Ποίηση Χωρίς Τέλος
Δεύτερο κομμάτι από την αυτοβιογραφική τριλογία του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι που κινείται στο ίδιο σουρεαλιστικό σύμπαν με την πρώτη ταινία.
Σαντιάγο της Χιλής. Τη δεκαετία του ’40 και του ’50 ο «Αλεχαντρίτο» Χοδορόφσκι αποφασίζει να γίνει ποιητής, ενάντια στη θέληση της οικογένειάς του. Μπαίνοντας στους κύκλους της καλλιτεχνικής αβάν γκαρντ της εποχής, ο εικοσάχρονος Αλεχάντρο θα γνωρίσει τον Ενρίκε Λιν, τη Στέλλα Ντίαζ, τον Νικάνορ Πάρρα και άλλους πολλά υποσχόμενους αλλά άγνωστους ακόμα νεαρούς συγγραφείς, που στη συνέχεια θα γίνουν οι Μεγάλοι της μοντέρνας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Οπως συμβαίνει σε κάθε ταινία του 87χρονου θρυλικού σκηνοθέτη η φαντασία ξεπερνάει τη φόρμα του ρεαλισμού (ας είναι βιογραφικό το φιλμ) και αναδεικνύει εικόνες ανείπωτης ομορφιάς και ποίησης. Όμως όλο αυτό το κατασκεύασμα πολλές φορές είναι κενό περιεχομένου. Η σκηνική απόδοση της μνήμης του χιλιάνου με τις έντονες εικόνες (οι περισσότερες σκληρές και επώδυνες λόγω της αυταρχικής συμπεριφοράς του πατέρα αλλά και την αδιαφορία της μητέρας που παρουσιάζεται όπως και στην πρώτη ταινία να τραγουδάει όπερες) έχουν φυσικά κινηματογραφική αξία ενώ πολλά κομμάτια λειτουργούν σαν ντοκιμαντερίστικο υλικό από τη Χιλή του 50 (ο μεγάλος σεισμός στο Σαντιάγο των 9,5 βαθμών ρίχτερ). Το βασικό προτέρημα του έργου είναι η συνδρομή του φωτογράφου Κρίστοφερ Ντόιλ, φανατικού θαυμαστή του χιλιανού και συνεργάτη του Γουόνγκ Καρ Γουάι, που συλλαμβάνει με το φακό του την πεμπτουσία του σουρεαλιστικού σύμπαντος του Χοδορόφσκι: ένα κράμα ερωτικής παράκρουσης (η σεκάνς με τη Στέλλα Ντίαζ βγαλμένη από το παλιό «Santa Sangre»), καλλιτεχνικής δημιουργίας και ψυχολογικού πολέμου που πηγάζει από την αέναη πάλη με το πατρικό σύμβολο που βρίσκει την τελική λύση της στο σιμφιλιωτικό και λυτρωτικό φινάλε.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης