Τα πολυαναμενόμενα “Νυκτόβια Πλάσματα” του Tom Ford από 5 Ιανουαρίου στους Κινηματογράφους
Η δεύτερη ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία Τομ Φορντ είναι ένα σκοτεινό, ερωτικό θρίλερ με πρωταγωνιστές τον Τζέικ Τζίλενχαλ και την Έιμι Άνταμς, υποψήφιο για τρεις (3) Χρυσές Σφαίρες (σκηνοθεσίας, σεναρίου και β’ αντρικού ρόλου-Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον). Πρεμιέρα της ταινίας στις 5 Ιανουαρίου από την UIP.
Η δεύτερη ταινία του Τομ Φορντ, επτά χρόνια μετά το εκπληκτικό «Ένας Άντρας Μόνος» («A Single Man») είναι μια ταινία έρωτα, βίας κι εκδίκησης που ενθουσίασε τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο τελευταίο φεστιβάλ της Βενετίας.
Διασκευάζοντας ελεύθερα το μυθιστόρημα «Tony and Susan» του Όστιν Ράιτ (1993) ο Φορντ, πιστός στην πολύπλοκη, θεατρικά στιλιζαρισμένη αισθητική του, αφηγείται την ιστορία της Σούζαν (Έιμι Άνταμς), μιας γοητευτικής επιμελήτριας εκθέσεων ζωγραφικής, που βιώνει ένα δυστυχισμένο γάμο με τον απόμακρο Χάτον (Άρμι Χάμερ).
Ένα βράδυ που είναι, για άλλη μια φορά, μόνη στο σπίτι, αποφασίζει να διαβάσει το πρώτο βιβλίο του πρώην άντρα της, Έντουαρντ (Τζέικ Τζίλενχαλ), τον οποίο δεν έχει δει 19 ολόκληρα χρόνια, με τίτλο «Νυκτόβια Πλάσματα» το οποίο και τής έχει αφιερώσει. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Τόνι, καθηγητής μαθηματικών, πηγαίνει με το αυτοκίνητο την οικογένειά του από το Ντάλας στην έρημο του Τέξας, αλλά στη διαδρομή, συναντά τη συμμορία του Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον που απαγάγει τη γυναίκα του (Άιλα Φίσερ) και την κόρη του…
INFO
• «Η ταινία «Τα «Νυκτόβια Πλάσματα» είναι μια ιστορία που αφορά στις επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας και στις επιπτώσεις που έχουν οι αποφάσεις μας. Σε μια εποχή όπου όλα είναι ρευστά, ακόμα και οι σχέσεις, αυτή η ιστορία πραγματεύεται θέματα πίστης, αφοσίωσης και αγάπης. Είναι μια ιστορία που θίγει την απομόνωση και τη μοναξιά που όλοι μας βιώνουμε και τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων που είναι και τα μόνα που μας κρατούν στη ζωή.»Τομ Φορντ
• Η ταινία διερευνά τις ψυχολογικές και συναισθηματικές αλλαγές ανδρών και γυναικών στην αέναη προσπάθειά τους να ζουν όσο πιο ειλικρινά μπορούν τη ζωή τους και σύμφωνα με τα θέλω τους. Μια γυναίκα παγιδευμένη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ενώ απορροφά και «απορροφάται» από μια ιστορία στο εδώ και στο τώρα. «Η συγγραφή είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο σε όλη τη δημιουργική διαδικασία. Όταν γράφεις το σενάριο είσαι απολύτως μόνος δεδομένου πως, σε αυτό το σημείο, η ταινία υπάρχει μόνο στο μυαλό σου και έχει και την ιδανικότερη μορφή. Αναζητώ φωτογραφίες εσωτερικών χώρων, τοποθεσιών, ανθρώπων που μπορεί να ζουν στους διάφορους και διαφορετικούς κόσμους των χαρακτήρων που δημιουργώ στο χαρτί. Και τότε ξεκινώ να γράφω και πολλές φορές βάζω και λεπτομέρειες που βρήκα ενώ μελετούσα φωτογραφίες. Οι δύο κόσμοι της ταινίας είναι τελείως οικείοι σε εμένα. Μεγάλωσα στο Τέξας και στο Νέο Μεξικό, οπότε μου ήταν εύκολο