Μπέτυ Αρβανίτη & Ρούλα Πατεράκη: Κρατάει χρόνια αυτή η εκρηκτική σχέση
Στην επέτειο 30 χρόνων δημιουργικής πορείας του θεάτρου Κεφαλληνίας οι σιδηρές κυρίες της ελληνικής σκηνής σμίγουν ξανά, για τρίτη φορά με αφορμή μια νέα προσέγγιση στις «Τρωάδες σήμερα».
Η πόρτα του θεάτρου Κεφαλληνίας ορθάνοιχτη, βγάζει τη μυρωδιά του βερνικιού από τα φρεσκοβαμμένα σκηνικά μέχρι το πεζοδρόμιο. Το ταμείο φωτεινό και οι ψίθυροι εκείνων που αγοράζουν εισιτήρια για την πρεμιέρα της επόμενης εβδομάδας πυκνώνουν καθώς βραδιάζει. Δευτέρα απόγευμα, το θέατρο ησυχάζει χωρίς πρόβα, μα η Μπέτυ Αρβανίτη και η Ρούλα Πατεράκη είναι ήδη εκεί, καθισμένες στις θέσεις των θεατών που θα καλωσορίσουν σύντομα – για τρίτη φορά από κοινού.
Τα επιφωνήματα που σκορπίζουν στον αέρα της πλατείας, διαδέχονται μιαν απλή ερώτηση: Τι συνέβη στο θέατρο Κεφαλληνίας πριν από 30 χρόνια;
Το πέρασμα του χρόνου – βαρύ φορτίο από μόνο του – και η συγκινησιακή φόρτιση που ακόμα συνοδεύει εκείνη την ένδοξη εκκίνηση και τα φετινά γενέθλια, δικαιολογούν κάθε πιθανή αντίδραση κι από τις δυο τους. Ήταν εξάλλου οι αυτουργοί μιας τεράστιας επιτυχίας, το ντεμπούτο των «Πικρών δακρύων της Πέτρα Φον Καντ» στην αθηναϊκή σκηνή, υπεύθυνο για το σαρωτικό άνοιγμα ενός, πλέον, ιστορικού θεάτρου της πόλης. Οι περιγραφές τους σαν να ζωντανεύουν τις εικόνες από τις ουρές των ανθρώπων που στέκονταν υπομονετικά στο στενό της Κεφαλληνίας. Δεκέμβριος του 1987.
«Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή για μένα. Τρέμαμε γι’ αυτό το ξεκίνημα· παρόλα αυτά δεν ακολουθήσαμε την πεπατημένη. Ακόμα και η επιλογή της Ρούλας στη σκηνοθεσία δεν ήταν αναμενόμενη. Το έργο, ο χώρος, η σκηνοθεσία, όλα ήταν ανατρεπτικά. Σοβαρό το ρίσκο. Ευτυχώς το πήραμε κι ευτυχώς πέτυχε. Γιατί σ’ αυτό το ξεκίνημα, το άκρως καθοριστικό, οφείλεται η μετέπειτα πορεία του Κεφαλληνίας. Χάρη σ’ εκείνη την παράσταση αισθανθήκαμε μεγάλη ελευθερία και θελήσαμε να ρισκάρουμε κι άλλο» θυμάται η Μπέτυ Αρβανίτη, ψυχή του Κεφαλληνίας μαζί τον παραγωγό και σύζυγο της Βασίλη Πουλαντζά.
Μπέτυ Αρβανίτη: Η Ρούλα είναι μια πολύ γενναιόδωρη καλλιτέχνις. Λένε πως είναι δύσκολη στη συνεργασία της – και είναι – αλλά πέρα από αυτό προσφέρει
Λίγους μήνες πριν είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσει την «Εντα Γκάμπλερ» σε σκηνοθεσία της “αντισυμβατικής”, ειδικά για την εποχή, Ρούλας Πατεράκη. Η τελευταία, αποκαρδιωμένη και απένταρη από τις απανωτές εμπορικές αποτυχίες των σκηνοθεσιών της, φλέρταρε με την οριστική παραίτηση από τα θεατρικά πράγματα. Τότε εμφανίστηκε η Μπέτυ Αρβανίτη. «Θυμάμαι πως για να περάσει η ώρα μας κάπως, μεταφράζαμε τις “Ευτυχισμένες μέρες” με τον Κοσμά Φοντούκη. Ξαφνικά, ήρθε η Μπέτυ και με έπεισε να κατέβω στην Αθήνα για να συνεργαστούμε. Ήταν μεγάλη απόφαση. Δεν είχα ούτε σπίτι να μείνω, μοιραζόμουν ένα δωματιάκι με τον άνδρα μου, τον Γιάννη Πάνου. Κι από εκεί που ήμουν μαθημένη στη μεγάλη έρευνα κλήθηκα να υπηρετήσω μια σταρ. Στην αρχή το φανταζόμουν ως αδύνατο να συνταυτιστώ με μια τέτοια πρωταγωνίστρια. Εξεπλάγην. Γενικώς. Αφενός από τη Μπέτυ κι αφετέρου από την υποδοχή του κοινού, γιατί εγώ μέχρι τότε ήμουν συνηθισμένη σε μια φοβερή δυστροπία· όλοι θεωρούσαν πως έκανα δύσκολο θέατρο για να το αφομοιώσουν» εξηγεί η Ρούλα Πατεράκη.
Οι κουλτούρες τους είχαν συνδεθεί αρμονικά. Εκτός από την προφανή επιτυχία, οι δυο τους καταμετρούσαν τα κέρδη της συνεργασίας: Η Μπέτυ Αρβανίτη είχε περάσει σε πιο ερευνητικά πεδία και η Ρούλα Πατεράκη σε πιο επικοινωνιακά. Τρία χρόνια μετά, θα συνεργάζονταν ξανά, στην «Εβριάνα» με εξίσου μεγάλη ανταπόκριση αλλά η σχέση τους δεν ήταν πια η ίδια – ισχυρές προσωπικότητες και οι δύο γαρ. «Περάσαμε μεγάλη κρίση, τσακωθήκαμε πολύ άγρια με τη Μπέτυ» ομολογεί η Πατεράκη. «Χρειάστηκαν χρόνια για να ξαναβρεθούμε και τώρα αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή τη ρετροσπεκτίβα. Με τον καιρό κατάλαβα ότι έχουμε μια πολύ βαθιά σχέση, σχεδόν αδελφική. Πως τσακώνονται οι αδελφές αλλά τελικά μένουν πάντα μαζί; Έτσι κι εμείς».
Ρούλα Πατεράκη: Περάσαμε μεγάλη κρίση, τσακωθήκαμε πολύ άγρια με τη Μπέτυ. Με τον καιρό κατάλαβα ότι έχουμε μια πολύ βαθιά σχέση, σχεδόν αδελφική
Η «έντονη σχέση, αυτό το διαρκές φλερτ με κάποιον που σου σπάει τα νεύρα αλλά την ίδια ώρα σε γοητεύει», όπως παρατηρεί η Μπέτυ Αρβανίτη, κρατάει ακόμα· αναλλοίωτη στο χρόνο. Η μία συμπληρώνει τα λόγια της άλλης, η μια ενθαρρύνει την άλλη με την οικειότητα μιας συγγένειας. «Δεν ξέρω αν πρέπει να τα λέω μπροστά της» συνεχίζει η Αρβανίτη «αλλά η Ρούλα είναι μια πολύ γενναιόδωρη καλλιτέχνις. Λένε πως είναι δύσκολη στη συνεργασία της – και είναι – αλλά πέρα από αυτό προσφέρει. Δουλεύοντας μαζί της δεν παίρνεις μόνο κάτι για την παράσταση αλλά κάτι πιο ουσιαστικό για το θέατρο που υπηρετείς. Σπανίζουν πια οι δάσκαλοι – δημιουργοί και η Ρούλα είναι μια τέτοια περίπτωση». Η τελευταία πάλι, μιλάει για τη «φιλοπερίεργη Μπέτυ, την ηθοποιό που δεν αρκείται να παίζει αλλά ψάχνεται, όλο ψάχνεται».
