Η Μεγάλη Αναμονή
Ντεμπούτο για έναν πρώην συνεργάτη του Paolo Sorrentino με μια ταινία βασισμένη σε έργο του Pirandello.
Η Άννα, περνά μοναχικά τις ημέρες στην παλιά βίλα της που βρίσκεται στη Σικελία. Μια μέρα εμφανίζεται η Ζαν, η κοπέλα του γιου της Άννας, Τζουζέπε, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος την κάλεσε με σκοπό να περάσουν τις διακοπές του Πάσχα μαζί. Η Άννα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε καν την ύπαρξή της Ζαν.
Η άγρια ομορφιά της υπαίθρου της Σικελίας, σε συνδυασμό με την πυκνή ομίχλη και την απομόνωση του σπιτιού είναι βασικά στοιχεία της απόκοσμης σχεδόν ατμόσφαιρας, που γίνεται ακόμα πιο έντονη χάρη στη βλοσυρή παρουσία της Juliette Binoche που υποδύεται την Άννα. Η αίσθηση μυστηρίου εντείνεται από τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας που είναι βέβαιο ότι έχει πολλά μυστικά (τα μηνύματα της Ζαν στο κινητό του Τζουζέπε τα ακούει κρυφά μόνο η Άννα) τα οποία κρύβει με την αινιγματική συμπεριφορά της η πρωταγωνίστρια.
Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ανάμεσα στις δύο γυναίκες δημιουργείται μια ιδιαίτερη επικοινωνία που σφραγίζεται από την «προσμονή» του Τζουζέπε. Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται ικανότατος στη δημιουργία του σασπένς, όχι μόνο χάρη στο πυκνό μυστήριο που καλύπτει την ιστορία αλλά και με την λυρική ματιά του που τονίζει καθημερινές συνήθειες (ουκ ολίγες φορές η κάμερα παρακολουθεί τη διαδικασία μαγειρέματος της Άννας) που αποκτούν άλλο νόημα με τη χρήση του φακού. Όμως το μεγάλο πρόβλημα του φιλμ είναι πως διστάζει να αποφασίζει που ακριβώς ανήκει: στο μυστήριο ή το δράμα; Είναι φανερό ότι η παραπλανητική διάθεση του σκηνοθέτη και ο αποπροσανατολισμός του θεατή, γίνεται από ένα σημείο και ύστερα αυτοσκοπός. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να ήταν το φιλμ κάτι περισσότερο από μια αργόσυρτη ιεροτελεστία που θολώνει διαρκώς τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, με αποκορύφωμα το «ανοιχτό» φινάλε που μπερδεύει ακόμη περισσότερο το αίνιγμα αντί να το ξεδιαλύνει.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης