Δημήτρης Κερκινός: «Στο σινεμά των Βαλκανίων κυριαρχεί το βάρος της ιστορίας και της αβεβαιότητας του μέλλοντος»
Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το βαλκανικό σινεμά έχει χρόνια τώρα την τιμητική του. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο φεστιβάλ της Ευρώπης. Έπαιξε και παίζει ένα καθοριστικό ρόλο στο να γνωρίσουμε αυτή την ιδιαίτερη κινηματογραφία και να την λατρέψουμε. Ο Δημήτρης Κερκινός που πάνω από δυο δεκαετίες είναι υπεύθυνος του τμήματος του Φεστιβάλ, «Ματιές στα Βαλκάνια», μάς ξεναγεί στα ενδότερα αυτού του κινηματογράφου, που θα μας απασχολεί για χρόνια ακόμα.
Μέσα στα χρόνια που είστε υπεύθυνος, του ίσως πιο ενδιαφέροντος και ιδιαιτέρου τμήματος του Φεστιβάλ, τί σφυγμούς πιάνετε από το κοινό; Πως προσλαμβάνει το βαλκανικού σινεμά;
Χαρακτηριστικά όπως το μαύρο, το σκανδαλιάρικο χιούμορ, αυτή η αναρχικότητα του βαλκάνιου και φυσικά τα κοινά θεματολογικά στοιχεία. Οπότε ο κόσμος άρχισε να το αγκαλιάζει, να το παρακολουθεί, να το νιώθει κοντά του, να το κατανοεί. Παράλληλα όμως υπάρχουν ταινίες, που αν και τις θεωρώ προσωπικά, πως αισθητικά ξεχωρίζουν και έχουν να πούνε κάτι καινούριο, εν τέλει, δεν βρίσκουν ανταπόκριση από το κοινό. Μπορεί ένας θεατής, να δει μια ταινία που είναι αριστούργημα και να μην του αρέσει και να δει μια μέτρια βαλκανική ταινία και να την προτιμήσει. Μια μεγάλη μερίδα του κοινού δυσκολεύεται δηλαδή να προσεγγίζει με ευκολία το καινούριο. Πέρα από το θέμα μιας ταινίας, που πράγματι αγγίζει τον μέσο θεατή, η καινοτομία στο κινηματογραφικό κομμάτι τον δυσκολεύει, τον αποξενώνει. Υπάρχει εκπαιδευμένο κοινό, αλλά δεν κυριαρχεί.
Στην αρχή υπήρχε μια προκατάληψη για το βαλκανικό σινεμά. Αυτό το σινεμά συνδεόταν στο νου του κοινού με την μιζέρια.
Δεν τολμάει να μπει στην αίθουσα ή δυσκολεύεται να εκτιμήσει την ταινία εφόσον την δει;
Εφόσον μπει στην αίθουσα δεν το εκτιμάει. Παρόλα αυτά, το βαλκανικό πρόγραμμα έχει το κοινό του. Οι προβολές γενικά είναι γεμάτες. Βλέπω πρόσωπα που έρχονται επί χρόνια και το παρακολουθούν αλλά κρίνοντας από τα βραβεία κοινού και από διάφορες συζητήσεις διαπιστώνω ότι το αισθητικό κομμάτι δυσκολεύει ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Όπως παλιότερα δεν συμπαθούσαν τον βαλκανικό σινεμά γιατί ασχολούταν συχνά με τον πόλεμο, την μιζέρια, έτσι και τώρα για να εξοικειωθεί κάποιος με τους κώδικες μιας άλλης κινηματογραφίας, θέλει χρόνο. Όσο εξοικειώνεται, τόσο πιο εύκολο μετά είναι να το παρακολουθήσει.
Η θεματολογία του βαλκανικού σινεμά έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια;
Παλιά το κοινό όταν άκουγε Βαλκάνια, σκεφτόταν Κουστουρίτσα. Θεωρώ πως με την φήμη του, βοήθησε εν τέλει το κοινό να δει με άλλο μάτι το βαλκανικό σινεμά
Ο Κουστουρίτσα, ο Γκούνει, ο Μακαβέγιεφ, ήταν σημεία αναφοράς μιας εποχής. Μόνο αυτοί ήταν γνωστοί. Και το κοινό ταύτιζε το βαλκανικό σινεμά με αυτούς. Πλέον έχουν αλλάξει τα πράγματα. Ο μέσος θεατής έχει πλέον πρόσβαση σε αυτόν τον νέο κινηματογράφο. Φέτος για παράδειγμα, οι μισές ταινίες του προγράμματος μας, έχουν βρει διανομή. Παράλληλα γίνονται ταινίες και για όλα τα γούστα. Δεν υπάρχει μονολιθικότητα. Όχι μόνο κωμωδίες, ή για τον πόλεμο ή ταινίες δημιουργού, αν και όλες είναι δημιουργού με την πλατιά έννοια.