να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που λαμβάνει χώρα στο Δυτικό Μεξικό, ενώ και ο κόσμος της Σούζαν στο Λος Άντζελες μού είναι πλέον πολύ οικείος. Φτιάχνω εικόνες με κάθε ήχο κι οποιαδήποτε εικόνα βλέπω. Αρχίζοντας το γύρισμα ξέρω σχεδόν τα πάντα για αυτό που θέλω να αποτυπώσω στη μεγάλη οθόνη. Το καλό με το να δουλεύεις με καλή ομάδα παραγωγής και εξαιρετικούς ηθοποιούς είναι πως, προκύπτουν αυθόρμητα πράγματα που προσθέτουν πολλά στην αρχική ιδέα. Είναι σημαντικό να είσαι ανοιχτός και να βλέπεις τα πάντα με φρέσκια ματιά. […]
Το στυλιζάρισμα δεν είναι εξαρχής το ζητούμενό μου. Αν δεν έχει ουσία είναι κάτι ρηχό. Όντως, δίνω μεγάλη προσοχή στο στιλ καθώς έχει να κάνει με τους χαρακτήρες και την ιστορία. Το σκηνικό και τα κοστούμια παρέχουν πληροφορίες τόσο στο κοινό όσο και στους ηθοποιούς. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν ο ήχος και η μουσική ώστε να προκύψει ένας συνεκτικός κόσμος. Πιστεύω πως μια εικόνα ισοδυναμεί με χιλιάδες λέξεις και πως η ταινία είναι ένα οπτικό μέσο. Η ταινία μπορεί να παίζει στη σιωπή και οι λέξεις, όπως και οι διάλογοι να μπαίνουν μονάχα όπου χρειάζεται προκειμένου να προχωρήσει η πλοκή. […] Μου λένε πως γράφω πολύ μεγάλες σκηνές. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά πιστεύω πως το κάνω επειδή θέλω να καταδείξω τη σχέση ανάμεσα στους χαρακτήρες. Στη ζωή απολαμβάνω όσο τίποτα τις συζητήσεις, οπότε ίσως γράφω μεγάλες σκηνές με το κοινό να παρακολουθεί κάτι που «μιλάει» χωρίς να μιλάει. […] Το βιβλίο είναι γραμμένο εξαιρετικά. Είναι υπέροχη η ιστορία. Μια ηθική αλληγορία που «λέγεται» μέσα από μια φανταστική υπόθεση –ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο- ήταν κάτι πολύ πρωτότυπο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή και πίστεψα πως θα γίνει εξαιρετική ταινία. Δεν ήταν, όμως, και το ευκολότερο βιβλίο για προσαρμογή και μου πήρε χρόνο να αποφασίσω πώς θα το προσεγγίσω. Ένα βιβλίο και μια ταινία διαφέρουν πολύ και μια πιστή μεταφορά ενός βιβλίου δεν είναι συχνά και πολύ ικανοποιητική κινηματογραφικά. Για μένα το σημαντικό είναι να βρίσκω τα θέματα του βιβλίου που με συγκινούν και να τα προσεγγίσω κινηματογραφικά. Στο βιβλίο τα πάντα είναι ο εσωτερικός μονόλογος της Σούζαν. Έπρεπε να φτιάξω σκηνές στη ζωή της που να αποκαλύπτουν τα συναισθήματα που στο βιβλίο εκφράζονται στη σκέψη της ηρωίδας. Ο τόπος δράσης έχει αλλάξει, καθώς το βιβλίο γράφτηκε το 1993 κι έκτοτε τα πάντα σχεδόν έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα… Εκ των πραγμάτων, τώρα που τα κινητά είναι κοινός τόπος όλων μας, το έγκλημα έπρεπε να λάβει χώρα κάπου όπου τα κινητά δεν πιάνουν. Πολλά στοιχεία στην ταινία προκύπτουν από προσωπικές μου αναζητήσεις… Η αρρενωπότητα… οι ήρωές μας, ο Τόνι κι ο Έντουαρντ δεν έχουν τα στερεότυπα χαρακτηριστικά αρρενωπότητας που επιτάσσει ο δυτικός πολιτισμός, αλλά στο τέλος και οι δύο βγαίνουν νικητές. Μεγαλώνοντας στο Τέξας, σίγουρα δεν ήμουν το παραδοσιακό ανδρικό πρότυπο και υπέφερα πολύ γι’ αυτό. Συμπάσχω με τους άντρες και την καρτερικότητά τους.» σχολιάζει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, Τομ Φορντ.
• O Τομ Φορντ επέλεξε την Έιμι Άνταμς καθώς «…έχει τη μοναδική ικανότητα να μεταφέρει το συναίσθημα χωρίς διάλογο, απλώς με το πρόσωπο και το βλέμμα. Η Έιμι είναι πραγματικά υπέροχη ηθοποιός. Έχουν κάτι τα μάτια της… Βγάζουν κάτι φυσικό και ειλικρινές. Ήθελα να συμπάσχει ο θεατής με τη Σούζαν. Είναι δύσκολο να την μισήσεις γιατί, όπως λέει και η ίδια ενώ έχει τα «πάντα» δεν είναι ευτυχισμένη. Έχει επιλέξει ένα δρόμο στη ζωή της που δεν της ταιριάζει. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, θύμα της ανατροφής της και του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσε. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η Έιμι διαβάζει το βιβλίο κι αντιδρά σε αυτό που έχει διαβάσει.»
• Σχολιάζει η ηθοποιός «Είμαι σε μια ηλικία που μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι σε μια φάση στη ζωή σου που αξιολογείς τις προηγούμενες επιλογές σου και αποφασίζεις τις μελλοντικές. Η Σούζαν δεν μπορεί να ξεπεράσει τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσε να είναι και σε αυτό που τελικά επέλεξε να είναι. Είχα την ευκαιρία πειραματισμού με τον χαρακτήρα αυτό. Στο γύρισμα, ο Τομ άφηνε την κάμερα να καταγράφει απλώς ό,τι έβγαινε.»
• Ο Φορντ από την αρχή πίστευε πως ο ιδανικός κινηματογραφικός παρτενέρ της Άνταμς θα ήταν ο Τζέικ Τζίλενχαλ (μολονότι δεν είχαν ποτέ άλλοτε συνεργαστεί). «Ήθελα πολύ ο Τζέικ να παίξει το διπλό ρόλο των Έντουαρντ/Τόνι γιατί πάντα θαύμαζα τα ρίσκα που παίρνει ο Τζέικ στους ρόλους του. Ήταν δύσκολος και απαιτητικός ρόλος. Και με έβγαλε παραπάνω από ασπροπρόσωπο.»
• Σχολιάζει ο ηθοποιός «Ο Τομ μου έδωσε πολύ χώρο και χρόνο, πράγμα το οποίο χρειάζομαι για να είμαι εύπλαστος και να βγάζω ευαισθησία μπροστά στην κάμερα. Ο Τομ είναι μοναδικά συγκεντρωμένος στη λεπτομέρεια.»
• Για τους υπόλοιπους ρόλους ο Φορντ επέλεξε τους Μάικλ Σάνον (ο ακριβοδίκαιος σερίφης), Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον (ο κατά συρροή δολοφόνος), Άντρεα Ράιζμποροου, Μάικλ Σιν, Άρμι Χάμερ (ο άπιστος σύζυγος), Λόρα Λίνεϊ (η καταπιεστική μητέρα της Σούζαν), Άιλα Φίσερ (το μυθιστορηματικό alter ego της Σούζαν).
• Η ομάδα του Φορντ περιλαμβάνει τους: Σέιν Βαλεντίνο (σχεδιασμό παραγωγής), Σίμους ΜακΓκάρβι (διεύθυνση φωτογραφίας), Αριάν Φίλιπς (κοστούμια), Τζόαν Σόμπελ (μοντάζ), ενώ την ατμοσφαιρική μουσική της ταινίας υπογράφει ο Πολωνός Άμπελ Κορζενιόφσκι.