Σνόουντεν
Κάτι ανάμεσα σε techno-θρίλερ, δραματοποιημένη βιογραφία και περιπέτεια, η βασισμένη στην πραγματική ιστορία του Edward Snowden ταινία του Oliver Stone αδυνατεί να πετύχει ικανοποιητικά όλους τους στόχους της.
Το 2013, ο Έντουαρντ Σνόουντεν αφήνει κρυφά τη δουλειά του στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (National Security Agency, NSA) των ΗΠΑ και πετά στο Χονγκ Κονγκ για να συναντηθεί με τους δημοσιογράφους Γκλεν Γκρίνγουολντ και Ίβεν Μακάσκιλ καθώς και τη σκηνοθέτιδα Λάουρα Πουατράς. Ο Σνόουντεν, ο οποίος εργαζόταν για την NSA και την CIA ως υψηλόβαθμος τεχνικός διαχειριστής ηλεκτρονικών συστημάτων, ανακαλύπτει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρακολουθεί όλες τις ψηφιακές επικοινωνίες – όχι μόνο ξένων κυβερνήσεων και τρομοκρατικών ομάδων, αλλά και των απλών Αμερικανών. Απογοητευμένος από τη δουλειά του, συγκεντρώνει σχολαστικά εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα που αποκαλύπτουν την πλήρη έκταση των υποκλοπών, εγκαταλείπει την αγαπημένη του και βρίσκει το θάρρος να ακολουθήσει την προσωπική ηθική και τις αρχές του.
Η ταινία είναι βασισμένη στα βιβλία «Time of the Octopus» του δικηγόρου του Σνόουντεν, Ανατόλι Κουτσερένα και «Φάκελος Σνόουντεν: Η Ιστορία του Νο 1 Καταζητούμενου Ανθρώπου στον Κόσμο», του δημοσιογράφου του Guardian, Λουκ Χάρντινγκ.
Όπως ήταν αναμενόμενο η περίπτωση του ήρωα που βρήκε άσυλο στη Ρωσία, θα απασχολούσε τον Oliver Stone, σκηνοθέτη που λατρεύει εκείνες τις ηλεκτρισμένες καταστάσεις όπου το ιστορικό πραγματικό γεγονός συναντά την κινηματογραφική μαγεία. Η ιστορία του Σνόουντεν διαθέτει όλα τα αγαπημένα κλισέ του Stone: σκοτεινές δυνάμεις, συνωμοσιολογία, σασπένς, μυστικές υπηρεσίες κι έναν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ήρωα που διχάζει την κοινή γνώμη ανάμεσα στον πατριώτη και τον προδότη.
Η τελευταία συνθήκη είναι εκείνη που χαλάει τη μαγιά στη συνταγή του σκηνοθέτη. Ο Σνόουντεν του Joseph Gordon-Levitt, παρουσιάζει ισχνό ενδιαφέρον, πολύ κατώτερο του αναμενόμενου κι αυτό φαίνεται να βαραίνει εξίσου Stone και Levitt αν και η λογική λέει πως το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης πάει στο σκηνοθέτη.
Η επιδερμική σκιαγράφηση ενός τόσο δυνατού και γεμάτου ψαχνό ήρωα, μοιραία αφαιρεί πόντους από την ταινία που ως θρίλερ λειτουργεί καλά. Άλλωστε αρκεί και μόνο το κομμάτι της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας αληθινής ιστορίας για να καθηλωθεί ο θεατής στο κάθισμα του. Όμως από ένα σημείο και μετά η ταινία μένει από καύσιμο. Τα όσα διαδραματίζονται σε όλο σχεδόν το δεύτερο μέρος παύουν κάπως να μας αφορούν αφού σκηνοθετικές κοινοτυπίες και σεναριακές ευκολίες, οδηγούν το φιλμ στο σίγουρο δρόμο της ανώδυνης περιπέτειας όπου όλα κυλούν προβλέψιμα και χωρίς περαιτέρω εκπλήξεις.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης