Για όλα τα παιδιά του Πειραιά…
Χτες δεν είδα κανένα αστέρι να πέφτει. Κι όμως, απρόσμενα πραγματοποιήθηκε ένα ακόμα όνειρό μου. Να περπατάω παρά θίν’ αλός, υπό το φως της πανσελήνου, και να ακούω α καπέλα τη φωνή της. Δεν το έκανα σκόπιμα! Απλά, καθυστέρησα να εισέλθω στον χώρο της συναυλίας, γιατί το Βεάκειο είχε πνιγεί περιφερειακά από τα αυτοκίνητα. Πάρκαρα κι εγώ όπως-όπως και, μέχρι να φτάσω στην είσοδο, στα αυτιά μου εκείνος ο γνώριμος ήχος με τις αποχρώσεις των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων… «Δεν λέει κι απόψε η βραδιά πάλι να ξημερώσει…»
Όντως, σαν να προνόησε ο Θεός να μην ξημερώσει η νύχτα αυτή από καμία αστραπή. Ένα «ασημένιο τάλιρο» είχε καρφιτσωθεί πάνω από το πάλκο, ως ιδανικός φωτισμός, σε ένα ρομαντικό ντεκόρ. Ήταν και το μόνο που σε έκανε να παίρνεις τα μάτια σου από εκείνη. Αν εξαιρέσεις, βέβαια, και τον ενθουσιώδη περίγυρο…
Αισθάνθηκα σαν να μπήκα σε έναν άλλον κόσμο αυτό το τρίωρο. Ξέχασα τα σκυθρωπά πρόσωπα της οικονομικής κρίσης. Τις ιστορίες της ανεργίας και των χρεών. Σχεδόν όλοι, ευδιάθετοι, την ακολουθούσαν φωνητικά και κινητικά στα τραγούδια της. Επί της ουσίας, τη συμπλήρωναν. Μια σχέση ειλικρινής, καρδιακή, αμφίδρομη. Με ισχυρές βάσεις από το παρελθόν, που εμβολιάζονται όμως περιοδικά, για να νικούν τη φθορά του χρόνου…
Όπου και να ήσουν, αντίκριζες ένα θέατρο κατάμεστο. Κι αυτή η συναυλία ήταν sold out. Κι ας θέλουν κάποιοι να βρουν “υποσημειώσεις” για να το δικαιολογήσουν. Δεν ήταν εύκολο να πλησιάσεις στη σκηνή, που ήταν περιτριγυρισμένη από θαυμαστές της. «Λάμπω όταν σας βλέπω!» τους τραγουδούσε. Πράγματι, έλαμπε…
Πριν από όλα, έδωσε την υπόσχεση που όλοι θέλαμε να ακούσουμε. Και όσοι την ξέρουμε καλά απ’ αυτήν τη μακρόχρονη σχέση, την είχαμε προεξοφλήσει. Θα προσπαθήσει, θα επιμείνει και θα βρει τρόπο να ελιχθεί για να αναπληρωθεί η νομικά μη αναβληθείσα συναυλία. Μακάρι. Σίγουρα, δεν έφταιγε εκείνη για την καταιγίδα του ουρανού, ούτε για το νομικό πλαίσιο των εισιτηρίων…
Στο “οξυγόνο” της, τα τραγούδια της, άλλαζε συχνά τους στίχους για να αναφέρει τον Πειραιά. Στο «Ρε!», βέβαια, δεν χρειαζόταν. Η πόλη αυτή είναι «παιδί» του «νταηλικιού» και της «μαγκιάς», που «τρακάρανε τυχαία μια βραδιά» και «αγαπηθήκανε τρελά»! Κάπως έτσι συνάντησε κι εκείνη τον στιχουργό και συνθέτη που γέννησε ο Πειραιάς και της άλλαξε τη μουσική της μοίρα…
Στην «Αντίστροφη Μέτρηση», τον αναζήτησε ανάμεσα στο κοινό. Κατέβηκε από τη σκηνή, τον βρήκε και… ξανατρακάρανε τα μέτωπά τους πάνω από το ίδιο μικρόφωνο! Πώς θα ήταν η καριέρα της χωρίς αυτήν την ευτυχή σύγκρουση; Ερώτημα ρητορικό, που δεν θα απαντηθεί ποτέ. Γιατί δεν χώρισε ποτέ από εκείνον. Το ομολόγησε κι η ίδια, αργότερα, μιλώντας για την ελευθερία που προσφέρει στον άνθρωπο ένας χωρισμός…
Ταυτόχρονα, θυμήθηκε τις ρίζες της. «Στη μνήμη του Σταύρου Κουγιουμτζή», όπως είπε, τραγούδησε το «Αχ, Περιστέρι μου» και τα «Χρόνια της Υπομονής». Σίγουρα, εκείνος και οι στιχουργοί (Άκος Δασκαλόπουλος και Μάνος Ελευθερίου) θα της συγχωρούσαν το άλμα της στην ποπ, αν την άκουγαν σήμερα στο Βεάκειο, όπου παρέσυρε το κοινό της στα τραγούδια τους…
Από εκεί ψηλά θα την έβλεπε και η Μελίνα, που είχε ομολογήσει ότι, αν ήταν τραγουδίστρια, θα ήθελε να ήταν η Βίσση! Τα θρυλικά «Παιδιά του Πειραιά», στο μεγάλο λιμάνι, θα ήταν ένας επιπλέον λόγος. Για κάθε παιδί του Πειραιά, τραγουδούσε χτες η εθνική Α.Β. τον ύμνο τους…
Τελευταία, μοιραία σύμπτωση ότι ερμήνευσε το «Δώδεκα» περίπου στις 12. Σε ένα κοινό που την αποθέωνε και παρέμενε κοντά της μέχρι το τέλος, παρά τις τρεις και πλέον ώρες…
«Με Μια Καληνύχτα» δεν θα τελειώσει ποτέ μια τέτοια νύχτα… Θα μείνει για πάντα ζωντανή στις αναμνήσεις μας!
Στέλιος Κοντέας