Η Άφιξη
Αφού πέρασε με θετικό βαθμό και την ενασχόληση του με την περιπέτεια και τα μεξικάνικα καρτέλ («Sicario») o στυλίστας Denis Villeneuve καταπιάνεται με το ακόμη πιο δύσκολο και απαιτητικό είδος της sci-fi αλληγορίας.
12 μυστηριώδη διαστημόπλοια προσγειώνονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη μας. Μία ομάδα ειδικών επιστημόνων αναλαμβάνει να ερευνήσει το συμβάν. Ανάμεσά τους είναι η γλωσσολόγος Λουίζ Μπανκς που μοιάζει να έχει το χάρισμα της επικοινωνίας με τους εξωγήινους. Όμως ο χρόνος πιέζει και ο κόσμος απειλείται με έναν παγκόσμιο πόλεμο, αφού κάποιοι ηγέτες δεν έχουν πειστεί για τις φιλικές προθέσεις των εξωγήινων.
Περισσότερο μια δραματική σπουδή πάνω στη θνητότητα, το χρόνο και το πεπρωμένο, παρά μια γνήσια sci –fi περιπέτεια γύρω από το χιλιοειδωμένο μοτίβο της εισβολής εξωγήινων στη Γη και την επικείμενη καταστροφή του πλανήτη. Ο καναδός σκηνοθέτης με απόλυτη δεξιότητα και έλεγχο της ιστορίας του, προσδίδει στα καρέ του στοιχεία ρεαλισμού και αληθοφάνειας (όσο αυτό του επιτρέπεται) προκειμένου να μετατρέψει τον προβληματισμό του σε φιλοσοφημένη σκέψη και μοντέλο παραβολής. Το επιτυγχάνει με τρεις τρόπους.
Αρχικά, χαμηλώνει την ένταση και δημιουργεί ένα κλίμα υπόγειας ανησυχίας και περιέργειας μαζί, σχετικά με τα κίνητρα του ξένου επισκέπτη. Καθώς τα 12 διαστημόπλοια μένουν μετέωρα στην ατμόσφαιρα της Γης και οι απεσταλμένοι τους θυμίζουν τεράστια χταπόδια (που οι άνθρωποι τα βαφτίζουν χαίδευτικά Άμποτ και Κοστέλο) που αναλαμβάνουν το δύσκολο ρόλο της επαφής με τους γήινους, δίνεται το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι αφηγηματικές δυνάμεις της ιστορίας και δεν είναι άλλες από την επικοινωνία και την ανάγκη κατανόησης του «άλλου», του ξένου, του διαφορετικού.
Η δεύτερη σκηνοθετική ευρεσιτεχνία του ανθρώπου που μας έδωσε το «Prisoners» και το «Μέσα από τις φλόγες» είναι η απεικόνιση του εξωγήινου επισκέπτη με τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί στο σινεμά. Κι αν οι Άμποτ και Κοστέλο δεν δείχνουν και τόσο πρωτότυποι, από τη στιγμή που η επαφή τους με την Λουίζ περνάει σε άλλο επίπεδο, η φαντασία του Villeneuve οργιάζει με γόνιμο και ευφάνταστο τρόπο.
Η τρίτη μας επισήμανση αφορά στην ερμηνεία της Amy Adams. Η αμερικανίδα ηθοποιός απλώς αριστεύει, επιτυγχάνοντας έναν υποκριτικό άθλο, σε ένα τόσο απαιτητικό ρόλο – τον οποίο προσεγγίζει με ένα συνδυασμό δυναμισμού και ευαισθησίας- που λίγοι συνάδελφοι της θα έβγαζαν πέρα με τέτοια δεινότητα.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης