«… και ευχαριστώ την ελληνική ντομάτα που η ανάμνηση της γεύσης της μου προκαλεί ακόμα ανατριχίλα. Αλλά ευχαριστώ και την αλλοίωσή της η οποία μου δίνει πολλές φορές λόγο να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους επαναλαμβάνοντας τη φράση, «ρε, που πήγε εκείνη η ντομάτα, ρε, που πήγε εκείνη η ντομάτα;»
Πρόκειται για το μονόλογο της Μαιρούλας, μια ηθοποιούς, 35, το πολύ 40 ετών, που βρίσκει λόγο να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και να μιλήσει για την καταναλωτική κοινωνία, για την ωριμότητα, για τη μοναξιά του ανθρώπου, για τη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, για το κενό, για την αντίφαση του ανθρώπου, για την αγωνία του θανάτου, για την έλλειψη ονείρων. Μπουχτισμένη από όλους και από όλα, μονολογεί, θυμώνει, συγκινείται, αναρωτιέται, γελάει, διανύοντας ένα ανελέητο σκαμπανέβασμα συναισθημάτων. Μπαλαντζάρει συνεχώς μεταξύ μαύρου – άσπρου, μεταξύ χαράς – λύπης, μεταξύ παραμονής και πετάγματος.
Αντιπροσωπεύει κάθε άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που αναζητά διέξοδο από τη μετριότητα της καθημερινότητας, τη μετριότητα του ανθρώπου, του απρόσωπου «εντάξει». Και θέλει κάποιος να την ακούσει, θέλει κάποιος να την προσέξει, όταν λέει «παιδιά, είμαι κι εγώ εδώ εεε;;»