Flâneur#14: Δύο πειραματικές παραστάσεις, ο σεβασμός και το δέος
Στην πρώτη περίπτωση, η αντιμετώπιση εξέπεμπε τρυφερότητα, σεβασμό, φρεσκάδα, φαντασία, αθωότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, κυριαρχούσε και πάλι ο σεβασμός, μαζί με τον επαγγελματισμό, αλλά υπερτερούσε το δέος. Πρόκειται για δύο θεατρικές παραστάσεις, διαφορετικές, σε διαφορετικούς χώρους, φτιαγμένες από διαφορετικές γενιές καλλιτεχνών, που είχαν, και οι δύο, όλα τα χαρακτηριστικά του πειραματικού εγχειρήματος.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν η παράσταση της ομάδας bijoux de kant, που μας έχει χαρίσει πολλές γοητευτικές στιγμές στο θέατρο και μετέφερε στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής», τη νουβέλα της Μέλπως Αξιώτη «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;».
Στην Πειραματική Σκηνή, στο -1 του REX της οδού Πανεπιστημίου, πέντε νέοι άνθρωποι (Κορίνα Βασιλειάδου, Ανθή Ευστρατιάδου, Ειρήνη Κυριακού, Χάρης Πεχλιβανίδης, Κλέα Σαμαντά) ανακάτεψαν και αντέστρεψαν το έργο του Ιψεν, με τρόπο δημιουργικό και ευφάνταστο, με απόλυτη την απουσία αυθάδειας και με απόλυτη την παρουσία φαντασίας και τόλμης. Περπάτησαν παράλληλα στην ψίχα του ιψενικού κειμένου, αναζήτησαν τις σχέσεις των γενεών και τις εμπλοκές της οικογένειας, έβαλαν ραπ μουσική, αναζήτησαν τα «θέλω» και τα «πρέπει» του καθενός, ανέδειξαν τους καθωσπρεπισμούς και τις εμπλοκές που βαραίνουν τις γενιές («Δεν μιλάμε για δυσάρεστα πράγματα. Δεν μας κάνει καλό») και όλα αυτά πάνω σ’ ένα πάτωμα που τσαλακωνόταν σιγά σιγά, που γινόταν κρυψώνα, καταφύγιο και ήταν διαρκώς μια ασταθής βάση (από τα πιο ευφυή σκηνικά, με τα πιο λιτά μέσα, που έχω δει). Και ήταν κι εκείνη η βιντεοοθόνη, στο βάθος της σκηνής, που μας συνέδεε με το κείμενο, που γινόταν ένας ακόμη ρόλος, που μας εξήγησε την αλλαγή που έγινε στο φινάλε. Καθαρά πράγματα. Με την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της νεότητας. Και την τρυφερότητα της ματιάς της.
Στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»
το βλέμμα του θεατή έπεφτε αμέσως στο σκηνικό (ιδιαίτερο προσόν και βασικό μέλημα του Γιάννη Σκουρλέτη, που αυτή τη φορά υπέγραψε μόνο τη δραματουργική επεξεργασία της παράστασης και άφησε τη σκηνοθεσία στην Ηλέκτρα Ελληνικιώτη). Προκάτ τοίχοι ενός σπιτιού, με αστική αλλά παρηκμασμένη διακόσμηση της δεκαετίας του ’50, που στη διάρκεια της παράστασης στήνονταν ένας ένας ακριβώς για να εγκλωβίσουν τους ενοίκους του, και τρεις άνθρωποι που μοιάζουν να μονολογούν, αλλά κουβαλούν την ίδια αγωνία: «τρέμουν μήπως δεν προλάβουν να γνωρίσουν τα πάντα γύρω τους». Και αυτά τα πάντα τους υπερβαίνουν, αφού ο κόσμος κινείται, αφού η ζωή μας υπερβαίνει διαρκώς. Μέχρι την έναρξη της παράστασης ακούγεται το χρατς-χρουτς μιας βελόνας παλιού πικάπ που έχει κολλύσει -όπως οι μνήμες. Και μετά οι τρεις ηθοποιοί (Αγγελική Παπαθεμελή, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Νάνσυ Μπούκλη) αφηγούνται τις αναμνήσεις τους, τα θέλω τους, τις αγωνίες τους, τα όνειρά τους. Βαδίζοντας διαρκώς πάνω στο κείμενο, το συγκλονιστικό και διαρκώς νέο, κείμενο της Μέλπως Αξιώτη. Η μόνη αλλαγή που έγινε ήταν ότι μεταφέρθηκαν σε πρώτο πρόσωπο οι αφηγήσεις του κειμένου. Ανδρέας Κωνσταντίνου
Συνδύασα δύο διαφορετικές παραστάσεις, που όμως είχαν πειραματική οπτική και αντίληψη. Η διαφορά τους ήταν στη σχέση σεβασμού και δέους.
Συνδύασα δύο διαφορετικές παραστάσεις, που όμως είχαν πειραματική οπτική και αντίληψη. Η διαφορά τους ήταν στη σχέση σεβασμού και δέους. Στην πρώτη περίπτωση, της Πειραματικής Σκηνής, κυριάρχησε η αίσθηση του σεβασμού, που όμως δεν μπλόκαρε τη δημιουργική φαντασία. Στη δεύτερη περίπτωση, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, το δέος έγινε τροχοπέδη. Μάλλον αυτό είναι κάτι που δεν αφορά τις δύο συγκεκριμένες παραστάσεις, δεν αφορά μόνο τις παραστάσεις, μόνο την τέχνη, μόνο τη δημουργία, αλλά τα βήματα του καθενός μας. Αλλωστε μας το λέει και η Μέλπω Αξιώτη: «Μια μέρα που ξημέρωσε μεγάλη φουρτούνα, ήθελε δύναμη να ζήσεις…». Και τότε ήθελε, και τώρα θέλει.