Στην πρόβα: Aποκλειστικές φωτογραφίες από τον “Αύγουστο” του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη
Στην πραγματικότητα δεν είδα μια απλή πρόβα -μερικές σκηνές μιας παράστασης που ετοιμάζεται δηλαδή. Στην πραγματικότητα είδα μια προ-παράσταση στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα του έργου «Αύγουστος», που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Και παρότι είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας πρόβας (κομπιούτερ, σημειώσεις, συνεννοήσεις, τραπεζάκι με καφέδες και προμήθειες στη μέση του διαδρόμου), είχε και τον κανονικό ρυθμό μιας πραγματικής παράστασης.Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Χτύπησαν τα κουδούνια, ακούστηκε μια φωνή να λέει ότι πρέπει να απενεργοποιήσουμε τα κινητά μας, τα φώτα έσβησαν και όταν άνοιξε η αυλαία είδαμε το ευφυέστατο σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, που περιέγραφε το σύμπαν του έργου, γιατί επί σκηνής υπήρχε μόνο ο σκελετός και τα τρία επίπεδα μιας κεραμοσκεπούς εξοχικής κατοικίας. Αυτός ο σκελετός, αυτά τα γυμνά δοκάρια, παρέπεμπαν στη διάτρητη ζωή των ανθρώπων που το κατοικούσαν, στα κενά των σχέσεών τους.
Και μόνο στην άκρη, εκτός σκηνής, σαν να ήταν εκτός σπιτιού, υπήρχε μια νότα κανονικότητας: το γραφείο του πατέρα της οικόγενειας Γουέστον (Μάνος Βακούσης). Ενα γραφείο ξεχειλισμένο από βιβλία, με μπουκάλια και ποτήρια ανάμεσα. Ζει σ’ αυτό το σπίτι με τη γυναίκα του, τη Βάιολετ (Θέμις Μπαζάκα), μια γυναίκα άρρωστη, εθισμένη στα χάπια, αλλά ταυτοχρόνως σκληρή, δυναμική, κυριαρχική, αυταρχική και πανέξυπνη.
Η πρώτη σκηνή είναι η μόνη που βλέπουμε τον Μπέβερλυ Γουέστον, γιατί λίγο μετά εξαφανίζεται. Είναι μια αυγουστιάτικη νύχτα, κυριαρχεί η υγρασία και η πνιγηρή ζέστη και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες οι τρεις κόρες του Μπέβερλι Γουέστον, η πρωτότοκη Μπάρμπαρα (Μαρία Πρωτόπαπα), η συναισθηματική Αίβι (Βίκυ Βολιώτη) και η αδιαφανής και φαινομενικά χαρούμενη Κάρεν (Μαρίνα Ασλάνογλου) φτάνουν με τις οικογένειες τους για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Και μαζί φτάνει και η αδελφή της Βάιολετ, η Μάττυ Φέη (Μαρία Κατσιαδάκη) με τον άνδρα της (Αλέξανδρος Μυλωνάς) και το γιο της. Και από εκείνη τη στιγμή αρχίζουν να ξετυλίγονται πολλά.
Οι σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, οι συμπεριφορές που καταπιέζουν, η ασφυξία που απλώνεται, οι επιθυμίες που καταχωνιάζονται -ό,τι συμβαίνει λίγο πολύ σε αρκετές οικογένειες σ’ όλο τον κόσμο. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο συγκεκριμένο έργο οι καταστάσεις είναι πιο ακραίες, ανατρέπονται διαρκώς από κρυμμένα μυστικά που έρχονται στο φως, κρύβουν πόνο, απελπισία, θλίψη, βία. Και κρύβουν και πολλά από εκείνα που συμβαίνουν σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις: την επικριτική στάση των γονιών απέναντι στα παιδιά τους, δημιουργώντας έτσι ανώριμες ή δυστυχισμένες προσωπικότητες• τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα παιδιά αναπαράγουν τα γονεϊκά πρότυπα και φέρονται, τελικά, έτσι και στα δικά τους παιδιά• τον ανταγωνισμό των γενεών• τη θηλυκή και μητρική πλευρά των ανδρών• τη μοναξιά εκείνου που θεωρεί τον εαυτό του ισχυρό ή που μοιάζει να είναι ισχυρός (όπως η Βάιολετ στην παράσταση).