Καμιά τους δεν φανταζόταν ή δεν τολμούσε να φανταστεί την εξέλιξη του Κεφαλληνίας σε μια από τις πιο επιδραστικές κι ανθεκτικές στο χρόνο σκηνές της πόλης. Στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν, το θέατρο αλλά και η ζωή τους εξέπληξε με την πληθωρικότητα και την οδύνη της. Η Ρούλα Πατεράκη είδε το προσωπικό πένθος της απώλειας του συζύγου της να επισκιάζει κάθε σημαντική θεατρική στιγμή της. «Από τότε που έφυγε ο Γιάννης έχουν περάσει 18 χάλια χρόνια για μένα. Πριν από το 1998 έζησα χρόνια δύναμης και έπαρσης, είχα την γνώση ότι των δυνατοτήτων μου και των προσόντων μου. Ήξερα ότι μπορώ να κάνω θέατρο και να καινοτομήσω κιόλας. Είχα αυτοπεποίθηση η οποία μετά το θάνατο του κλονίστηκε. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ζω και χαρές αλλά τις περισσότερες φορές μετανιώνω για το δρόμο που πήρα επαγγελματικά. Δεν πεθαίνω για το θέατρο πια» παραδέχεται.
Η Μπέτυ Αρβανίτη πάλι, μισεί τους απολογισμούς, ακόμα κι όταν αυτοί αφορούν στα πιο καλύτερα χρόνια της ζωής της. «Η διαδρομή των 30 χρόνων είχε στιγμές φωτεινές και σκοτεινές και βεβαίως δεν είμαι πλέον η ίδια ούτε σαν ηθοποιός ούτε σαν άνθρωπος. Όμως η διαδρομή αλλά ακόμα δεν τέλειωσε, δεν ξέρω τι θα μου συμβεί αύριο. Μέχρι να πεθάνω θα βρίσκομαι σε μια πορεία. Ξέρετε, έχω μια τέτοια αίσθηση του εδώ και τώρα που δεν θα μπορούσα να κάνω απολογισμό. Είναι τρελό, παράλογο αλλά περιμένω ακόμα εκπλήξεις».
Και κάπως έτσι 30 χρόνια μετά, με τα υλικά που χαρακτήρισαν το έργο της καθεμιάς ξεχωριστά αλλά και τα κοινά τους υλικά, ώριμες κι ανώριμες, δοκιμάζουν να δουν την τραγωδία στον (κλειστό) χώρο του Κεφαλληνίας, σε μια εκδοχή των «Τρωάδων» πάνω σε νέα δραματουργία της Πατεράκη. Το στοίχημα δηλαδή ξαναμπαίνει. «Υπάρχουν καινοτομίες στο λόγο, στη φόρμα στο περιεχόμενο. Το σημαντικότερο είναι ότι έχουμε αποσύρει το Χορό αφού σήμερα δεν υπάρχει διαμαρτυρόμενο πλήθος κατ’ αντιστοιχία. Ο Χορός αποσύρεται στο θέατρο όπως και οι συλλογικότητες από τους δρόμους» εξηγεί η σκηνοθέτις.
Η ιδέα ξεκίνησε ύστερα από την πρόταση της Αρβανίτη που εδώ και χρόνια φλέρταρε με το ρόλο της Εκάβης. Ωστόσο, πλέον, είναι τα δραματικά γεγονότα που επέβαλλαν τη στιγμή του ανεβάσματος αφού «αυτό που βιώνουμε δεν γίνεται να μην αφήνει ίχνη σκέψης πάνω μας για όσα θέλουμε να κάνουμε στο θέατρο» τονίζει η πρωταγωνίστρια και συνεχίζει: «Νομίζω πως η συνθήκη της προσφυγιάς πρέπει να γίνει για όλους μας ένα όχημα αυτογνωσίας. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε εν δυνάμει ανέστιοι, θα είναι μέγα λάθος. Δεν γίνεται να θωρακιζόμαστε πίσω από την τεχνητή μας ασφάλεια».
