Όταν οι Αθηναίοι χόρεψαν στους δρόμους του κέντρου
Ακολουθήσαμε δύο – από τις τέσσερις ελεύθερης εισόδου – δράσεις του Dancing Athens που άνοιξαν το χειμερινό προγραμματισμό της Στέγης Ωνάση, τα «In plain site» και «Bodies in urban spaces» και η συμμετοχή του κόσμου ξεπέρασε κάθε προσδοκία.Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος
Η πομπή των εκατοντάδων που ξεχύνεται από τον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου στο στενό της Κριεζώτου κι από εκεί στην Αμερικής προκαλεί ερωτηματικά. Κι απορίες. Κινητά που υψώνονται πάνω από τους ώμους κι οπλίζουν τις κάμερες τους. Κι όταν μια ξανθιά αστυνομικός την ακολουθεί πάνω στη μηχανή της σταματώντας την κυκλοφορία, οι απορίες γίνονται ακόμα περισσότερες. «Τι γίνεται ρε παιδιά;» αναρωτιέται ο ταξιτζής στην Ακαδημίας. «Καλλιτεχνικό δρώμενο» απαντάς και, μάλλον, δεν τον βοηθάς πολύ.
Το απογευματινό φως του Σαββάτου που σκορπίζει ρόδινες ανταύγειες πάνω από τα κτήρια της πόλης, έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο της πορείας. Κι όμως, ο κόσμος που βρίσκεται στα ίχνη της αστικού χορογραφικού περιπάτου του Willi Dorner – στο πλαίσιο του μίνι φεστιβάλ Dancing Athens που διοργανώνει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση – θα δικαιολογούσε τον όγκο μιας διαμαρτυρίας· σίγουρα όχι «σκόρπιας». Μέχρι να φτάσουμε στα μισά της διαδρομής – από την πλατεία Συντάγματος ως την πλατεία Κουμουνδούρου – γύρω σου βαδίζουν τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι. Η μέθοδος, άλλωστε, με την οποία καταλαμβάνει το δημόσιο χώρο, θαρραλέα και δυναμικά, έχει σίγουρα ύφος παρέμβασης.
Παρκούρ, χορός, ανθρώπινη εγκατάσταση ή κυνήγι αστικού θησαυρού; Κάτι ανάμεσα κι εξάλλου δεν έχει σημασία. Ντυμένοι με πολύχρωμες φόρμες και φούτερ 25 χορευτές (όλοι Ελληνες) αφομοιώνονται από το αστικό τοπίο, τόσο απρόσμενα και ζωτικά, σαν πεταλούδες που βρήκαν δέντρο για να καθίσουν. Σαν αδέσποτα που βρήκαν γωνιά για να κουλουριαστούν.
Ευλύγιστα ανθρώπινα σώματα εφαρμοσμένα πάνω στο σώμα της πόλης: Στη σχισμή που δημιουργεί ο κίονας ενός περήφανου νεοκλασικού της Πανεπιστημίου με τον τοίχο, πίσω από το άγαλμα του Ρήγα Φεραίου στην όψη της Ακαδημίας Αθηνών, στην οροφή μιας δημόσιας τουαλέτας στην Κλαυθμώνος, στο κενό που σχηματίζουν κουτιά της ΔΕΗ, στο παρτέρι της βυζαντινής εκκλησίας έξω από το «Χοροστάσιο», στο φινιστρίνι της νεόδμητης έδρας Μηχανικών, στο μέτωπο ενός ισόγειου καταστήματος στην Κολοκοτρώνη, πίσω από τα κάγκελα μιας αποθήκης στου Ψυρρή.
Σαν ξωτικά τρέχουν οι χορευτές ανάμεσα μας για να προπορευτούν και να ετοιμάσουν το επόμενο αστικό στιγμιότυπο. Η Αθήνα, στο μεταξύ, στους ρυθμούς της. Η σειρήνα του ΕΚΑΒ, το λεωφορείο για το Γαλάτσι που φεύγει από το σταθμό, τα κορίτσια με τα ψώνια στα χέρια, τα γεμάτα πιάτα στα ταβερνεία, ο μπουζουξής που γρατζουνάει τις χορδές μα και η «άλλη» πόλη: Τα junkies, σκιές στον περίβολο του Πανεπιστημίου, οι άστεγοι της πλατείας Κλαυθμώνος που εξακολουθούν να κοιμούνται στα παγκάκια τους, ο ηλικιωμένος επαίτης δίπλα στον τηλεφωνικό σταθμό στην Αθηνάς, το καρότσι του σούπερ μάρκετ με όλα τα υπάρχοντα κάποιου κλοσάρ στην Κουμουνδούρου.
Η τέχνη που συνομιλεί με την ηδονική, μα και τη θλιβερή αταξία της πόλης έχει βγάλει κόσμο στους δρόμους. Νέους, μεγαλύτερους, παιδιά στους ώμους των πατεράδων τους, παιδιά που κρατούν το χέρι της μάνας τους κι ακούς ν’ αναρωτιούνται σκανδαλιάρικα: «Φαντάζεσαι, οι χορευτές να μας πουν να τους ψάξουμε;».
Αυτός είναι, ίσως, ο τρόπος για να ζήσεις την πόλη· να την ψάξεις, να την κατοικήσεις. Όπως είναι. Η Στέγη πρότεινε να την χορέψεις. Και εισακούστηκε ακόμα και το τεμπέλικο πρωινό του ίδιου Σαββάτου, κάτω από τον εξαντλητικό ήλιο στην ταράτσα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Το φυλλάδιο του Dancing Athens θα γινόταν αυτοσχέδιο καπέλο για τους περισσότερους. Τα γυαλιά ηλίου θα έβγαιναν από τις θήκες τους.
Καθώς η οκταμελής ομάδα της Trisha Brown, λευκοντυμένη σαν τη χτισμένη πόλη γύρω της, αναβίωνε εμβληματικά κομμάτια των χορογραφιών της μέσα στη αγέραστη κι ευαίσθητη γεωμετρία τους. Καθώς αναμετριόταν με το αττικό φως που όριζε τις ατμόσφαιρες ακόμα και στους εσωτερικούς χώρους του μουσείου· λευκοί κι αυτοί από την οροφή ως τα πατώματα. Το φως που έμοιαζε να είναι η μοναδική συμβολή αρμονίας του αστικού τοπίου που εξέπεμπε από τα παράθυρα: Πράσινες, φθαρμένες τέντες, κεραίες τηλεόρασης και θερμοσίφωνες στα ψηλά, μαρσαρίσματα αυτοκίνησης στα χαμηλά της. Πόλη γνώριμη, όπως είναι.
Είναι αλήθεια· σπάνια βλέπεις το δημόσιο χώρο της Αθήνας να κινητοποιείται παλμικά για να συμπορευτεί με την Τέχνη. Ομως, δεν ήταν μόνο εντυπωσιακή η θέα της Κολοκοτρώνη ή της Αθηνάς σε κυκλοφοριακό κομφούζιο, ούτε ακόμα η ουρά που είχε σχηματιστεί μπροστά από την είσοδο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Το εντυπωσιακό είναι ότι η Αθήνα έχει ακόμα όμορφα, οικεία πράγματα να αποκαλύψει, εκτός από τις αδυναμίες της. Αρκεί να της δοθεί μια τόση δα ευκαιρία.