Αλέξανδρος Μυλωνάς: “Ένα θεατρικό έργο οφείλει να βγάζει τα θέματα ταμπού στην επιφάνεια”
Αλέξανδρος Μυλωνάς, ένας σημαντικός ηθοποιός που ήξερε από μικρός ότι ήθελε να ακολουθήσει την τέχνη της υποκριτικής, γιατί, όπως δηλώνει και ο ίδιος «ήξερε πώς να το κάνει».
Στα δέκα του χρόνια έπεσε τυχαία πάνω σε ένα γύρισμα, δεν του άρεσε ο τρόπος που υποδύονταν οι ηθοποιοί και σκέφτηκε πως ο ίδιος θα μπορούσε να μπει καλύτερα στο ρόλο, κάνοντας τις πρώτες του απόπειρες στο σανίδι του Πανεπιστήμιου στην Αμερική. Από το 1988 που επέστρεψε στην Αθήνα για να παίξει στην Λοκαντιέρα του Γκολντόνι με την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Γιάννη Φέρτη, καθιερώθηκε στο αθηναϊκό θέατρο και έκτοτε δουλεύει σχεδόν συνεχώς.
Φέτος πρωταγωνιστεί στο «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη, που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά, αυτή τη φορά στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας, έως τις 4 Δεκεμβρίου. Μια ιστορία παιδοφιλίας και κακοποίησης ή μια ιστορία αγάπης σε λάθος χρόνο;
Τί συμβολίζει το «Μαυροπούλι» στον τίτλο του έργου;
Το μαυροπούλι είναι στόχος των αρπακτικών πουλιών. Ζει στους θάμνους όπου κρύβεται και τρώει ακόμη και σκουπίδια. Συμβολίζει, μπορούμε να πούμε, την ποιότητα της σχέσης των πρωταγωνιστών του έργου- κρυφή, τρομακτική, μιαρή. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι πως ανάμεσα στα μαυροπούλια υπάρχουν και κάποια που γεννιούνται λευκά…
Ποιο είναι για το θέμα της ιστορίας;
Το έργο αναφέρεται στη σχέση ενός σαραντάρη και μιας δωδεκάχρονης. Μια ανεπίτρεπτη ερωτική σχέση. O Ρέυ μπήκε φυλακή για παιδεραστία – και έτσι έπρεπε να γίνει – και τώρα βρισκόμαστε 20 χρόνια μετά, με την Ούνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) να εμφανίζεται στo χώρο της δουλειάς του για να τον «εκδικηθεί», φορτώνοντας πάνω του όλη την ενοχή της υπαιτιότητας για το που έχει καταλήξει.
Το σκηνικό μοιάζει με χώρο εργοταξίου με τζαμαρίες. Ένα χώρο με αρκετές καρέκλες, με πολλά σκουπίδια στο πάτωμα και στο τραπέζι, φωτισμένο με λάμπες φθορίου όπου μία τρεμοπαίζει.
Ποια είναι η πρόκληση στο ρόλο του Ρέι;
Το να μπεις μέσα σε ένα ρόλο τόσο λεπτών αποχρώσεων, όπου όλα είναι μπερδεμένα στο μυαλό και την ψυχή του ήρωα, δημιουργεί ψυχικές εντάσεις αποκαλυπτικές και για σένα τον ίδιο. Είναι μια συνθήκη πολύ ενδιαφέρουσα και απαιτητική. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ανεβάσματος κάνει τον ηθοποιό να σταθεί ωριμότερα απέναντι στο ρόλο.
Ο Ρέυ, αντίθετα με την ηρωίδα που επιστρέφει αναζητώντας απαντήσεις, κατάφερε να προχωρήσει τη ζωή του. Γιατί όχι κι αυτή; Τι είναι αυτό που κρατά τους ανθρώπους πίσω;
Η Ούνα γνώρισε τον έρωτα- αυτό που νόμισε ότι είναι ο έρωτας-μέσα στην παιδικότητά της. Κι αυτός είναι ο λόγος, νομίζω, που καθηλώθηκε σε μια προεφηβική κατάσταση, όπου όλα είναι ούτως ή άλλως πολύ μεγεθυμένα. Δεν ξεπέρασε τη σχέση με τον Ρέυ ποτέ. Πιστεύω πως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας το πώς αντιμετωπίζει καθένας το παρελθόν.
Γράφτηκε ότι ο τρόπος που ο συγγραφέας προσεγγίζει την ιστορία, ισομοιράζει την ευθύνη ανάμεσα στα δύο πρόσωπα και έτσι κατά κάποιον τρόπο «εξωραΐζει» ένα ακανθώδες ζήτημα όπως αυτό της παιδικής κακοποίησης και της παιδοφιλίας. Πως το σχολιάζετε αυτό;
Αυτό που βγάζει στην επιφάνεια το έργο είναι ποιός είναι τελικά το θύμα και ποιός ο θύτης. Ο Ρέυ είναι ένοχος, τιμωρείται και πηγαίνει φυλακή, αυτό, όμως, δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι καθήλωσε τη ζωή ενός μικρού κοριτσιού. Από την άλλη και ο ίδιος υποφέρει, παθαίνει και πάσχει. Όσο για τα ποσοστά παιδοφιλίας στις μέρες μας, είναι απίστευτα αυξημένα. Η Αγγλία και η Αμερική βρίσκονται στις πρώτες πέντε χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά. Πρέπει ως ηθοποιός να αντιμετωπίσω αυτή τη δραματική συνθήκη, πράγμα που δεν είναι εύκολο.
Πιστεύετε ότι σε θέματα που διαχρονικά θεωρούνται ταμπού, ένα θεατρικό κείμενο οφείλει να παίρνει θέση και να ξεκαθαρίζει τα όρια ανάμεσα σε θύτες και θύματα;
Ένα θεατρικό έργο οφείλει να βγάζει τα θέματα ταμπού στην επιφάνεια και να τα αναδεικνύει.