Ζάφος Ξαγοράρης: Αναζητώντας μια «Παράσταση» και τη μνήμη της
Απόμακροι ήχοι, σαν τραγούδια παιγμένα με σουρντίνα, κι από κοντά μια χλαπαταγή σαν χειροκρότημα έρχεται από τη μεριά του πάρκινγκ, στη γωνία Ηπείρου και 3ης Σεπτεμβρίου. Λες και το κουφάρι του «Αθήναιον», του θερινού θέατρου που βρίσκεται από πίσω, ζωντάνεψε ξαφνικά κι έχει παράσταση…
Πλησιάζοντας, κι ενώ το σούρουπο προχωράει, ο χώρος, άδειος σχεδόν από αυτοκίνητα, φωτίζεται: Δεν είναι οι συνηθισμένοι προβολείς ασφαλείας, αλλά φώτα νέον, πολύχρωμα, που σχηματίζουν μια αψίδα, πίσω από εκεί που βρίσκεται η σκηνή του «Αθήναιον». Από το απέναντι πεζοδρόμιο, διαβάζω αργά: «Το μεγάλο μας τσίρκο. Ιάκωβου Καμπανέλλη. Θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου»…
Δεν πρόκειται για αναστροφή του χρόνου –ή του χώρου. Δεν βρισκόμαστε ξανά στο καλοκαίρι του 1973, άλλωστε το απογευματινό κρύο είναι τσουχτερό, ούτε η είσοδος του θεάτρου γύρισε τα πίσω μπρος. Η εικαστική εγκατάσταση του Ζάφου Ξαγοράρη, με τίτλο “Η παράσταση”, αποτελεί μια δράση του προγράμματος «Έργο στην πόλη» του Οργανισμού ΝΕΟΝ. Έχει στηθεί στον χώρο του πάρκινγκ για να υπενθυμίζει στους διερχόμενους και τους επισκέπτες, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη, την ιστορική εκείνη παράσταση που, μέσα στη δικτατορία, ξεπέρασε τα όρια του καλλιτεχνικού γεγονότος, για να μεταβληθεί σε μια πολιτική χειρονομία –που αργότερα, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι πρωταγωνιστές της θα πληρώσουν με τη φυλάκισή τους από το καθεστώς Ιωαννίδη και τη λογοκρισία της παράστασης.
Ο Ζάφος Ξαγοράρης, που είχε παρακολουθήσει Το μεγάλο μας τσίρκο στο «Αθήναιον» όταν ήταν παιδί, μαζί με τους γονείς του, προσπάθησε να αναπλάσει τη μαρκίζα του θεάτρου, όπως ήταν τότε, με τα ονόματα των συντελεστών της, έχοντας για οδηγό όχι τόσο τη μνήμη του όσο ένα θολό καρέ από ταινία της εποχής –προσαρμόζοντας με τη φαντασία του όσα στοιχεία είναι πια χαμένα μέσα στην αχλή του παρελθόντος. Άλλωστε, φωτογραφίες, δημοσιεύματα εφημερίδων και αποσπάσματα ταινιών προβάλλονται παράλληλα, τις ώρες λειτουργίας της εγκατάστασης, στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας.
Η σύνδεση καλλιτεχνικής και πολιτικής χειρονομίας, τέχνης και αντίστασης, είναι το στοιχείο που τον κινητοποίησε. Όπως είπε ο ίδιος, όσο κι αν οι ιστορικές συνθήκες είναι διαφορετικές, η σύνδεση αυτή παραμένει ζητούμενο και σήμερα –«αντίσταση, γιατί όχι;». Παράλληλα, επιδιώκει να δει την παράσταση του 1973, που συνεχίστηκε, με διαφορετικό κείμενο, και μετά τις 23 Ιουλίου 1974, πέρα από τα στερεότυπα του ηρωισμού που δημιούργησε η παρουσίασή της σε αυτές τις δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές (πριν και μετά την πτώση της χούντας).
