Συν & Πλην: Ήταν όλοι τους παιδιά μου του Άρθουρ Μίλλερ στο Θέατρο Εμπορικόν
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για το έργο του Αρθρουρ Μίλλερ «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος στο θέατρο «Εμπορικόν».
Το έργο
Στα βάθη μιας αμερικανικής επαρχιακής πόλης, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κόσμος προσπαθεί να ξεχάσει και να ξαναρχίσει να δημιουργεί. Η οικογένεια Κέλερ αξιοποιεί επιχειρηματικά τις ανάγκες της καταναλωτικής κοινωνίας, και ενώ στη διάρκεια του πολέμου το εργοστάσιό της έφτιαχνε εξαρτήματα για μαχητικά αεροσκάφη, τώρα πλέον κατασκευάζει πλυντήρια, χύτρες ταχύτητας, ηλεκτρικές σκούπες -ό,τι χρειάζεται ένα μεσοαστικό σπίτι. Παρά την οικονομική ευημερία υπάρχει μια σκιά που βασανίζει τα τρία μέλη της οικογένειας, τον πατέρα Τζο, τη μητέρα Κέητ και τον μικρό γιο, τον Κρις. Το τέταρτο μέλος της οικογένειας, ο Λάρρυ δεν επέστρεψε ποτέ από τον πόλεμο.
Πολλά, τραγικά, αβάσταχτα. Από εκείνα που κρύβονται επιμελώς σε μια οικογένεια, μέχρις ότου κάτι έρχεται και τα ανατρέπει όλα. Από τα πιο διεισδυτικά θεατρικά κείμενα του Αρθρουρ Μίλλερ, που δεν ανατέμνει απλώς τους χαρακτήρες των μελών μιας οικογένειας και του περίγυρού της, αλλά καταγράφει με μαεστρία τους δεσμούς, τους αρμούς, τις εμπλοκές των μελών μιας κοινωνίας που βυθίζεται στην αδράνεια, στον καθωσπρεπισμό, στον καταναλωτισμό. Αναδεικνύει τα πρέπει, εκείνους που ορίζουν τις διαδρομές, αλλά και εκείνους που ονειρεύονται, που αντιδρούν, που επιμένουν να έχουν αρχές και να τις υπηρετούν. Κι ας διαψεύδονται.
Η παράσταση
Ο Γιάννης Μόσχος είχε να αντιμετωπίσει ένα από τα πλέον παιγμένα και τα πλέον αγαπημένα και του ελληνικού ρεπερτορίου. Και το αντιμετώπισε με ευαισθησία και γνώση, αναδεικνύοντας όλα τα τραγικά στοιχεία (αυτά που συχνότατα υπάρχουν και στις καλύτερες οικογένειες). Με τη βοήθεια της Τίνας Τζόκα έστησε ένα σκηνικό που εκ πρώτης όψεως θύμιζε πίνακα της Οπυς Ζούνη, σε αποχρώσεις του γκρι. Μέχρι και ένα ξερό δέντρο στην άκρη της σκηνής, που είχε συνδεθεί με τον Λάρρυ, τον γιο που δεν επέστρεψε, ήταν κι αυτό γκρι…
Σε μια δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσε να θυμίζει και ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, με την είσοδο του παλατιού, τις μεγάλες κολώνες, που υπάρχει σαν φόντο, σαν έμβλημα, σαν συμβολισμός, και όλα τα υπόλοιπα γίνονται έξω από αυτό. Τα μόνα που φώτιζαν τη γκριζίλα της ομοιόμορφης και σιωπηρής επαρχίας ήταν τα χρώματα: τα παλ ή τα ζωηρά των γυναικείων κοστουμιών, τα γήινα των ποτηριών και των χυμών, αυτά τα μικρά, τα καθημερινά, που προσπερνάμε συνήθως. Και για να κάνει ακόμη πιο ισχυρό τον παραλληλισμό της ματιάς του με την τραγωδία, προέκτεινε τη δράση και εκτός σκηνής• στην πλατεία (πολύ ενδιαφέρον εύρημα). Εκεί βρίσκονταν, σε όλη τη διάρκεια του έργου, οι γείτονες -είτε καλόκαρδοι και αφελείς, είτε πιεσμένοι και συνθλιμένοι σε μια καθημερινότητα που δεν διάλεξαν. Πάντως είναι οι πιο κοντινοί άνθρωποι, αυτοί που γνωρίζουν, αποδέχονται, σιωπούν όταν πρέπει, στηρίζουν όταν χρειάζεται, ενοχλούν ασφαλώς. Η καλή και η κακή όψη των γειτόνων. Και όλη αυτή η μικροκοινωνία έχει αφήσει πίσω της τη βιομηχανία του πολέμου και βαδίζει, ελαφρά τη καρδία, στο δρόμο της βιομηχανίας της ειρήνης. Και τα μέλη αυτής της κοινωνίας αναζητούν πλέον, σε χρόνια ειρήνης, τις νέες ευθύνες τους ως πολίτες. Ευθύνες που είναι πιο περίπλοκες από την προάσπιση της ειρήνης, εν τέλει.
