Στην πρόβα: «Λαμπεντούζα» στο Θέατρο Νέου Κόσμου – Τα ναυάγια μιας Ευρώπης
Δέκα ημέρες πριν ανοίξει η αυλαία για τη νέα σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου φιλοξενούμαστε στην πρόβα της παράστασης και συνομιλούμε με τον ίδιο και τους πρωταγωνιστές της, Αργύρη Ξάφη και Χαρά-Μάτα ΓιαννάτουΦωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
Το λευκό στο δεύτερο όροφο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης σε τυφλώνει. Βασιλεύει παντού γύρω όπως και η σιωπή. Μια γωνιά του χώρου μόνο κατοικείται και φωτίζεται, παρότι έχει ένα όνομα που πλέον μιλάει για ένα βαθύ μας σκοτάδι: Λαμπεντούζα.
Η φωνή του Αργύρη Ξάφη κάνει ηχώ στην άδεια αίθουσα καθώς προβάλλει μέσα από ένα έρημο τοπίο μέσα στην ερημιά του μουσείου· γκρίζοι σαν πέτρες, διαβρωμένοι, από την αλμύρα της θάλασσας, κορμοί δέντρων στο σκηνικό υψηλού συμβολισμού της Μαγδαληνής Αυγερινού. Μαζί της, καθισμένος σε μια καρέκλα – λευκή κι αυτή – με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ο σκηνοθέτης της παράστασης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος να παρατηρεί το ύφος, να επιδιώκει τις λεπτές εκφράσεις των ηθοποιών του εκεί που τα λόγια τους γίνονται κοφτερά όσο η αλήθεια.
Αργύρης Ξάφης
Το πέρασμα της «Λαμπεντούζα» βρίσκεται στα μισά, μα ακαριαία σε πιάνει από τα μούτρα για να σε βάλει μέσα του, μιλώντας για οδύνες της εποχής, πολύ γνώριμες. Ήρωες του δυο άνθρωποι που ποτέ δεν συναντήθηκαν και ποτέ δεν θα συναντηθούν αλλά οι ιστορίες τους διαμορφώνουν μια κοινή κατάσταση: Ένας ψαράς ψυχών στη Νότια Ιταλία και μια εισπράκτορας δανείων στο Λονδίνο οργώνουν τις προσωπικές τους πληγές και μνήμες που συνάμα είναι οι πιο μελανές ζώνες της ευρωπαϊκής μας πραγματικότητας.
Ο Άντερς Λουστγκάρτεν, ένας 35άρης θυμωμένος Βρετανός έγραψε το έργο μόλις το 2015, ενσωματώνοντας αποσπάσματα ενός σύγχρονου, πυρετώδη εφιάλτη που δεν λέει να τελειώσει. Εξοικειωμένος με τα «πολύ ανθρώπινα» ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος το ανεβάζει σε επίσημη πρώτη στην Ελλάδα. «Ανήκει στην κατηγορία των έργων που κυνηγάω, που ερεθίζουν τις κεραίες μου γιατί αναφέρεται σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με το προσφυγικό. Από την εποχή του “Κοινού λόγου” με απασχολούσαν αυτές οι ιστορίες και φαίνεται πως όταν κάτι σ’ ενδιαφέρει σε συναντά από μόνο του» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και ο βοηθός σκηνοθέτη Κωνσταντίνος Τζάθας.
Μέσα από τη φόρμα του αφηγηματικού θεάτρου, η παράσταση στήνεται σαν δύο παράλληλοι μονόλογοι που διαπλέκονται δραματουργικά μα κυρίως συναισθηματικά. Τα λόγια τους καθηλώνουν και πονάνε όπως όταν ξύνεις τις ανοιχτές πληγές. «Τα νεκρά παιδιά είναι πανάλαφρα· αυτό έμαθα σήμερα» λέει ο Αργύρης Ξάφης κι είναι η πρώτη φράση αυτού του έργου που μανιασμένη φτάνει στ’ αυτιά σου. Φορώντας μάλλινο σκουφί και μια πλεκτή μακριά ζακέτα, υποδύεται τον Στέφανο, «ένα νέου τύπου ψαρά, έναν ψαρά ανθρώπων» όπως λέει που διασώζει όσους πρόσφυγες προλαβαίνει από τα «σαπιοκάραβα που είναι καταδικασμένα να τσακιστούν στα βράχια της Ευρώπης», που ορμά στα μουγκρητά της μεσογειακής καταιγίδας και συλλέγει νεκρούς που δεν έχουν «κανέναν να τους κλάψει».
Τη στιγμή που ο Στέφανο σωπαίνει, η Ντενίζ, μια μιγάδα Λονδρέζα φοιτήτρια που συλλέγει χρωστούμενα από δανειολήπτες ψέγει τον «ανίδεο για τα δικαιώματα του κόσμο – όσα του έχουν απομείνει τουλάχιστον», εκθέτει τους κινδύνους του «ανεξέλεγκτου υλισμού» και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο ξαφνιάζεται από την καλοσύνη των ξένων. «Γιατί είναι καλοί οι άνθρωποι; Δεν πάμε καλά!» απορεί η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου που την υποδύεται, με το ζωηρό βλέμμα και το καθαρό της πρόσωπο να υπογραμμίζουν κι άλλο αυτή την απορία.
Χαρά – Μάτα Γιαννάτου
Η «Λαμπεντούζα» εκπέμπει την αλήθεια παράλληλα με τα ίδια τα συμβάντα που αφηγείται – την ώρα που η πληροφορία για τις ανθρωποθυσίες της Μεσογείου και τις ακρότητες του τραπεζικού συστήματος είναι καθημερινή κι ανεξέλεγκτη. Πως αλήθεια παραλαμβάνει αυτή την πληροφορία το θέατρο; Πως παίρνει απόσταση το θέατρο από τη σκληρή ζωή; Μήπως διακινδυνεύει να την ωραιοποιήσει στα μάτια μας καθώς την προσεγγίζει με καλλιτεχνικούς όρους; Ο Αργύρης Ξάφης, καθισμένος πάνω στον κορμό ενός δέντρου, διαφωνεί· «η Τέχνη», λέει, «ξαναδίνει πνοή σε καταστάσεις που η ειδησεογραφία έχει κάνει να μοιάζουν συνήθεια και καθημερινότητα». «Είναι μια ευκαιρία να ευαισθητοποιηθούμε ξανά πάνω σε θέματα που μοιάζει να έχουμε αποδεχθεί. Κι εξάλλου νομίζω πως την πραγματικότητα ως είδηση δεν την αντέχουμε και πολύ» προσθέτει η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου. Ο σκηνοθέτης της παράστασης πάντως, δεν έχει ψευδαισθήσεις. Αναγνωρίζει πως η Τέχνη απευθύνεται σ’ ένα ήδη ευαισθητοποιημένο κοινό και δεν επιδιώκει να μετακινήσει από τη θέση τους τους ακραίους. Ούτε να «γιατρέψει τους φασίστες» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στη σκηνή ξανά ο ψαράς που «βλέπει τις μαύρες σιλουέτες των πνιγμένων να σκάνε πάνω στο σκάφος του». Ο ήρωας της πραγματικότητας γίνεται ήρωας της δραματουργίας μα ο ηθοποιός μαθαίνει να ξεχωρίζει τη διαφορά. «Αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους υποδυόμαστε μας ξεπερνούν. Είναι πολύ σπουδαίοι, πολύ πιο γενναιόδωροι από εμάς. Προσωπικά δεν τους αντιμετωπίζω σαν ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά σαν σημεία αναφοράς, σαν πρόσωπα που έχουν το μέγεθος ενός κορυφαίου θεατρικού ήρωα» εξηγεί ο Αργύρης Ξάφης.
Όπως και η ζωή έτσι και η «Λαμπεντούζα» του Λουστγκάρτεν έχει στιγμές σαρκαστικές κι εκείνο το χιούμορ που κανείς χρειάζεται για να σταθεί πιο θαρραλέος απέναντι της. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σημειώνει πως «δεν είναι ένα έργο θλιβερό γιατί έχει ελπίδα. Και πρέπει να συνομιλούμε με καταστάσεις που μας γεννούν την ελπίδα. Παρότι τις περισσότερες φορές φιλτράρονται μέσα από τον πόνο».