Συν+Πλην: «Δωδέκατη νύχτα» από τον Δημήτρη Καραντζά στο Εθνικό Θέατρο
Θετικές και αρνητικές εντυπώσεις από την παράσταση «Δωδέκατη νύχτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Το έργο
Δύο δίδυμα αδέλφια, η Βιόλα και ο Σεμπαστιάν, ναυαγούν στις ακτές μιας μακρινής χώρας, της Ιλλυρίας, η οποία μοιάζει σαν να βγαίνει από ένα παραμύθι. Φτάνοντας στη στεριά, τα δυο αδέλφια χάνονται και η Βιόλα ντύνεται αγόρι, αυτοβαφτίζεται Σεζάριο και μπαίνει στην υπηρεσία του πρίγκιπα Ορσίνο, ο οποίος αγαπά την κόμησα Ολίβια, που πενθεί, η οποία όμως τον αποκρούει και ερωτευεται τον… Σεζάριο, ο «οποίος» πηγαινοφέρνει τα μηνύματα του Ορσίνο στην Ολίβια. Εν τω μεταξύ και ο Σεμπαστιάν σώζεται από τον πλοίαρχο Αντώνιο, και όταν εμφανίζεται δημιουργούνται κι άλλες ερωτικές καραμπόλες, κι άλλα μπερδέματα, αφού είναι τόσο ίδιος με τη Βιόλα-Σεζάριο. Αλλά αυτή τη νύχτα, τη Δωδέκατη, την νύχτα που κλείνει τον κύκλο των χριστουγεννιάτικων γιορτών, σ’ αυτή τη χώρα, πολλοί ερωτεύονται, πολλά μπερδεύονται, πολλοί φαντασιώνονται πολλά, πολλά είναι κρυμμένα έως ότου αποκαλυφθούν. Με χιούμορ, με ανάλαφρη και ιδιαιτέρως σκωπτική διάθεση, ο Σαίξπηρ αγγίζει και σ’ αυτό το κείμενο μεγάλα θέματα: τον έρωτα, τον πένθος για την απώλειά του, την εξουσία. Πρωτίστως όμως για τον έρωτα, που και πένθος έχει και εξουσία ασκεί, και μπερδέματα δημιουργεί, και μας βγάζει από τα ρούχα μας. Μας κάνει αλλιώτικους.
Η παράσταση
Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει καταφέρει, στα 30, σχεδόν, χρόνια του, να δημιουργεί προσμονή και αδημονία για τις παραστάσεις που πρόκειται να παρουσιάσει. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Με προσμονή και αδημονία πήγαμε και σ’ αυτή του την παράσταση. Μας υποδέχθηκε ένα σκηνικό (Κλειώ Μπομπότη) αέρινο, χαρούμενο, παιγνιώδες, καμωμένο μόνο με κόκκινο τούλι, που γινόταν τα πάντα: διάδρομοι, παλάτι, κήποι, δωμάτια-φυλακές. Μια ολόκληρη χώρα. Και ένας θίασος πάνω σ’ ένα ξύλινο βάθρο, με μακιγιάζ έντονο και κίνηση μαριονέτας, που επίσης έκανε τα πάντα: κρυβόταν, ερωτευόταν, μηχανορραφούσε, θλιβόταν, φοβόταν, γελούσε, αγωνιούσε… Κι όλα αυτά ήταν ολοφάνερα, γιατί πώς να τα κρύψει ένα τούλι; Οπως τα παιχνίδια των παιδιών, όπως το κρυφτό τους…
Γιατί κατ’ αρχήν ο Δημήτρης Καραντζάς έστησε ένα παιχνίδι, συνομίλησε αρκετά με την αισθητική του Μπομπ Γουίλσον (χωρίς να την αντιγράφει ή να την κακοχωνεύει), πάτησε πάνω στη στέρεη και άμεση μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου και στην ομάδα των ηθοποιών του και αφηγήθηκε αυτό το διαρκές παιχνίδι του έρωτα, της χαράς και του πένθους. Αλλά και τις όψεις της εξαγοράς, της εξουσίας, του ψεύδους, της ευπιστίας, ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους δηλαδή. Είτε είναι ερωτευμένοι, είτε δεν είναι.