Η διανομή βοηθάει, αν σκεφτεί κάποιος τις άδειες αίθουσες;
Τι ιδιαιτερότητα έχει το σινεμά των Βαλκανίων που το κάνει διαφορετικό;
Είναι μια περιοχή με πολλά προβλήματα και από την στιγμή που υπάρχουν πολλά προβλήματα και άλυτα ζητήματα, υπάρχουν πολλές ιστορίες προς αφήγηση. Και αυτό ίσως είναι πλεονέκτημα. Όλες οι χώρες των Βαλκανίων, με εξαίρεση την Τουρκία, είναι επίσης, κοινωνίες σε μετάβαση. Ήταν σοσιαλιστικές χώρες, είχαμε και τον εμφύλιο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, που ξαφνικά αλλάξανε και κάνουνε μια μετάβαση σε ένα καπιταλιστικό μοντέλο, η οποία όμως μετάβαση δεν έχει έρθει ακόμα. Συνεπώς έχουμε και ιστορίες για το παρόν, για το τι γίνεται τώρα. Στην Τουρκία έχουμε τα άπειρα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα που αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους σκηνοθέτες και που κατά κάποιο τρόπο είναι παρόμοια με αυτά των υπόλοιπων χωρών. Και η Τουρκία είναι κοινωνία σε μετάβαση. Περάσανε την δεκαετία του 80’ μια δικτατορία και προσπαθούν ακόμη να εισέλθουν στην δημοκρατία.
Ο κινηματογράφος της περιοχής έχει ένα έντονο ανθρωπολογικό στοιχείο. Λειτουργεί σαν καθρέπτης των κοινωνιών. Επειδή επεξεργάζεται παράλληλα και τραύματα του παρελθόντος και προβλήματα του παρόντος.
Έτσι υπάρχουν κοινοί κώδικες. Υπάρχει μια πολιτισμική συνάφεια στα Βαλκάνια κι αυτή μας κάνει και ξεχωρίζουμε. Από την άλλη, αν δεις γαλλικό σινεμά θα δεις τα προβλήματα για παράδειγμα μιας σχέσης, κάποιος χώρισε, κάποιος άφησε κάποια, έχουν δηλαδή, κάποια αστικά θέματα που εμάς στην Ελλάδα μας είναι αδιάφορα, αν τα συγκρίνεις με τα τεράστια προβλήματα που μπορείς να ανασύρεις από τις βαλκανικές κοινωνίες. Εκεί έχουν το βάρος της ιστορίας, το βάρος της σημερινής καθημερινότητας και της αβεβαιότητας του μέλλοντος. Και φυσικά όλες αυτές οι χώρες είχαν στούντιο, είχαν σχολές, είχαν σκηνοθέτες. Δεν ξεφύτρωσαν από το πουθενά. Και ότι μπορούν να κάνουν ένα καινούριο κινηματογράφο σε σχέση με το παρελθόν, είναι κι αυτό ένα προσόν.
Ο κινηματογράφος της περιοχής έχει ένα έντονο ανθρωπολογικό στοιχείο. Λειτουργεί σαν καθρέπτης των κοινωνιών. Επειδή επεξεργάζεται παράλληλα και τραύματα του παρελθόντος και προβλήματα του παρόντος. Και είναι πιο εύκολο και ενδιαφέρον για τους σκηνοθέτες αυτών των χωρών να κάνουν τέτοιες ταινίες. Υπήρχε μια σέρβικη ταινία που μιλούσε για τους νεόπλουτους της χώρας. Ήταν κάτι το ενδιαφέρον διότι βλέπαμε για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στο σέρβικο σινεμά, αλλά στην ουσία ήταν αδιάφορη. Διότι αυτή την ζωή μπορείς να την δεις σε οποιαδήποτε σινεμά. Δεν λέω ότι είναι καλύτερες συγκριτικά αλλά σου αφήνουν μεγαλύτερο αντίκτυπο. Της δυτικής Ευρώπης είναι πιο ευχάριστες και διασκεδαστικές, θα περάσεις καλά. Ένα ρομάντζο στα Βαλκάνια θα είναι πιο καταραμένο από ότι ένα στην δυτική Ευρώπη.