H “Παράσταση” είναι και μια νοσταλγία για τον ίδιο τον χώρο του θεάτρου, που σε λίγα χρόνια θα γίνει σουπερμάρκετ
Συνεχίζοντας την έρευνά του, το επόμενο στάδιο επιδιώκει να είναι η παραγωγή μιας ταινίας, για την οποία συγκεντρώνει μαρτυρίες και συνομιλεί με την επιμελήτρια της εγκατάστασης Κατερίνα Γρέγου και τον καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ Πλάτωνα Μαυρομούστακο, μεταξύ άλλων.
Δεν είναι όμως μονάχα μια στοχαστική «νοσταλγία» για την αντίσταση που αποτέλεσε το ερέθισμα για την Παράσταση. Είναι και μια νοσταλγία για τον ίδιο τον χώρο του θεάτρου, «που σε λίγα χρόνια θα γίνει σουπερμάρκετ», όπως λέει. Ο ίδιος ήθελε να τοποθετήσει την εγκατάστασή του στην πρόσοψη του θεάτρου, επί της οδού Πατησίων και Μάρνη, όμως δεν του δόθηκε η άδεια. Πάντως, εκτός από το να γεμίζει το χώρο κάθε απόγευμα με τα ηχογραφημένα χειροκροτήματα του τότε, όπως και άλλα ηχητικά σπαράγματα της παράστασης, διανθίζει τις φωτογραφίες που προβάλλονται με εικόνες από το εσωτερικό του θεάτρου, στην κατάσταση που είναι σήμερα, όπως περίπου το άφησαν οι τελευταίοι χρήστες του πριν από 6-7 χρόνια, οπότε και σταμάτησε εντελώς η λειτουργία του.
Αγριόχορτα καλύπτουν πλέον τα ίχνη της μεγάλης ράμπας όπου η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έπαιζαν το ποντίκι και τη γάτα κάθε βράδυ με τους ασφαλίτες που ήταν διάσπαρτοι ανάμεσα στο κοινό, ενώ ο Νίκος Ξυλούρης ξεσήκωνε τους θεατές με τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου…
Ο τρόπος μνημόνευσης που επέλεξε ο Ζάφος Ξαγοράρης αποφεύγει την παγίδα του μνημόσυνου, αλλά και του ηρωισμού, πατώντας σταθερά σε μέτρα ανθρώπινα.
Φεύγοντας από το χώρο, στράφηκα να κοιτάξω το έργο για άλλη μια φορά από το απέναντι πεζοδρόμιο. Σε μια πόλη που τόσο έχει αλλάξει, τι άραγε μπορούν να πουν όλα αυτά στους βιαστικούς οδηγούς που ξεχύνονται να προλάβουν το φανάρι της 3ης Σεπτεμβρίου; Τι να σημαίνει η παράσταση για κάποιον από τους εκατοντάδες μετανάστες που ζουν στην περιοχή; Στους νέους που ανηφορίζουν για τα Εξάρχεια; Ίσως τίποτα. Ίσως, πάλι, η πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Ζάφος Ξαγοράρης, να κτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή. Και να θέσει ένα γενικότερο ερώτημα: σήμερα, εκεί όπου πριν από λίγα χρόνια αμετανόητοι νοσταλγοί της χούντας είχαν ξεκινήσει αιματηρό πογκρόμ κατά των μεταναστών, πώς θυμόμαστε εκείνη την περίοδο; Πώς αποτυπώνουμε τη μνήμη της καταπίεσης, αλλά και τη μνήμη της αντίστασης; Ο τρόπος μνημόνευσης που επέλεξε ο Ζάφος Ξαγοράρης αποφεύγει την παγίδα του μνημόσυνου, αλλά και του ηρωισμού, πατώντας σταθερά σε μέτρα ανθρώπινα. Κι ίσως στη μόνη παγίδα που επιτρέπει στον εαυτό του να πέσει είναι η νοσταλγία…