Αυτή η χώρα, η Ιλλυρία, στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά ήταν πάνω σ’ ένα βάθρο, λίγο πέραν του κόσμου τούτου. Και μόνο ο γελωτοποιός, ο Φέστε, αφήνει κάπου κάπου αυτό το βάθρο και πατάει στη «γη» της σκηνής, στην πραγματικότητα δηλαδή. Και η πραγματικότητα έχει συμβιβασμούς, έχει αποδοχές και παραδοχές. Το ίδιο και το έργο του Σαίξπηρ, το ίδιο και η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά. Και όταν συμβιβάζεσαι, στριμώχνεσαι κάπως. Γι’ αυτό και στη σκηνή του φινάλε (από τις πιο δυνατές της παράστασης, από τα πιο γοητευτικά φινάλε), όλοι στριμώχνονται μπροστά μπροστά, μπερδεύονται, συνυπάρχουν δηλαδή. Με τρυφερή πίκρα. Επειδή τελείωσε η γιορτή, τελείωσε το όνειρο, τελείωσε η φαντασίωση. Και απομένει η γυμνή πραγματικότητα που εικονοποιείται μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο στο φινάλε. Και σιγά σιγά μένει μόνος, μισός πάνω στο βάθρο, αλλά με τα πόδια του ν’ ακουμπούν στη σκηνή, ο Φέστε, ο γελωτοποιός, ο αφηγητής, ο παραμυθάς, αυτός που μεταφέρει το νήμα της ιστορίας, αυτός που μεταδίδει τα πάθη των ανθρώπων από το τότε στο σήμερα. Ή μήπως ήταν ο Σαίξπηρ;
Τα Συν (+)
- Η μετάφραση. Ο Νίκος Χατζόπουλος μεταφέρει σε μια σύγχρονη, ρέουσα, ποιητική αλλά καθημερινή γλώσσα και αυτή την ιστορία του Σαίξπηρ (έχει υπογράψει κι άλλες μεταφράσεις του συγγραφέα). Και αναμφιβόλως έδωσε στους συναδέλφους του ηθοποιούς τη δυνατότητα να μεταφέρουν το κείμενο με τη φινέτσα του, το χιούμορ του, τον λυρισμό του.
- Τα σκηνικά. Συστατικό στοιχείο της παράστασης. Η Κλειώ Μπομπότη έστησε μια χώρα στον αέρα, με μόνο υλικό το τούλι, που ήταν κόκκινο, όπως η χαρά και το πάθος. Συνομίλησε εύστοχα με την οπτική του Δημήτρη Καραντζά και δημιούργησε έξοχο αισθητικό αποτέλεσμα.
- Η μουσική. Διακριτική, αλλά σταθερά παρούσα η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υπογράμμιζε τις στιγμές, τις εντάσεις, τις αγωνίες των προσώπων, με λιτά υλικά -όπως πάντα- και με τις φωνές των ηθοποιών σε πολυφωνική απόδοση.
- Η κίνηση. Δεν ξέρω πότε την προτιμώ περισσότερο τη Σταυρούλα Σιάμου. Οταν παίζει ή όταν διδάσκει στους ηθοποιούς την κίνηση. Πάντως, στην προκειμένη περίπτωση, στη «Δωδέκατη νύχτα» είχε πολύ δουλειά να κάνει, γιατί η κίνηση, αυτή η μαριονετίστικη, η αέρινη, η υπερβατική, ήταν βασικό στοιχείο της παράστασης.
