Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ
Η ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες είναι ένα από τα κορυφαία και πιο ουσιαστικά φιλμ στην πλούσια κινηματογραφική διαδρομή του μαρξιστή βρετανού σκηνοθέτη Ken Loach.
O Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός από το Newcastle. Για πρώτη φορά μετά από ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο, θα χρειαστεί τη βοήθεια της πολιτείας για να ζήσει, όμως η γραφειοκρατία τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Μέσα από την περιπέτεια αυτή, διασταυρώνεται με μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της. Βρίσκοντας αναπάντεχη οικογενειακή θαλπωρή ο ένας στον άλλο, ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσπαθούν να αντισταθούν στις δυσκολίες.
Ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση. Αυτό και μόνο το στοιχείο αρκεί στο σκηνοθέτη του «βρετανικού προλεταριάτου», όπως έχουν αποκαλέσει τον Ken Loach, ώστε να βρει τη δύναμη στα 80 του χρόνια – κι ενώ πριν από 2-3 χρόνια είχε πει ότι δεν θα ξανακάνει άλλη ταινία- και να ξαναπιάσει την κάμερα του διηγούμενος άλλη μια ιστορία που «πρέπει να ειπωθεί». Ήρωας του – ή καλύτερα αντιήρωας- είναι ο Ντάνιελ Μπλέικ, μαραγκός που «φτιάχνει τα πάντα με τα χέρια του», μάχιμος και αξιοπρεπής, που ένα καρδιακό ατύχημα τον αναγκάζει για πρώτη φορά στη ζωή του να στραφεί προς το κράτος για βοήθεια.
Εκείνο όμως, με μπροστάρη του το απρόσωπο και άκαμπτο «τέρας της γραφειοκρατίας» αρνείται σκόπιμα να σταθεί δίπλα του και του κόβει το κρατικό επίδομα αναγκάζοντας τον να ψάξει για δουλειά παρά τις ιατρικές γνωματεύσεις που σημειώνουν τον κίνδυνο αν συμβεί κάτι τέτοιο. Ο παραλογισμός που συναντά σε κάθε απόπειρα να βρει το δίκιο του ο «πολίτης Μπλέικ» είναι κάτι μοναδικό. Σχεδόν τραγελαφικό, όπως αποτυπώνεται εύστοχα στην αριστουργηματική εναρκτήρια σεκάνς, όπου μια «αόρατη» (βλέπουμε μόνο το μαύρο της οθόνης ενώ ακούμε μόνο τον παράλογο διάλογο) κοινωνική λειτουργός «βομβαρδίζει» με γελοίες ερωτήσεις τον πρωταγωνιστή.
Ο σκηνοθέτης, με τη συνδρομή του μόνιμου σεναριογράφου του Paul Laverty, περιγράφει με αδρές πινελιές τον σισύφειο αγώνα του ήρωα του. Πρόκειται για ένα λιτό, ψύχραιμο και δηκτικό δράμα χαρακτήρων, χτισμένο στις γειτονιές της σύγχρονης πραγματικότητας. Όχι μόνο της εργατικής Αγγλίας αλλά όλου του πλανήτη. Πολλά από τα εξωφρενικά που ακούγονται – και βγάζουν και νευρικό γέλιο μάλιστα παρά την τραγική φύση τους- θα σας φανούν ανατριχιαστικά οικεία. Ειδικά όσα έχουν να κάνουν με την ανίκητη μηχανή της γραφειοκρατίας όπου η σκληρή αντιμετώπιση, αν όχι τιμωρία, των ανθρώπων πηγάζει από την ιδεολογία του «φταίνε οι ίδιοι για ότι τους συμβαίνει».
Μια κορυφαία στιγμή του ανθρωποκεντρικού, πολιτικού και βαθυστόχαστου σινεμά του Ken Loach που αγγίζει υψηλά επίπεδα κινηματογραφικής τέχνης, χάρη στην απόλυτη σύμπνοια της ρεαλιστικής διάστασης της συγκινητικής ιστορίας που αφηγείται και του μαχητικού ρόλου που οφείλει να έχει η κινηματογραφική κάμερα.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης