όσο ο καιρός θερμαίνεται τους βρίσκουμε σε διάφορες περιοχές της χώρας, σε χωριά, νησιά, ποτάμια και δάση, – σαν αυτοί να μας ακολουθούν αυτή την φορά – και αρχές Σεπτέμβρη η Τεχνόπολη και ο Δήμος Αθηναίων κάνει μια σούμα όλου του έντεχνου και πέριξ ρεύματος, μαζεύει – και καλά κάνει ασχέτως του χρηματικού που είναι άλλη κουβέντα – όλα τα ονόματα σύμφωνα με τις τάσεις των καιρών και μας τους επαναφέρει, αποχαιρετώντας το καλοκαίρι.
Ο Γιάννης Αγγελάκας, είναι μέσα στους καλλιτέχνες, που τον είδα τρεις φορές μέσα στο καλοκαίρι και δεν μπορώ να αρνηθώ πως κάθε φορά με ενθουσιάζει.
Δεν ξέρω αν είναι το παρελθόν του – που είναι και αυτό σίγουρα – και το στοιχείο cult που μεταφέρει πλέον στα μουσικά πράγματα. Το σίγουρο είναι πως χρόνια μετά τις «Τρύπες» και κατοχυρώνοντας μια ανεξάρτητη solo καριέρα, αλλάζοντας μπάντες αλλά κρατώντας την αρχική στιχουργική του ουσία και την ιδιαιτερότητα της φωνητικής εκφραστικότητας και παρουσίας του, βρίσκεται εδώ και όπως ίσως έχω ξαναπεί, ο χρόνος δεν τον αγγίζει.
Ο Αγγελάκας, μάς αφιερώνεται. Έτσι θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την παρουσία του. Σαν ένα πολύ καλό βιβλίο
Ο Αγγελάκας βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των μουσικών εξελίξεων, τις αδράχνει, τις μεταλλάσσει και τους δίνει ελληνικότητα μέσα από ηχοχρώματα διεθνών σκηνών. Όλα αυτά όμως έχουν ειπωθεί, είναι γνωστά στο καθένα και το προχθεσινό live στην Τεχνόπολη, απλώς το επιβεβαίωσε. Αυτή την φορά όμως, θα προσπαθήσω να πω κάτι άλλο. Και ξεκινά κάπως έτσι. Ο Αγγελάκας, μάς αφιερώνεται. Έτσι θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την παρουσία του. Σαν ένα πολύ καλό – και ίσως επιπέδου pulp – βιβλίο (αν και πολλά pulp έχουν υπερβεί αυτή την «υποτιμητική» κατηγορία που η κριτική τα έχει χώσει να σκονίζονται) που διαβάζεται με την ευκολία ενός περιοδικού αλλά τρυπάει στη συνέχεια με την σκληρότητα και ηχηρή παρουσία στην σκέψη μας ενός κλασικομοντέρνου μυθιστορήματος.
Ο Αγγελάκας, διαβάζεται. Περνάει κάτω από το πετσί του ακροατή, χρόνια τώρα και πάντα περιμένουμε εναγωνίως να τα ξανακαταφέρει, με κάθε νέα του λέξη.
Πιάνει ακριβώς το σημείο των καιρών, αποδείχνοντας μια κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει μια και δυο γενιές – όχι φυσικά μονάχα νεαρές – και κάνει ξακάθαρα τα αδιέξοδα, όχι για να τα αγαπήσουμε, να τα εκτονώσαμε και να τα συνηθίσουμε, αλλά για να σταθούν μπροστά μας αδιαμεσολάβητα και να τα αντισταθούμε. Επιδίδεται σε μια οργασμικού τύπου απόδειξη του ψυχολογικού επηρεασμού του νου μας μέσα στην και από την κοινωνική διάλυση και έτσι μας στριμώχνει να αντιδράσουμε. Συμβαίνει όμως πρακτικά αυτή του η προσδοκία ή απλά εκτονωνόμαστε; Που και αυτή είναι μια λειτουργία της τέχνης.