Ποιες χώρες κυριαρχούν;
Η Ρουμάνια και η Τουρκία είναι οι πιο δυνατές κινηματογραφίες. Οι Ρουμάνοι βρίσκονται στο επίκεντρο του παγκόσμιου σινεμά εδώ και 15 χρόνια. Πολλές χώρες είχαν ένα πικ. Κορέα, Ιράν, Χονγκ Κόνγκ είχαν ένα πέταγμα για λίγα χρόνια. Οι Ρουμάνοι όμως, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα. Έχουμε επίσης τους Τούρκους που έχουν επίσης γόνιμη κινηματογραφική παραγωγή. Πειραματικές, εμπορικές, art house. Και ξεχωρίζουν. Αυτές οι χώρες κάθε χρόνο προσφέρουν πολύ καλές ταινίες. Επίσης η Σερβία, η Κροατία, η Βουλγαρία που έχει πολλές γυναίκες σκηνοθέτριες. Είμαστε μια χώρα… μια περιοχή που συμβαίνουν πολλά πράγματα. Θα μπορούσαμε να είμαστε μια χώρα βασικά, μια κοινοπολιτεία.
Το Ελληνικό σινεμά είναι μέρος αυτής της σχολής ή έχει βάλει πλώρη για τα διεθνή, ευρωπαϊκά πρότυπα αφήγησης και θεματολογίας; Οι Έλληνες δημιουργοί έχουν στοιχεία ομοιογένειας με τους βαλκάνιους συναδέλφους τους;
Οι Έλληνες είμαστε μέρος των Βαλκανίων και γεωγραφικά και πολιτισμικά. Εγώ το προσεγγίζω πολιτισμικά κυρίως, γιατί γεωγραφικά υπήρχε μια διαίρεση. Την Ελλάδα την είχαν ξεκόψει, ήταν στην δυτική Ευρώπη και οι υπόλοιποι ήταν στο ανατολικό μπλοκ. Αλλά πολιτισμικά είμαστε αρκετά παρόμοιοι. Από τον Οικονομίδη και μετά και με αιχμή του δόρατος τον «Κυνόδοντα», κάνουμε ταινίες και εμείς λειτουργώντας με τον τρόπο του καθρέπτη. Η οικογένεια βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο αυτού του κινηματογράφου. Με μικροιστορίες. Δεν έχουμε πια τον επικό κινηματογράφο του Αγγελόπουλου, που χαρακτήριζε την Ελλάδα. Έχουμε ταινίες που τους ενδιαφέρει η προσωπική ιστορία των ηρώων και όχι η πολιτική κατάσταση που είναι κάπου στο φόντο. Ασχολούνται με την οικογένειά που είναι ένας πυλώνας της κοινωνίας. Μα η αγία ελληνική οικογένεια, δεν είναι καθόλου αγία. Έχει τις καλύτερες προθέσεις ίσως, αλλά έχει δημιουργήσει πολλές αγκυλώσεις και προβλήματα στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι ταινίες πιάνουν την ελληνική πραγματικότητα και την βάζουν σαν καθρέπτη, διεισδυτικά και όχι ψυχαγωγικά, όπως και οι βαλκάνιοι. Έχουμε δικό μας στυλ αλλά υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους υπόλοιπους. Και είναι πολιτικές. Η στάση του καθενός έχει πολιτικό στίγμα άλλωστε. Κι αν δεν βρίσκεσαι στην οικονομική και πολιτική ελίτ, ψάχνεις να βρεις ένα τρόπο να επιβιώσεις και να παρακάμψεις πολλά. Κι αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων μας, στα Βαλκάνια.
Θέλουμε όποτε μας βολεύει να είμαστε βαλκάνιοι και όποτε μας βολεύει να είμαστε Ευρωπαίοι. Αυτή καθ’ αυτή η συμπεριφορά όμως, είναι πολύ βαλκάνια.
Είχατε πει παλιότερα σε μια συνέντευξη, πως οι «Έλληνες δεν θέλουν να θεωρούνται Βαλκάνιοι». Εννοείτε το κοινό, τους κινηματογραφιστές ή και τους δύο; Γιατί θεωρείτε πως συμβαίνει αυτό;