Τα Συν (+)
- Η σκηνοθεσία. Ο Γιάννης Μόσχος, με τον δικό του χαμηλόφωνο τρόπο, φώτισε αλλιώς ένα κλασικό και εν πολλοίς γνωστό έργο. Ανέδειξε τη διαρκή δύναμη του κειμένου του Μίλλερ, άφησε να αποκαλυφθούν οι αποχρώσεις των χαρακτήρων και οι εντάσεις και είχε για όλα αυτά καλούς συνεργάτες σε όλα τα πεδία.
- Σκηνικά-κοστούμια: Το σκηνικό της Τίνας Τζόκα επιβάλλεται με το που μπαίνει ο θεατής στην πλατεία. Αλλά δεν επιβάλλεται απλώς. Λειτουργεί, έχει άποψη, έχει αρμονία, έχει αισθητική. Το ίδιο και τα κοστούμια, που ισορροπούν θαυμαστά ανάμεσα στα 50’es και σε κάτι πιο ανάλαφρο σημερινό, υπογραμμίζοντας έτσι τη διαχρονία.
- Φωτισμοί, μουσική: δύο στοιχεία από τα ακρογωνιαία σε κάθε παράσταση, εδώ υπηρετήθηκαν με τον τρόπο που έπρεπε, συνομιλώντας απόλυτα με τον σκηνοθέτη, από τον Λευτέρη Παυλόπουλο (φωτισμοί) και τον Αγγελο Τριανταφύλλου (μουσική-ήχοι).
- Οι ερμηνείες: Υπήρχαν ερμηνείες ξεχωριστές, όπως της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου ή του Κώστα Βασαρδάνη, ή του Δημήτρη Καταλειφού, που κουβαλάει την εμπειρία του, το σκηνικό του εκτόπισμα, και επιμένει στα εργαλεία και στα υποκριτικά του ατού. Επαρκείς, ιδίως στο β μέρος, ήταν ο γιος (Γιώργος Βουρδαμής) και η αγαπημένη του, η Ανν (Δανάη Επιθυμιάδη). Οι υπόλοιποι (Δημήτρης Καραμπέτσης, Ευγενία Αποστόλου, Γιώργος Τζαβάρας, Ιωάννα Πιατά) ανταποκρίθηκαν με υπευθυνότητα στους ρόλους των γειτόνων, και στην ιδιαίτερη συνθήκη να βρίσκονται σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ανάμεσα τους θεατές και από εκεί να πιάνουν τις ατάκες τους.
Τα Πλην (-)
- Η διάσταση α και β μέρους: Ασφαλώς υπάρχει μια εξέλιξη με μεγάλη δυναμική και ένταση στο ίδιο το έργο του Αρθρουρ Μίλλερ, καθώς ξετυλίγει το δράμα και τις αλήθειες των ηρώων του. Είχα όμως την αίσθηση ότι ήταν σημαντικά πιο υποτονικό συνολικά το α μέρος -τόσο που ο δυναμισμός και η προσωπικότητα της Κέητ (Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου ξεχώριζαν περίεργα) σε σχέση με το δεύτερο. Και ήταν σαν να έγινε ένα κλικ ανάμεσα στα δύο μέρη, γιατί όλοι οι ηθοποιοί και ο ρυθμός της παράστασης έπιασαν εντελώς άλλες θερμοκρασίες. Και ήταν σαν αυτός ο χαμηλόφωνος τρόπος του Γιάννη Μόσχου να παρεμβαίνει στα θεατρικά πράγματα, να παγίδευσε και τον ίδιο, σ’ έναν βαθμό. Σα να δίστασε περισσότερο στο πρώτο μέρος. Χωρίς να παραγνωρίζω ότι σε μεγάλο βαθμό και η ίδια η δομή του έργου τον οδήγησε σ’ αυτό τον δρόμο.
Το άθροισμα
- Μια παράσταση πλήρης, που μας ξαναχαρίζει ένα από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας, με ευαισθησία και αισθητική. Που εντέλει κάνει τους θεατές να φεύγουν χορτάτοι από αυτό που είδαν, και να κουβαλούν το έργο για πολύ ώρα μετά την έξοδό τους από την παράσταση.