Παρ’ όλα αυτά, το έργο του Tracy Letts (που είναι μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες στην Αμερική και στη Βρετανία και έχει παρουσιαστεί στις θεατρικές σκηνές δεκάδων χωρών, και έγινε και επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία με τη Μέριλ Στριπ και τη Τζούλια Ρόμπερτς), δεν βγάζει θλίψη. Δεν είναι μια μελό παράσταση.
Και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανέδειξε το χιούμορ των ανθρώπων, τον σαρκασμό των καταστάσεων που ζουν, την κρυμμένη τρυφερότητα, σκιαγράφησε εύστοχα τους ιδιαίτερους χαρακτήρες του Tracy Letts και ήθελε αυτή η παράσταση να κινείται «στον αφρό», όπως μου έλεγε στη διάρκεια της πρόβας. Και το κατάφερε. Εχοντας για συμπαραστάτες τη μουσική του Μίνωα Μάτσα, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, τη μετάφραση του Μανώλη Δούνια και, κυρίως, επιλέγοντας τους κατάλληλους ηθοποιούς για κάθε ρόλο.
Ναι, είδα μια παράσταση, που κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» που ήταν το πανόραμα της κοινωνίας. Της κάθε κοινωνίας. Κι αυτό, κοιτώντας προσεκτικά, το πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας: μια οικογένεια. Είδα μια παράσταση καλοστημένη και με άψογο ρυθμό, ένα έργο διαρκώς επίκαιρο, ένα δίωρο που ευφραίνει και αποζημιώνει τον θεατή.
Την περασμένη Τρίτη πέρασα αρκετές ώρες στο θέατρο «Δημήτρης Χορν». Παρακολούθησα τις διαρκείς προσπάθειες των ηθοποιών, άκουσα τη συζήτηση για τα μικρά που έπρεπε να διορθωθούν στο τέλος, είδα τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη να παίζει όλους τους ρόλους προσπαθώντας να δείξει πώς ήθελε να είναι μια σκηνή. Και στο τέλος είχα μια μικρή συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τη Θέμιδα Μπαζάκα και τη Μαρία Πρωτόπαπα για το έργο, με αφορμή το έργο. Με κεντρικό άξονα, και στις τρεις αυτές μικρές συζητήσεις, που έγιναν στα ενδιάμεσα της πρόβας, την οικογένεια.
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: “αντιμετωπίζω τους ενήλικους, ως καθρεφτίσματα του ανήλικου εαυτού τους”
Είναι σύμπτωση, τον ρωτάω, ότι τα περισσότερα έργα που έχει σκηνοθετήσει, και τις προηγούμενες χρονιές και φέτος, έχουν σχέση με διάφορες οικογενειακές παθογένειες. Τι αναζητάει σ’ αυτό το σύμπαν; «Εχεις δίκιο. Μ’ αρέσει που το ρωτάς γιατί το διαπίστωσα όταν συνειδητοποίησα ότι και τα τρία έργα που επέλεξα εγώ να κάνω και δεν μου τα πρότειναν, δηλαδή τον “Πουπουλένιο”, τον “Θεό της σφαγής” και τον “Αύγουστο”, και στα τρία έργα θα μπορούσε να μπει σαν προμετωπίδα το ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν («They fuck you up, your mum and dad./ They may not mean to, but they do./ They fill you with the faults they had./ And add some extra, just for you.”). Και αναρωτήθηκα τι να σημαίνει αυτό για μένα που έχω τη μνήμη μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας; Υπάρχουν δύο πράγματα. Το ένα έχει να κάνει με το είδος: είναι έργα, και τα τρία, που κινούνται σε μια κόψη. Σε κάτι που μπορεί να σε κάνει να γελάσεις, να κλάψεις ή να συγκινηθείς. Ο πυρήνας τους όμως, κάτι λέει που μπορεί να σε αγγίξει πολύ και μπορεί να σε αγγίξει μ’ έναν τρόπο πικρό. Ταυτοχρόνως έχουν κι ένα παιχνίδισμα, ένα κλείσιμο ματιού, είναι “απελπισμένες κωμωδίες”. Αυτό το κλείσιμο του ματιού, η χαρά, που προκύπτει από την απελπισία είναι μια περιοχή που στην τέχνη μ’ ενδιαφέρει πολύ, ίσως γιατί, όπως λέει και ο Μπέβερλυ στον “Αύγουστο”, αυτό κάτι να λέει για μένα. Τώρα ως προς την οικογένεια, ενώ έχω μνήμη πολύ ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας, αντιμετωπίζω τους ενήλικους, ως καθρεφτίσματα του ανήλικου εαυτού τους».