Μπέτυ Αρβανίτη: Έχω μια τέτοια αίσθηση του εδώ και τώρα που δεν θα μπορούσα να κάνω απολογισμό. Είναι τρελό, παράλογο αλλά περιμένω ακόμα εκπλήξεις
Πύλες από σίδερα και επιβλητικά συρματοπλέγματα περιφράσσουν την τετράγωνη σκηνή του Κεφαλληνίας, σε μια σκηνογραφική ιδέα της Ελένης Μανωλοπούλου. Η ατμόσφαιρα του hot spot και της εμπόλεμης ζώνης αναδίδεται χωρίς περιστροφές. Εξάλλου, η Ρούλα Πατεράκη σκηνοθετεί – πεισματικά την τελευταία 20ετία – με σταθερή αναφορά στον «Πελοποννησιακό πόλεμο» του Θουκυδίδη. «Εδώ μιλάμε για την αιχμαλωσία κάποιων γυναικών εξαιτίας ενός πολέμου. Και ειδικά στις μέρες μας, η αιχμαλωσία είναι αορίστου χρόνου. Είναι σχεδόν, μια μεθόδευση τιμωρίας. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία πουθενά σ’ αυτόν τον πλανήτη. Δεν υφίσταται καν· η ελευθερία πρέπει ν’ απασχολεί στο εξής τους μεγάλους ποιητές και τη σφαίρα της αισθητικής. Στη σφαίρα της πραγματικότητας δεσπόζει η οικονομία και ο πόλεμος: Πως θα φάμε, πως θα επιβιώσουμε, πως θα ξεσκίσουμε πώς θα αμυνθούμε».
Ρούλα Πατεράκη: Δεν μπορώ να πω ότι δεν ζω και χαρές αλλά τις περισσότερες φορές μετανιώνω για το δρόμο που πήρα επαγγελματικά. Δεν πεθαίνω για το θέατρο πια
Ο θρήνος της Εκάβης για τον εγγονό της, Αστυάνακτα που ρίχνεται από τα τείχη της Τροίας συνομιλεί τραγικά με τις θυσίες ανώνυμων προσφυγόπουλων που θυσιάζονται, χωρίς τέλος, στα παγωμένα νερά της Μεσογείου. Και στις δύο περιπτώσεις τίθεται αμείλικτο το ερώτημα της συνενοχής. Η Μπέτυ Αρβανίτη παρατηρεί πως στο «έργο της Ρούλας επισημαίνεται πολύ καθαρά αυτό. Ρωτάει η αιχμάλωτη τον Ελληνα που επελαύνει ως νικητής: “Η δικαιολογία πως εκτελείς διαταγές σε απαλλάσσει από τις ηθικές σου ευθύνες ως ελεύθερο άτομο;”. Βλέπουμε λοιπόν, πως η μοίρα των ανθρώπων από ανθρώπους ορίζεται».
Για τη Ρούλα Πατεράκη, η έννοια της ενοχής και της τύψης είναι κιόλας ξεπερασμένη και ποδοπατημένη από τη νέα εποχή. «Στενοχωριόμαστε στιγμιαία. Θρηνούμε λίγο. Οι ενοχές και οι συνενοχές έχουν γίνει μια φιλολογική πλεκτάνη στα χείλη μας, μονάχα ένα ψυχαναλυτικό αντικείμενο».
Τριάντα χρόνια μετά λοιπόν, δεν έχουν αλλάξει μόνο οι δυο τους, μέσα κι έξω τους αλλά και οι συνθήκες γύρω τους. Η Μπέτυ Αρβανίτη και η Ρούλα Πατεράκη δεν αναπολούν μόνο με τη νοσταλγική διάθεση των ανθρώπων που έχουν δημιουργήσει αλλά με την αμηχανία αυτών που εξακολουθούν να δημιουργούν σ’ έναν κόσμο, ολότελα διαφορετικό, που αλλάζει ραγδαία και που καμία σχέση δεν έχει «με την ακολουθία των γεγονότων και τις ιστορικές διαδικασίες στα 1980 και 1990». «Σήμερα, διαρκώς κάτι συμβαίνει που μας διαφεύγει» λένε. Αμφότερες φοβούνται πως το νέο μοτίβο διαβίωσης «όπου τα εγκλήματα γίνονται δίπλα μας κι εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα» θα οδηγήσει σε νέες όσο και γνώριμες φόρμες φασισμού· «κάθε χαρισματικός φασίστας αναμένει τη στιγμή του. Κανείς δεν περίμενε ότι θα εκλεγεί ο Τραμπ και να που συνέβη. Το παρόν υπάρχει αλλά το μέλλον δεν μπορούμε να το υποψιαστούμε. Μάλλον γι’ αυτό κάνουμε θέατρο, όσο είναι ακόμα καιρός».