Ολόκληρα τραγούδια τραγουδιούνται από το κοινό δίχως την φωνή του δημιουργού, άλλοι δακρύζουν, άλλου εξεγείρονται, άλλοι θυμούνται τα εφηβικά τους χρόνια
Παράλληλα, διδάσκει ειλικρίνεια και ευθύτητα, όπως έχει ειπωθεί κάποτε και ο Αγγελάκας, σαν γνήσιος καλλιτέχνης, δικής του εκφραστικής, μουσικής και πρωταρχικά στιχουργικής πορείας, μας μιλάει ευθέως αλλά σε μια μερίδα του κοινού αυτή η ιδιότητα μοιάζει με επίθεση στο ηθικό και αξιακό του σύστημα, σε άλλη μερίδα επιβεβαιώνει τις παρόμοιες σκέψεις του και σε μια τρίτη, της εκτονώνει τις εντάσεις. Δηλαδή σαν ένα πολύ καλό βιβλίο. Το διαβάζουμε, μας συγκλονίζει, μαθαίνουμε τις ατάκες του, τις λέμε στους φίλους μας και έπειτα το βάζουμε στο ράφι και το αφήνουμε μέχρι να γίνει αναγκαίο σε μια νέα περίσταση.
‘Όλο αυτό που λέω είναι ένα θεωρητικό ζήτημα απεύθυνσης και πρόσληψης της τέχνης, που όμως έχει μια πρακτική αξία. Οι μελωδίες του κατά την διάρκεια του live ακούγονται συνθηματικά από το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, ολόκληρα τραγούδια τραγουδιούνται από το κοινό δίχως την φωνή του δημιουργού, άλλοι δακρύζουν, άλλου εξεγείρονται, άλλοι θυμούνται τα εφηβικά τους χρόνια. Ένα στοιχείο της δυναμικής πρόσληψης της τέχνης του Αγγελάκα – και φυσικά άλλων μουσικών μεγαθηρίων της εγχώριας σκηνής. Άλλα έπειτα διασκορπιζόμαστε, βγαίνουμε από την Τεχνόπολη – και κάθε Τεχνόπολη – από τις εισόδους και τις εξόδους, επιστρέφουμε σε μια «κανονική» ροή της πραγματικότητας και συνεχίζουμε την ζωή μας σαν αυτά τα Αγγελάκικα «κανονικά παιδιά». Διασκέδαση χρονικά παροδική ίσως, πρόσληψη χρονικά παροδική ίσως, αν και η απεύθυνση του καλλιτέχνη παραμένει διαχρονική.
Ο Αγγελάκας και η νέα του μπάντα – που επιστρέφει στα ροκ ακουστικά μονοπάτια – το προσπαθεί και το υπερτονίζει ακόμη περισσότερο με το νέο του κομμάτι «Νεάντερταλ».
Διασκέδαση λοιπόν, εν μέσω κατηγοριών – από την πλευρά του Αγγελάκα – όλης της ανακύκλωσης των αγωνιών και των αξιών μας. Διασκεδάζουμε και έπειτα μοιάζουμε να εκτονωνόμαστε γιατί θέλουμε – και είναι άκρως πιο καθησυχαστικό – να μιλάει άλλος για αυτά που θα θέλαμε να πούμε αλλά φοβόμαστε. Μόλις ακούμε τα λόγια του, λέμε να ένας μάγκας που τα λέει στα ίσα. Όπως και να έχει, το κοινό δέχεται για λίγο το σφυροκόπημα των νοημάτων της στιχουργικής του, στο νου του. Και δεν είναι διόλου ασήμαντο γιατί χτίζεται όντως μια συνείδηση και ένας χαρακτήρας. Θεωρώ όμως, πως σε οποιαδήποτε τέχνη, πρέπει της δίνουμε και μια δεύτερη ευκαιρία, να αποδείξει και την βαθύτερη «ανατρεπτική» της δυναμική.
Ο Αγγελάκας και η νέα του μπάντα – που επιστρέφει στα ροκ ακουστικά μονοπάτια – το προσπαθεί και το υπερτονίζει ακόμη περισσότερο με το νέο του κομμάτι «Νεάντερταλ». Το κοινό πρέπει, να βρει αυτή την κλωστή που όσο την ακολουθούμε γίνεται όλο και πιο σκληρή, με μεγαλύτερη αντοχή, σαν καραβόσχοινο που θα δυσκολευόμαστε να κουβαλάμε. Αυτό πιστεύω – ίσως και λανθασμένα – απέδειξε ο Αγγελάκας άλλη μια φορά σε ζωντανή του εμφάνιση.