Η πρόβα έχει ήδη αρχίσει και βλέπω τις οδηγίες ενός από τους πιο σημαίνοντες και σημαντικούς συνθέτες της χώρας μας να προετοιμάζει μέσα στην πίεση του χρόνου κάτι το σπουδαίο. Διακρίνω και δεν το κρύβω μια αυστηρότητα που ακολουθείται από μια ευγένεια.
Ένα έργο τέτοιας πνοής σαν την στιχουργική του Άλκη Αλκαίου, χρειάζεται αυτά τα στοιχεία και για να το μεταφράσεις και για να το εκπέμψεις. Και κάπου εκεί αρχίζω να κάνω μια υποθετική φυγή σε ένα παρελθόν που δεν έχω ζήσει για να αποσπάσω το καίριο και το βαρυσήμαντο.
Τέσσερα χρόνια μετά την «φυγή» του, ο Αλκαίος δηλώνει παρών μέσω ενός ιδιόμορφου «αντάρτικου» μέσα στο καθεστώς της μουσικής τέχνης.
Πιάνει το μολύβι ή χτυπάει με ευγένεια τα δάκτυλα του πάνω στην γραφομηχανή. Έξω ήδη έχει συντελεστεί μια μεγάλη ανατροπή και είναι θρέμμα της, και είμαστε γύρω στο 1977, που θυμίζει ίσως ή θα ήθελε να θυμίζει ένα 1848 και παίρνει σάρκα και οστά μια ιστορική συνέχεια που, αν και βουβή στα χρόνια της δικτατορίας, έχει πάρει την θέση της μπροστά στο γραφείο του. Ψηλαφίζει την γενική οργή, ίσως μια απογοήτευση αλλά σίγουρα μια διάθεση να βρει το ουσιώδες βάθος κάτω από την κοινωνική επιφάνεια.
Ένας από αυτούς, μονίμως στα όπισθεν της δημοσιότητας μα στην εμπροσθοφυλακή της τέχνης, ήταν και είναι ο Άλκης Αλκαίος. Να τι θα μπορούσε να σημαίνει η φράση του Μικρούτσικου πως ο Αλκαίος είναι ο «ποιητής που υποδύεται τον στιχουργό». Μια ποίηση που παίρνει γλυκές ανάσες μέσα στον κόσμο με την ευκολία λίγων στίχων.
Λείπει από κοντά μας εδώ και λίγα χρόνια. Όπως πολλοί λείπουνε. Όταν όμως «το έργο του εκφράζει την προσωπική αγωνία του καθένα και παράλληλα την συνολική αγωνία όλων μας», ο χρόνος δεν μπορεί παρά να του βγάλει το καπέλο. Και με αυτή την δυναμική, παρακολούθησα την πρόβα και τις εκφράσεις των προσώπων όλων των συντελεστών. Μια έκφραση, σαν συλλογική προσπάθεια, όχι απλά να διασωθεί μα να διαδοθεί όλο και πιο μαζικά το έργο του. Να γίνει παντιέρα ποιητικής αντεπίθεσης.
Ο Αλκαίος ανέγγιχτος από την πίεση του κέρδους και των συμβολαίων, παρέμεινε ποιητής ανάμεσα σε χιλιάδες στιχουργούς που προσπαθούν να βγάλουνε μεροκάματα – και κάποια φιλοδοξία – μέσα σε μια στημένη βιομηχανία. Είχε διαλέξει ποιους αγαπά και μονάχα σε αυτούς τους μυημένους παρέδιδε τα τραγούδια του για να βρούνε τον κατάλληλο σεβασμό και την σωστή ανταπόκριση. Είχε αυτή την επιλογή. Κάτι που λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να περηφανευτούν ότι κατέχουν. Αυτή την αίσθηση, έχω την ελπίδα πως θα μας παραδώσουν σε τούτο το αφιέρωμα. Την αίσθηση του «ανεπανάληπτου».
«Πως η ιστορία γίνεται σιωπή», μας λέει στην πασίγνωστη «Ρόζα». Την ακούω ήδη πίσω από την κλειστή πόρτα του στούντιο. Αποτελεί ερώτημα; Επιβεβαίωση; Μπορεί ακούγοντας ένα τεράστιο μέρος του έργου του, σήμερα, να βρούμε μια απάντηση ή και να το αρνηθούμε. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήθελε, ίσως και λέω πάντα ίσως, και ο ίδιος ο ποιητής.