Και τώρα;… *Οι παπαγάλοι ήταν Κοκατίλ
Ο Γιάννης και η Ζωή έφυγαν για Γαλλία με το που μπήκε ο Σεπτέμβρης. Το αποφάσισαν Αύγουστο, κατακαλόκαιρο, σε φάση τέτοια που φίλοι, συγγενείς και γνωστοί ήταν σκορπισμένοι ή απαντούσαν με καθυστέρηση μέσω μηνυμάτων. Λακωνικά, αφηρημένα, χωρίς ρήμα, σκέτα. Τα μάζεψαν κι έφυγαν. Άφησαν πίσω δύο μέτρα λάστιχο για πότισμα, ένα μπουκάλι άζαξ και το κλουβί των παπαγάλων. Άδειο. Όλα στο μπαλκόνι.
Τη μέρα του φευγιού, μόνο ησυχία. Ακόμη και η γιαγιά του Γιάννη ό,τι είχε να πει το είπε όσο τον αγκάλιαζε. Πάνω-κάτω στην ηλικία της δικής μου γιαγιάς. Ίδια προσμονή. Να δουν την ευτυχία να μας ζώνει από παντού, να μην υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε. Δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό τους «το έξω». Το τηλέφωνο με τα πολλά νούμερα, το σκάιπ, ο χρόνος που γδέρνει τα πρόσωπα, τα αεροπλάνα που εξαφανίζονται με ένα «φου».
Ούτε εμείς το θέλουμε. Δε θέλουμε να φεύγουμε μακριά από εδώ. Και δεν είμαστε μαμόθρεφτα ή δειλοί ή εσωστρεφείς ή μαμούχαλοι. Οι δικοί μας μέλλοντες δε χώρεσαν ποτέ καμία φυγή, κανέναν αποχωρισμό, καμία επιβεβλημένη ανάγκη. Τις μάχες θα τις δίναμε εδώ. Στο χώμα, το νερό και τον αέρα που ξέρουμε.
Εδώ.
Αλλά σπρωχνόμαστε. Αγενή πόδια μας κλωτσάνε. Ένα εκατομμύριο στερητικά άλφα δίπλα από την ανάσα μας. Δε χωράμε, δε χρησιμεύουμε.
Δεν ξέρω αν αξίζει όλη αυτή η θυσία.
Και τι θα κάνει αν δε βρει κάτι εδώ για να ζήσει με αξιοπρέπεια;
Δεν ξέρω.
Εγώ πάντως φοβάμαι τα αεροπλάνα, ίσως να μη βλεπόμαστε συχνά. Και θα μεγαλώνουμε επειδή ο χρόνος είναι πάντα απορρυθμισμένος στις δυσκολίες. Και ίσως αργότερα το κομμάτι που χάσαμε να μην μπορούμε να το φερουμε στο παρόν. Στον αδερφό μου αναφέρομαι και σε 5-6 φίλους που έχουν κάτι πτυχία τυλιγμένα σε ρολό. Στο πατάρι, δίπλα στα χριστουγεννιάτικα.
Δίπλα, πιο κει, είναι και κάτι φωτογραφίες μας από το παιδικό καλοκαίρι του 1996, στη Μάνη. Οι γονείς μας είχαν την τωρινή μας ηλικία. Και μια ζωή μπροστά τους για να μας χαίρονται.
ΥΓ: Ακούω τη «Γελαστή ανηφόρα» του Αγγελάκα και νομίζω ότι όλα μπορούν να ξαναγίνουν, όπως ήταν πριν πατηθεί το pause.