- Οι ερμηνείες. Στον θίασο υπάρχουν μερικοί από τους σημαντικότερους σύγχρονους ηθοποιούς. Και άλλοι νεότεροι. Δεν ήταν όλοι ίσοι. Μακράν ο καλύτερος, ήταν ο Μαλβόλιο του Νίκου Χατζόπουλου• ο επιστάτης, ο αλαζόνας, ο εύπιστος αλλά και πιστός. Ακολουθούν η τρυφερή, μαχητική και απελπισμένη Βιόλα της Εμιλυς Κολιανδρή, η κακομαθημένη αλλά έξυπνη Ολίβια της Εύης Σαουλίδου και ο γενναίος και μαχητής Σεμπαστιάν του Αρη Μπαλή. Ο Μιχάλης Σαράντης (Σερ Αντριου) και ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Σερ Τόμπυ) με την εμπειρία τους και το ταλέντο τους, έδωσαν ξεχωριστή πνοή στους μικρούς ρόλους του αφελούς πλούσιου που θέλει να συνάψει γάμο με την Ολίβια ο πρώτος, και του παμπόνηρου θείου που θέλει να τα κανονίζει όλα, ο δεύτερος. Την πατάνε και οι δύο. Ο Αινείας Τσαμάτης σκιαγραφεί επιτυχημένα τον πραξτθξλι ξαθ δυναμικό πλοίαρχο Αντόνιο. Ξεχωριστή ήταν και η παρουσία του Φέστε (Γιάννης Κλίνης) σε όλες τις στιγμές (και στο τραγούδι). Οι Βαγγέλης Αμπατζής, Δημήτρης Κίτσος, Βασίλης Μαγουλιώτης και Σπύρος Χατζηαγγελάκης υποδύθηκαν με επάρκεια τους πολλούς ρόλους που είχαν. Δεν ήταν πειστική σε κάθε στιγμή της η πανούργα και ωφελιμίστρια υπηρέτρια της Ολίβιας, η Μαρία (Ελίνα Ρίζου). Τέλος, ο Δημήτρης Καραντζάς επέλεξε να δώσει σ’ έναν δόκιμο ηθοποιό, τον Γιώργο Χρυσοστόμου, έναν κόντρα ρόλο. Τον ρόλο του Ορσίνο, του μελαγχολικού και απελπισμένου ερωτευμένου πρίγκιπα. Παρά τη φανερή δουλειά που έκανε, δεν κατάφερε να μεταφέρει, όσο έπρεπε, τις αποχρώσεις του ρόλου του.
Τα Πλην (-)
- Τα κοστούμια. Η έμπειρη Ιωάννα Τσάμη, που μας έχει χαρίσει υπέροχες εικόνες με τα κοστούμια της, δεν ήταν εύστοχη σε όλα τις δημιουργίες της αυτή τη φορά. Σε άλλα υπηρέτησε με επάρκεια και γοητεία το παιχνιώδες της ιστορίας, και άλλα ήταν προβλέψιμα και μη ικανοποιητικά.
- Ο ρυθμός. Ισως επειδή είδα τη «Δωδέκατη νύχτα» στις πρώτες παραστάσεις, να μην είχαν βρεθεί ακόμα όλα τα πατήματα. Πάντως, προβλήματα ρυθμού υπήρχαν σε κάποιες σκηνές.
Το άθροισμα (=)
Μια ξεχωριστή πρόταση, με έμφαση στο εικαστικό, στο λόγο, και στις ερμηνείες. Μια παράσταση που ανέδειξε τα ερωτήματα του έργου, μας ταξίδεψε σε όσα ονειρεύονται οι άνθρωποι, σε όσα κρυφά εύχονται, σε όσα θα ήθελαν να είναι, σε όσα είναι. Και το έκανε μ’ έναν τρόπο που ανέδυε αθωότητα, τρυφερότητα, χιούμορ, αισθητικό αποτέλεσμα και πολλή δουλειά.