Σκέφτεται μήπως ότι αυτός ο ανήλικος εαυτός των ενηλίκων μπορεί να είναι η αιτία των στρεβλών που ζούμε στην κοινωνία; «Ναι, το έχω σκεφτεί και το έχω πει κι όλας. Οι ομάδες πολλές φορές λειτουργούν με στοιχεία που μπορεί να βρεις στα άτομα. Η μεγάλη αυτή ομάδα που λέγεται ελληνική κοινωνία έχει έναν πολύ καθαρό ανήλικο εαυτό. Ισχύει. Με ενδιαφέρει αυτή η πλευρά των ανθρώπων, γιατί σε κάθε ατομική μας δράση, πιστεύω, το πίστευα από παιδί, ότι οι κακίες, τα λάθη μας, προκύπτουν από την άγνοια του καλού, από μία αδυναμία να σκεφτούν σωστά. Θα μου πεις είμαστε αμέτοχοι; Είναι κατασκευαστικό σε μένα. Ετσι διαβάζω τους ανθρώπους. Ομως αυτό που μ’ ενδιαφέρει πολύ, και στον “Αύγουστο” , είναι αυτή τη γυναίκα, η οποία μαζί με τον πατέρα, αλλά του πατέρα την επίδραση δεν την βλέπουμε στο έργο, την αντιλαμβανόμαστε, αυτή τη γυναίκα λοιπόν, που συνθλίβει τα πάντα γύρω της, θέλω να τη δικαιώσω. Εννοώ δεν με ενδιαφέρει ο “Αύγουστος” ως η ιστορία μιας μητέρας που είναι φοβερά σκληρή και κακιά, γιατί πιστεύω ότι οι άνθρωποι που είναι κακοί στους γύρω τους, είναι δυστυχείς οι ίδιοι».
Θέμις Μπαζάκα: “Θα ήταν αποτυχία μου, μέσα από αυτό το ρόλο, να μη δώσω την ιερή αγωνία που έχει ένας γονιός για τα παιδιά του”
Της ζητάω να μου μιλήσει για τον χαρακτήρα της Βάιολετ, αυτής της σύνθετης προσωπικότητας που υποδύεται.
«Η Βάιολετ είναι πολύ ξεχωριστή μαμά, προέρχεται από βίαιη οικογένεια, μεγάλωσε ζώντας μέσα σε αυτοκίνητα, υπέστην βία η ίδια. Πολλές φορές η βία αναπαράγεται, γιατί έχει γίνει κυτταρική. Η ίδια λέει ότι προσπάθησε να προχωρήσει στη ζωή της. Μιλάμε για ένα ακραίο πρόσωπο, με εθισμό στα χάπια, σύνηθες φαινόμενο στην Αμερική, που γίνεται σύνηθες και στον δυτικό κόσμο. Η Βάιολετ δεν πιστεύει ότι κάνει κάτι κακό με την επικριτική συμπεριφορά στις κόρες της. Με αγάπη λέει “μην καμπουριάζεις” ή “βάλε καμιά φούστα”. Γιατί πράγματι, αυτοί οι δύο άνθρωποι τα φρόντισαν τα παιδιά τους, τα μόρφωσαν• αλλά την απογοητεύουν οι κόρες της. Βέβαια συχνά οι γονείς απογοητεύονται από τα παιδιά τους, γιατί θέλουν να είναι ό,τι δεν έγιναν εκείνοι. Φαύλος κύκλος. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ήθελα, και θα ήταν αποτυχία μου, να μη δώσω την ιερή αγωνία που έχει ένας γονιός για τα παιδιά του. Δεν θέλω να τη μισήσει κανείς τη Βάιολετ», μου λέει με συγκινητική ειλικρίνεια.
Μαρία Πρωτόπαπα: Ο καμβάς, πάνω στον οποίο γράφεται η ιστορία της ζωής μας, είναι λερωμένος από το παρελθόν…
Είναι η πρωτότοκη κόρη της Βάιολετ. Και ενώ έχει φύγει, ενώ θέλει να αφήσει πίσω της όσα την βαραίνουν, μοιάζει να μην τα καταφέρνει. Αντιδρά όπως η μητέρα της. Ντύνεται, σιγά σιγά, όπως η μητέρα της.
Υποδύεστε μια κόρη, που παρότι θέλει να αφήσει πίσω της τις οικογενειακές παθογένειες, γίνεται σιγά σιγά οι γονείς της. Και φέρεται στην κόρη της, με τον τρόπο που σιχαίνεται, με τον τρόπο που της φερόταν η μητέρα της. Πιστεύετε ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το περιβάλλον και τα βιώματά μας; «Αναγνωρίζω παντού γύρω μου και στον εαυτό μου τους κλώνους του παρελθόντος. Κινήσεις αλλαγής, προόδου ή οπισθοδρόμησης εάν θες, γίνονται και είναι αξιοπρόσεχτες από γενιά σε γενιά. Ο καμβάς, όμως, πάνω στον οποίο γράφεται η ιστορία της ζωής μας, και ακολούθως και των απογόνων μας, είναι λερωμένος από το παρελθόν! Από τους προγόνους μας. Δεν είναι λευκό χαρτί. Η ιστορία τους, ο χαρακτήρας τους, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβίωσαν, τα χαρίσματά τους, επηρεάζουν την πορεία μας και την πορεία του μέλλοντος. Η ηρωίδα μου, λατρεύει την κόρη της, οι συμπεριφορές που εκφράζουν την μητρική αγάπη είναι συγγενικές με της μητέρας της προς εκείνη αναπόφευκτα. Έτσι έλαβε αγάπη, έτσι την δίνει».
Τι μας καθορίζει τελικά; Το οικογενειακό περιβάλλον, η παιδεία, το ευρύτερο περιβάλλον, οι αναζητήσεις μας; Τι είμαστε από όλα αυτά;
«Ισως όλα αυτά που αναφέρατε, μαζί με την ελεύθερη βούλησή μας και την τύχη…».
Πόσες «αναλογίες» αυτής της οικογένειας πιστεύετε ότι υπάρχουν ακόμη στις ελληνικές οικογένειες; Πόσο ανοιχτές στο διαφορετικό και στις επιλογές των γόνων είναι δηλαδή οι γονείς; Είναι;
«Το έργο μιλάει για την γενιά που μεγάλωσε μέσα στο κραχ του ’29, δηλαδή μια περίοδο μεγάλης κρίσης, φτώχιας και κοινωνικής αναταραχής. Φουρνιές γονιών ή παππούδων Ελλήνων σήμερα, το πιθανότερο έχουν βιώσει μια από τις μεγάλες κρίσης της εγχώριας ιστορίας… Οι άνθρωποι που επέζησαν των πολέμων, του εμφυλίου, είναι αντίστοιχοι των αμερικανών που μεγάλωσαν σε εκείνη τη σκληρότητα και τη στέρηση. Και ίσως έχουν από τα παιδιά τους αντίστοιχες απαιτήσεις για εξέλιξη και πρόοδο, για ανάλογη αυτοθυσία. Ανοιχτότητα και ευχέρεια και ευελιξία, έχω την εντύπωση πως έχει αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο η ελληνική οικογένεια στον τρόπο σκέψης, στη νοοτροπία της. Και ταυτόχρονα έχει αρχίσει να χαλαρώνει και τους δεσμούς της, είτε αποδειχθεί πως είναι για καλό ή κακό».